Το 1922, η Mικρασιατική Kαταστροφή ανέτρεψε το κλίμα ανάτασης και ελπίδας που δημιούργησαν η επανάσταση του 1821, οι βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) και η Συνθήκη των Σεβρών (1920). Η προσδοκία που συμπυκνώθηκε για αιώνες στις παραλλαγές του θρήνου «…πάλι δικά σας θάναι», ενώ φαινόταν αρχικά να επιτυγχάνεται, στην κρίσιμη στιγμή, όμως, δημιουργήθηκε πολιτική κρίση, με το θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου, που οδήγησε στην εκλογική ήττα του Βενιζέλου (1920) και στη μυστηριώδη αλλαγή των “συμμάχων’’.
Το 1922 ο ελληνικός στρατός θα γίνει άθυρμα των διχαστικών αγκυλώσεων των πολιτικών ηγεσιών και θα υποστεί ταπεινωτική ήττα. Η συνειδητοποίηση της μεγάλης εδαφικής και πολιτισμικής καταστροφής θα εσωτερικεύσει τη μοιρολατρία και την ανημποριά στην εθνική ταυτότητα. Όλοι διαισθάνονταν ότι ο Ελληνισμός, ως ιστορική και γεωγραφική κατηγορία, τελείωσε και αυτή η αίσθηση, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση της αδυναμίας τους να παρέμβουν, μετατρέπεται σε μεγάλο πόνο.
Πρακτικά, ο μεγάλος πόνος μεταφραζόταν σε αυτοκτονίες (Καρυωτάκης) ή σε αναζήτηση υποκατάστατων της Μεγάλης Ιδέας. Ο Σεφέρης γράφει το “Μυθιστόρημα” και ο Ελύτης “το Άξιον Εστί”, που είναι διακηρύξεις διατήρησης της Μεγάλης Ιδέας, όχι με πολεμιστές, πόλεις και εδάφη, αλλά με λέξεις και εικόνες. Ο Βάρναλης και ο Ρίτσος θα βρουν υποκατάστατο της ρωμηοσύνης στις σοσιαλιστικές ιδέες, που φέρνουν οι Δυτικοευρωπαίοι και οι εξελίξεις στη Ρωσία.
Ο Βάρναλης, επιπλέον, με το «Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα / προσμένοντας ίσως κάποιο θάμα», διαπιστώνει την ανυπαρξία εσωτερικής δυναμικής ανάτασης. Ο Παλαμάς, σοκαρισμένος από την καταστροφή, θα αναδιπλωθεί τα χρόνια του υπερρεαλιστικού μεσοπολέμου, με τους στίχους του: «Θα διαβούμε και στεριά και πέλαγο / Θα σταθούμε, όπου το πόδι δεν μπορεί / Τούρκου κανενός να μας πατήσει», για να αναθαρρέψει όταν οι Έλληνες θα ξαναβγούνε στο βουνό ως πολεμιστές (1940).
1922 και Μεγάλη Ανάμνηση
Τον πόνο θα προσπαθήσουν να τον απαλύνουν οι ποιητές. Ο Σεφέρης, ο εμπνευστής της μεγάλης παρηγοριάς, κινείται γύρω από μια παραδοχή: ότι η παλαιά Ελλάδα έπρεπε να ξαναφτιαχτεί για να μπορέσει να δεχτεί τους πρόσφυγες. Οι νέοι κάτοικοι έρχονταν μόνιμα, το ήξερε και το ήθελε ο αθηναϊσμός, ο οποίος ήταν μέρος της “λύσης” του Ανατολικού Ζητήματος και περιβεβλημένος με καπιταλιστικό και μοντέρνο νόημα, τότε. Οι πρόσφυγες νόμιζαν ότι έρχονταν προσωρινά. Η συνθήκη της Λωζάννης (1923) δεν είχε αποκλείσει την επιστροφή. Ο αθηναϊσμός τους έδωσε να καταλάβουν ότι θα επιβιώσουν καλλίτερα ξεχνώντας την πατρίδα τους.
Ο Σεφέρης “ανέλαβε” το έργο της λησμονιάς: «Μέσα σε τούτα τα χωριά τ’ αποδεκατισμένα/…/ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;» (Μυθιστόρημα Ζ). Η νοσταλγική συγκίνηση του εκτονώνει τον πόνο. Μπορεί οι χαμένοι κόσμοι του ελληνισμού να μην ξανάρθουνε ως έδαφος αλλά θα υπάρχουν μέσα από τις λέξεις που θα φτιάχνουν τις εικόνες τους. Έτσι, ανακαλύπτει το υποκατάστατο της Μεγάλης Ιδέας: τη Μεγάλη Ανάμνηση. Λίγο πολύ, μετά το 1922 η ελληνική διανόηση εγκλωβίστηκε στο μόνο σίγουρο έδαφος που άφηνε ο ιμπεριαλιστικός περίγυρος, αυτό της Αθήνας και εναπόθεσε σ’ αυτήν τους οραματισμούς της για την επανάκαμψη του ελληνισμού. Βρήκε “σανίδα σωτηρίας” στην πριν 100 χρόνια υπόδειξη των δυτικών Φιλελλήνων: «επιστρέψτε στην Αθήνα»!
Η “Στροφή” του Σεφέρη είναι ακριβώς μια νέα εγκόλπωση όλης της προηγούμενης παράδοσης του Ελληνισμού. Ακόμη και η Μικρασιατική Καταστροφή έγινε για να φωτίσει το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας, την αθηναϊκή της επιτήδευση. Αν, η μυστικιστική, συνάμα δημιουργική και πνευματική παράδοση, που διατηρούσε τον ελληνισμό στα χρόνια της σκλαβιάς, ήταν η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, που λειτουργούσε ως ένα είδος Σιών του ελληνισμού: «Μυρολαγά η Βασιλεύουσα. στενάζει η Σιών μας» (Καρκαβίτσας, Λόγια της πλώρης), μετά το 1922 η Αθήνα θ’ αποτελέσει τη μόνη Σιών του ελληνισμού.
Συνωστισμένοι στην Αθήνα
Η επανακεντρικοποίηση της Αθήνας φάνταζε ως το απώτερο μήνυμα-νόημα του Ελληνισμού. Το έδαφός της θεωρήθηκε καταρχήν ένας φυσικός χώρος, όπου δεν υπήρχε πρωθύστερη κοινωνία ή, αν υπήρχε, θεωρούνταν ανούσια. Υπήρχε μόνο στο βάθος μια αρχαία κοινωνία, της οποίας οι διασκορπισμένοι απόγονοι καλούνταν να αποκαταστήσουν τη συνέχειά της. Το ενδιάμεσο ανάμεσα στους αρχαίους και τους νέους Αθηναίους απωθείται.
Οι μνήμες, η γλώσσα και η αισθητική του Βυζαντίου καθαιρούνται με τον νεοκλασικισμό, με τη γλωσσική, αρχιτεκτονική, πολεοδομική και γεωγραφική “καθαρεύουσα”. Όλη η ιστορική περίοδος, απ’ τη Χαιρώνεια (338 πΧ) έως το 1922, θεωρήθηκε προσωρινή και υποστηρικτική στη μόνη αληθινή και στέρεα εθνοποιητική σημειολογία: την αθηνοκεντρική.
Η Αθήνα γίνεται το τελευταίο έδαφος-καταφύγιο του Ελληνισμού. Η στενοχωρία της “μικράς πλην εντίμου Ελλάδος” θα μεταλαμπαδευτεί στο Λεκανοπέδιο. Ο Ελληνισμός θα συνωστισθεί στην Αθήνα, γιατί πέρα από αυτήν όλα είναι υπό αμφισβήτηση και εφήμερα. Αυτό που πλανάται και επισκιάζει το μέλλον της ελληνικής περιφέρειας είναι μια μόνιμη αίσθηση Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το αν χάθηκε η Ανατολική Θράκη, η Ιωνία και ο Πόντος είναι πολύ πιθανόν να χαθεί και η Δυτική Θράκη, η Μακεδονία, η Κύπρος και το Αιγαίο, όχι όμως η Αθήνα, γιατί αυτήν την προστατεύουν οι “Δυτικοί”, τα συμφέροντα και τα δίκτυά της. Οι αναπτυξιακοί και κοινωνικοί σχεδιασμοί κατισχύουν την αίσθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει βιώσιμη μόνον ως ένα δίκτυο της Αθήνας. Το πολεοδομικό της άπλωμα θα γίνει η νέα Μεγάλη Ιδέα.
Η νέα αθηναϊκή ηγεμονία θα περιστραφεί κυρίως γύρω από την οικονομία, με ατμομηχανή τη χρηματιστηριοποίηση/καπιταλιστικοποίηση του εδάφους της Αττικής. Δεν θα νοείται τώρα μόνον η ιδεολογικοπολιτική μηχανή στο στήσιμο της νέας εθνικής ταυτότητας αλλά και η οικονομική, το ιδανικό έδαφος του κατοικείν και του επιχειρείν. Έπρεπε να εγκλωβίσει στο έδαφός της και τις απρόβλεπτες, για την κεντρικότητά της, ιδέες και δράσεις του καπιταλισμού.
Το 1922 φέρνει και την “Αριστερά”.
Η επιχείρηση αποκατάστασης των προσφύγων διευκόλυνε να εμφιλοχωρήσουν τα καινούργια πακέτα ιδεών (σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά, αναρχικά), που εισάγονταν από τη δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία, τα οποία, όμως, θα λειτουργήσουν περισσότερο σαν ιμάντες μεταβίβασης μιας ξένης ηγεμονίας. Τότε ανακαλύπτεται από τους Έλληνες ποιητές και ο Eliot (Άγγλος ποιητής 1888-1965) που κατήγγειλε την απανθρωπιά των αστικοποιητικών μηχανισμών επί καπιταλισμού. Όμως, όχι μόνον ο καπιταλισμός αλλά και η αντικαπιταλιστική ρητορική θα λειτουργήσουν ως επικάλυψη της εθνικής καταστροφής. Δημιουργείται και ένα παράδοξο. Στην Ελλάδα πρώτα θα φέρουν τη λογοτεχνία του αντι-καπιταλισμού (Eliot) και τις αντι-καπιταλιστικές ιδέες (Αριστερά) και μετά τον ίδιο τον καπιταλισμό.
Αναμένοντας τον νέο “εθνικό ποιητή”
Ο αθηναϊσμός θα βρει ένα ακόμη στήριγμα στις εισαγόμενες “αριστερές” ιδέες, οι οποίες, κατά μία έννοια, λειτούργησαν ως το όπιο των εθνικά απόκληρων. Πολλοί έχυναν πολύ μελάνι για την Οκτωβριανή επανάσταση, ήταν φειδωλοί, όμως, για τη μικρασιατική καταστροφή. Λόγω και του ιμπεριαλιστικού περίγυρου το όχημα κοινωνικής χειραφέτησης στην Ελλάδα θα γίνει πρωτίστως ο εθνι(κι)σμός και συμπληρωματικά του θα λειτουργήσουν οι καταψυγμένες κοινωνικές ιδεολογίες.
Μετεμφυλιακά ο αθηνοκεντρισμός θα εκτιναχθεί. Ο Νίκος Καρούζος, με το στίχο του: «Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου» (Στιγμές της Αθήνας), θα απαιτήσει τη στροφή του βλέμματος όλων στην Αθήνα. Ο “μοντέρνος” πολεοδόμος Κ. Δοξιάδης θα ζητήσει να διατεθούν όλοι οι πόροι του κράτους για να φτιαχτεί μια οικουμενόπολη στην Αττική. Η χουντική χωροταξία θα ξεσπιτώσει 850 χιλιάδες ορεσίβιους και νησιώτες για να την ενισχύσει πληθυσμιακά.
Όλοι οι κόσμοι του ελληνισμού θα γίνουν «θρέμματα της υδροκέφαλης Αθήνας», όπως σημείωνε και ο Σεφέρης. Ο Νίκος Γκάτσος θα διακρίνει σ’ αυτό το “βλέμμα” και σ’ αυτούς τους σχεδιασμούς μια «σκοτεινή προοπτική». Στην “Ελλαδογραφία” του θα κατανοήσει την απορρόφηση του έθνους από την πρωτεύουσα ως το μέγιστο ιστορικό ζήτημα, προαναγγέλλοντας το κλείσιμο του κύκλου της μετα22 ποίησης και την έλευση του νέου “εθνικού ποιητή”, που θα σαλπίσει την έξοδο του ελληνισμού από τα στενά “τείχη” της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου