ΔΥΟ θα ΤΑΥΤΟΣΗΜΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑ:
Ήρωας του πρώτου ο Ευαγόρας! Τον κρέμασαν οι Εγγλέζοι! Στα δεκαοχτώ! Αγωνιζόταν για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού από την Κύπρο και για την ένωσή της με την Ελλάδα.
Ήρωας του δεύτερου ένα δεκαεπτάχρονο παιδί από το Ντενσουνάι της Αιγύπτου. Το κρέμασαν οι Εγγλέζοι γιατί ήθελε την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού από την πατρίδα του!
1. Του ΦΩΤΗ ΒΑΡΕΛΗ:
«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι
κι ούλοι οι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, ετούτος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη ένας ένας.
Μπαίνει κι η Πρώτη, η άταχτη, κι η Τρίτη, που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. –
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος• και με φωνή που τρέμει:
Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Χωρίς μιλιά όλοι γύρισαν στο άδειο το θρανίο.
— Στάσου, Ευαγόρα, ορθός εκεί, στη θέση σου, όπως πρώτα!
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
— Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
κλαμένος λέει ο δάσκαλος, ανάμεσα στο θρήνο.
— Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!
Τα ᾽πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο!....
ΚΩΝ. ΚΑΒΑΦΗΣ: ΝΤΕΝΣΟΥΝΑΪ , 27 IΟΥΝIΟΥ 1906, 2 µ.µ.
Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί* να το κρεμάσουν,
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του, που στην κρεμάλα
εκεί κοντά σέρνονταν και χτυπιούνταν μες τα χώματα
κάτω από τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μονάχα µε τά 'ζησες παιδί µου»
Κι όταν το ανέβασαν στην σκάλα της κρεμάλας
κ’επέρασαν το σκοινί και τόπνιξαν το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν µε τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα
«Δεκαεφτά μέρες μονάχα» μοιρολογούσε,
δεκαεφτά μέρες μονάχα σε χάρηκα παιδί µου.
* Αναφέρεται στους Εγγλέζους.
από τις "
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη" διαβάζουμε:
«Ο τίτλος του ποιήματος παρέχει τα στοιχεία της ιστορικής του αφετηρίας. Πρόκειται για το δημόσιο απαγχονισμό, από τους Άγγλους, πέντε Αιγυπτίων χωρικών, ηλικίας 80-22 ή (κατά τον Καβάφη) 19 ετών, που είχαν τολμήσει να αντιδράσουν, λίγο-πολύ βίαια, στην αυθαίρετη και προκλητική συμπεριφορά Άγγλων αξιωματικών στο χωριό Ντενσουάι. Ο Καβάφης εντοπίζεται στην εκτέλεση του νεότερου και σχετικώς αθώου κατάδικου, Ιούσεφ Χουσείν Σελίμ, του οποίου το όνομα σημείωσε στο χειρόγραφο του ποιήματος.» Γ. Π. Σαββίδης