
Στην Κοινωνία της υπαρξιακής Απαξίωσης -που ζούμε- οι συνεχείς παραβιάσεις των ορίων του Εαυτού επηρεάζουν δραματικά το σύστημα αυτορύθμισης του ατόμου σε:
(α) συναισθηματικό επίπεδο, με την εκδήλωση συχνά ανάρμοστου, έντονου θυμού ή δυσκολίας ελέγχου του θυμού, αίσθημα κενού και εν γένει αστάθεια του συναισθήματος,
(β) γνωσιακό επίπεδο, με την απορρύθμιση της σκέψης, παροδικές ή μονιμότερες παρανοϊκές-παραληρητικές ιδέες, συμπτώματα αποσύνδεσης ή άρνησης και πιθανόν διαταραγμένη και ασταθή εικόνα ή αίσθηση του εαυτού.
(γ) συμπεριφορικό επίπεδο, με την εκδήλωση παρορμητικότητας ακόμη και σε τομείς δυνητικά αυτοκαταστροφικούς, όπως για παράδειγμα οι πάσης φύσεως εξαρτήσεις (ψυχοτρόπα, αλκοόλ, διαδικτυακός τζόγος, ψυχοφάρμακα και λοιπά)
(δ) ως εκ τούτων και σε διαπροσωπικό επίπεδο, με την αύξηση των εντάσεων και της αστάθειας στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Λένε στην Κρήτη μια ιστορία συγκινητική. Σ’ ένα απόμερο χωριό, δίπλα στη θάλασσα, ζει ένας γέρος με την γριά του. Το «έχει» τους λιγοστό. Στέλνουν και την σύνταξη που παίρνουν στα παιδιά στην Αθήνα. Μοναδική τους περι-ουσία ο Έρωτας τους και η ζωή που μοιράζεται. Ώσπου, μια άγρια μέρα, εμφανίζονται στον ορίζοντα πειρατές - άλλοι από τους συνήθεις κρατικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους που κυνηγάει τους φτωχούς ανθρώπους. Κανονικοί πειρατές. Με μαύρες σημαίες και με νεκροκεφαλές και τα τοιαύτα. Ζόρικα πράγματα, δηλαδή. Τρομάζει ο γέρος και παρακαλεί τη γριά να φύγουνε να σωθούνε. Μα αυτή ινάτι, να μην πάει πουθενά. Ατρόμητη. «Σώπα μωρέ, κι ήντα θα μας κάνουνε εμάς;» «Εκουζουλάθηκες γυναίκα;» αγωνιά αυτός. «Ούφου, ούφου» τον αποπαίρνει αυτή. «Κι ανέ σε πιάσουνε, ανέ σε βιάσουνε;» επιμένει. «Μα ήντα σου γροικώ και λες; Εμένα μπρε θα βιάσουνε; Γρά γυναίκα; Ναι, να με δούνε θέλει, ετσά απού 'γινα και να με βιάσουνε θέλει!» αυτοσαρκάζεται η γυναίκα. «Κι αν σε δούνε με τα δικά μου μάτια;» την ερωτεύεται για μια ακόμη φορά εκείνος