Ἔλυσε κάβους, ἔκανε τὸν σταυρό του κι ἔπιασε τὰ κουπιά. Κάθε φορὰ ποὺ αὐτὴ ἡ βάρκα ἀνοιγόταν γιὰ τὸ νησὶ «τῶν ζωντανῶν νεκρῶν», ἤξεραν ὅλοι καλὰ ὅτι μεταφέρει ἕνα μελλοθάνατο, μιὰ ψυχὴ γιὰ τὸν ἄλλον κόσμο.
Αὐτὴ ὅμως τὴ φορά, ὅχι! Δέν μεταφέρει τὸν θάνατο! Μεταφέρει τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη. Μεταφέρει αὐτὸν ποὺ μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ θὰ ἔφερνε στὸ νησὶ τῶν ἀπελπισμένων αὐτὸ ποὺ γιὰ χρόνια ἔλειπε: τὴν ἀγάπη, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ ἀληθινὴ ζωή.
Μοναδικὸς ἐπιβάτης τοῦ μπαρμπα-Νικόλα, τοῦ βαρκάρη, ὁ παπα-Χρύσανθος. Ἕνας Γεραπετρίτης ἱερομόναχος τῆς Μονῆς Τοπλοῦ, ἀποφασισμένος νὰ ἀναστήσει τὸ νησὶ τῶν ἐγκαταλελειμμένων, τῶν λεπρῶν, ἀποφασισμένος νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ μας. Προχωρᾶ μὲ ἀγάπη, πίστη καὶ τόλμη. Δὲν φοβᾶται γιατὶ ἀγαπᾶ ἀληθινά, ἀγαπᾶ τοὺς πονεμένους χανσενικούς, στὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων βλέπει τὸν Κύριό μας.
Ἡ βάρκα φτάνει καὶ δένει στὸ μικρὸ λιμανάκι τῆς Σπιναλόγκας. Στὸ νησάκι αὐτὸ ποὺ βρίσκεται στὴν Κρήτη, στὸν νομὸ Λασιθίου, βόρεια τῆς Ἐλούντας. Οἱ πρῶτοι ποὺ ἀντιλήφθηκαν τὴν ἄφιξη τῆς βάρκας, ἔβγαλαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὰ παραθύρια καὶ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους γιὰ νὰ δοῦν τὸν νεοφερμένο… Πρὸς ἔκπληξή τους ὅμως βλέπουν ἕναν ἱερέα νὰ ἀποβιβάζεται καὶ νὰ εὐλογεῖ τὸν βαρκάρη ποὺ ἔπαιρνε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὸν κόσμο τῶν ζωντανῶν…