
Συ, που θάμπωσες τον ήλιο, που σ’ εζήλεψ’ η αυγή,
Σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη…(1)
Πρόλογος – επιμέλεια: Σπύρος Δημητρίου
Εκατόν δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 3 του Γενάρη, από την κοίμηση του μεγάλου Σκιαθίτη, του Άγιου των Ελληνικών Γραμμάτων, του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πέρασε μέσα από τις θύελλες της ζωής του, στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού φτάνοντας ως τις μέρες μας, λιτός, σκυφτός, απέριττος, για την αθανασία της τέχνης. Με το έργο του εξέφρασε την φύση της Πατρίδας και το ήθος της αυθεντικής ζωής του Νεοέλληνα που βρίσκεται σε αρμονία με την ιστορική παίδευση κάτω από τον θόλο της Ορθοδοξίας.
Δεν είναι η προγονοπληξία και η πίστη με την στενή έννοια που προβάλλει, αλλά ο πολιτισμός κι η παράδοση που δίνουν το στίγμα, την ιδιοπροσωπία μας ως λαού και ως Έθνους. Γι αυτό κι η λογοτεχνία κι οι λογοτέχνες, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψαν να διαιωνίζουν το έργο του, να τον τιμούν, ανεξαρτήτως της οπτικής που ο καθείς έχει. Αυτό το ενωτικό, το μαζί που είναι σπάνιο σε μας, το πέτυχε ο κυρ Αλέξανδρος καταφέρνοντας να μας αποκαλύψει την ουσία της ζωής, την ουσία του πνεύματος που είναι η υψηλή ποίηση με απλά όμως υλικά όπως η αλήθεια, η «ιερή ζωή», το φως, το ελληνικό φως, η ελληνική ύπαιθρος, το νησί του.

Ο “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ” ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΒΥΤΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο μεγάλος Σκιαθίτης, λοιπόν, άφησε το νησί του και σεργιάνισε το λεπτό του σαρκίο, τη μοναχική και δύσκολή ζωή του εις τας Αθήνας, από την Δεξαμενή μέχρι κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Σπούδασε, έγραψε, συνομίλησε, αφουγκράστηκε το χτύπο της ζωής σε δρόμους και σοκάκια της πόλης , σε καφενεία και ταβέρνες, αντάμα με απλούς ανθρώπους και συνοδεία λίγων κι εκλεκτών. Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης, συνοδοιπόρος στην τέχνη μα συνάμα φίλος απ’ τους λίγους του κυρ Αλέξανδρου, γράφει στο περιοδικό της «Νέας Εστίας» τις θύμισες για τις περιπλανήσεις τους στην Αθήνα της εποχής:
«Σε όλα δε αυτά τα κέντρα, τα φτωχομάγαζα, τα λαϊκά και απλά ο κύρ Αλέξαντρος ήτανε το είδωλο. Πολλές φορές έτρωγε, εσηκώνονταν, έφευγε, σκυθρωπός και αμίλητος, πολλές φορές και χωρίς να αποχαιρετήση και κανέναν. Όταν έφευγε, ο καταστηματάρχης εσημείωνε την τιμή του λιτού του γεύματος σ’ ένα ανοιχτό μπροστά του βιβλίο των πελατών του. όπου πήγαινε για φαγητό, ήξερε πως θα έφευγε ανενόχλητα. Τις μεγάλες γιορτές, τόσον ο κύριος Πρόεδρος, ο αμαξάς, όσο και διάφοροι μικρομπακάληδες, που τον σερβίριζαν τις καθημερινές, τον προσκαλούσαν να φάγη στο σπίτι των, οικογενειακώς. Πολλές φορές αποδέχονταν , προ πάντων αν εκτιμούσε το κρασί των». (2)