Όπως άλλες νεοελληνικές ρήσεις («στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι», «στη χώρα αυτή είμαστε όλοι τραγικά αυτοδίδακτοι», «άλλος γαμάει, άλλος πληρώνει», κ.α.), έμεινε, επειδή εκφράζει με δυο λέξεις, μια ιστορική αλήθεια: η Ελλάδα δεν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης κοινότητας εθνών, όπως αποτελούν τα σλαβικά, τα λατινογενή, τα νορδικά, και άλλα έθνη.

Ορισμένοι, βέβαια, ισχυρίζονται ότι «ανήκομεν στη Δύση», και έχουν δίκιο, αλλά με τρόπο ο οποίος δεν αναιρεί το «ανάδελφον». Η «απέραντη παράγκα» που στήσαμε «ανήκει στη Δύση» με την ίδια έννοια που και η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά ανήκε στο αφεντικό του (και όχι, πάντως, με την έννοια της οικογένειας).

Το περίεργο είναι ότι πολλοί από όσους απορρίπτουν τον χαρακτηρισμό περί «ανάδελφου έθνους» ως έκφραση εθνικιστικής υπεροψίας, υιοθετούν ταυτόχρονα με ενθουσιασμό την ίδια ακριβώς ιδέα με ανεστραμμένο πρόσημο. Ισχυρίζονται δηλαδή πως ασφαλώς και είμαστε ανάδελφο έθνος ― αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τα κουσούρια μας.

Ο οικτιρμός τους, δε, των εθνικών κουσουριών εκφράζεται πολλαπλώς. Από το θρήνο για την Ελλάδα που «δεν πέρασε Διαφωτισμό» (άραγε η Ιαπωνία πέρασε;), έως τον κοπετό για φαινόμενα που «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν» (αλλά που, περιέργως, ήρθαν εισαγόμενα), και από τις συνεχείς προτροπές να «γίνουμε ευρωπαίοι», έως το (εξίσου συνεχές) αυτομαστίγωμα επειδή δεν γίναμε ακόμα.