Ο συγγραφέας Kώστας Χατζηαντωνίου απαντά στις ερωτήσεις του αντιφώνου για το 1919-1922, Μικρά Ασία από τον Θρίαμβο στην Καταστροφή Πώς άρχισε η εμπλοκή της Ελλάδας; Για την απόβαση στην Σμύρνη και την συνθήκη των Σεβρών. Στο στρατιωτικό πεδίο ήταν εφικτή μια ελληνική νίκη; Η καταστροφή του 1922 και οι μετέπειτα ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή μέσα από τις καταγραφές του δημοσιογράφου Κώστα Φαλτάϊτς*
Της Άννας Φάλταιτς**
Θα σας μιλήσω για τον παππού μου, τον δημοσιογράφο, λογοτέχνη και ερευνητή της περιόδου του Μεσοπολέμου, Κώστα Φαλτάϊτς, και για το έργο του αναφορικά με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή.
Ας ξεκινήσουμε πηγαίνοντας περίπου 100 χρόνια πίσω, τον Νοέμβριο του 1921. Το μέτωπο έχει ήδη βαλτώσει και έχει αρχίσει να καταρρέει και η ελληνική κυβέρνηση έχει δώσει εντολή να εκκενώσουν την περιοχή οι δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του ελληνικού στρατού.
Ο πολεμικός απεσταλμένος της εφημερίδας «Εμπρός» Κώστας Φαλτάϊτς, που ήταν γνωστός στο αθηναϊκό κοινό από τις ανταποκρίσεις που έστελνε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων από το θωρηκτό Αβέρωφ και τα άλλα πολεμικά μας πλοία, επιστρέφει στην Αθήνα και εκδίδει αμέσως ένα βιβλιαράκι 60 περίπου σελίδων, που περιλαμβάνει μαρτυρίες επιζώντων των σφαγών που συντελέστηκαν στην περιοχή της Νικομήδειας από τους τσέτες του Μουσταφά Κεμάλ το 1920.
Το βιβλίο, που έχει τίτλο «Αυτοί είναι οι Τούρκοι- Αφηγήματα των Σφαγών της Νικομήδειας», περιλαμβάνει ορισμένες από τις μαρτυρίες που συγκέντρωσε ο Φαλτάϊτς από Έλληνες και Αρμένιους επιζώντες των σφαγών, ενόσω ο ίδιος κάλυπτε δημοσιογραφικά την προέλαση του στρατού μας στην περιοχή της Βιθυνίας. Το βιβλίο προκάλεσε τόση αίσθηση, που όχι μόνο μεταφράστηκε σχεδόν αμέσως στα γαλλικά (μάλιστα εκδόθηκε δύο φορές, την πρώτη το 1922 και τη δεύτερη το 1923), αλλά αξιοποιήθηκε και από το υπουργείο Εξωτερικών ως εργαλείο για τη στήριξη των ελληνικών θέσεων στις διεθνείς συνόδους που καθόριζαν τις τύχες της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας.
Ο Φαλτάϊτς έφτασε στην Μικρά Ασία στα τέλη Μαρτίου του 1921, προκειμένου να καλύψει τις κινήσεις του Γ’ Σώματος Στρατού. Στο πρώτο του ρεπορτάζ, από την Προύσα, το οποίο δημοσιεύθηκε στο «Εμπρός» την 1η Απριλίου του 1921, φαίνεται η διάθεσή του να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός ως προς τα γεγονότα –πολεμικά και ανθρωπιστικά- που έβλεπε να εκτυλίσσονται μπροστά του, μην παραλείποντας από την πρώτη κιόλας ημέρα να αναφερθεί στους «αληθείς Τούρκους πατριώτες», όπως έγραφε, που ανησυχούσαν και αυτοί για την τύχη της πατρίδας τους.
Ο όρος «γενοκτονία» στην περίπτωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού «σημαίνει την εθνοκάθαρση, την καταστροφή των ελληνικών πολιτιστικών μνημείων, τη βίαιη αποκοπή του Ελληνισμού από τις προγονικές εστίες του, το χάος της προσφυγιάς, τη διάλυση ενός ολόκληρου κόσμου, αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου».
Η ιστορική μνήμη ενός λαού έχει νόημα να λειτουργεί, όταν σώζεται εναργής και υπαγορεύει συνέπειες συλλογικής αξιοπρέπειας. Τα φρικώδη εγκλήματα των Ναζί οι Εβραίοι δεν τα ξεχνούν, έχουν όμως αποδεχθεί άπειρες καταθέσεις λύπης και συγγνώμης από το έθνος των αυτουργών του ολοκαυτώματος. Το τουρκικό κράτος και η κοινωνία όχι μόνο δεν ψέλλισαν ποτέ ίχνος μεταμέλειας για τις γενοκτονίες Ελλήνων και Αρμενίων, αλλά έχουν το αδιάντροπο θράσος να εκθέτουν σαν δική τους ιδιοκτησία και αποκλειστική κυριότητα τα μεγαλουργήματα των θυμάτων τους.
Είναι κυριολεκτικά αδιανόητο να μιλάνε οι Ελληνες πολιτικοί για ελληνοτουρκική φιλία, συμμαχία ή αγαθή συνεργασία, όταν κάθε τουρκική πολιτική ηγεσία, δεκαετίες τώρα, διατυπώνει μόνο απειλές, κατακτητικές ορέξεις και απαιτήσεις – λογαριάζουν την όση Ελλάδα έχει απομείνει στον χάρτη σαν βιλαέτι της Αγκυρας. Δεν διστάζουν οι Τούρκοι (Τύπος και πολιτικές ηγεσίες) να χρησιμοποιούν διεθνείς θεσμούς και βήματα, για να επιδείξουν την κατακτητική τους αδηφαγία και απληστία.
Την περασμένη Κυριακή, 6 Μαρτίου, έγραφα για το συναρπαστικό, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο των Αγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 50 ερωτήματα και απαντήσεις. Σήμερα, χωρίς να μειώνω, ούτε κατ’ ελάχιστο, τον έπαινο γι’ αυτή την εξαίρετη συγγραφή, θα ήθελα να προσθέσω μιαν εύλογη απορία, δίκην κριτικής παρατήρησης.
Ταπεινά φρονώ, όπως έλεγαν κάποτε, ότι το βιβλίο μοιάζει να παρακάμπτει τον ρόλο των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην τραγική αυτή για τον Ελληνισμό περιπέτεια – στην αλλαγή της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού, στην εξευτελιστική ρήξη συνέχειας του πολιτισμού που ο Ελληνισμός ενσάρκωνε. Βέβαια, η καίρια «λύσις συνεχείας» της παρουσίας του Ελληνισμού στη σκηνή της Ιστορίας είχε επώδυνα συντελεστεί στα δέκα περίπου χρόνια της Βαυαροκρατίας (1832-1844) – o πολιτικός και κοινωνικός βίος στη γεωγραφικά ελάχιστη ελληνική επικράτεια υποτάχθηκε, βίαια και αυθαίρετα, στο μοντέλο των δυτικο-ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κάθε λεπτομέρεια στην οργάνωση του κοινού βίου ήταν απομίμηση αντίστοιχων «ευρωπαϊκών» προτύπων: Από τον καθορισμό θεσμών και προγραμμάτων της εκπαίδευσης, το γνωστικό πεδίο πανεπιστημιακών εδρών και μαθημάτων, την οργανωτική διάρθρωση των υπουργείων και κάθε κοινωνικού λειτουργήματος, ως και την αποκομιδή των απορριμμάτων, ήταν όλα απομίμηση, φανερά ατυχέστατη, των δυτικο-ευρωπαϊκών προτύπων.
Την Παρασκευή 21-1-2022, 7.00-8.30 μ.μ. ο ιστορικός και πεζογράφος, Κώστας Χατζηαντωνίου εγκαινιάζει τον κύκλο παρουσιάσεων για τον ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με αφορμή την επέτειο των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η διάλεξη θα δοθεί στο χώρο του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Δήμου Κηφισιάς: Έπαυλη Δροσίνη, Αγ. Θεοδώρων & Κυριακού…..
—————————————————-
Η διάλεξη:
Είναι εντυπωσιακή η υποβάθμιση από το ελλαδικό πολιτικό σύστημα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, που καθόρισε τις γεωπολιτικές ισορροπίες σε όλη την Εγγύς Ανατολή, σημαδεύτηκε από φρικτές Γενοκτονίες και κληρονόμησε στις μέρες τις εντάσεις με τη σύγχρονη Τουρκία η οποία γεννήθηκε στις στάχτες της Σμύρνης.
Αντιδρώντας στην αλλοτρίωση, το Σεμινάριο Σύγχρονης Ιστορίας αφιερώνει τις διαλέξεις σε όλο το επετειακό έτος στα ζητήματα αυτά.
Περίληψη της εισήγησης:
«Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, με την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών, χάρη στην επιμονή του Ελευθερίου Βενιζέλου και το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, φαινόταν να δίνει μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να πραγματοποιηθεί το σύνολο σχεδόν των εθνικών διεκδικήσεων. Ο μικρασιατικός ελληνισμός που γνώριζε ήδη από το 1914 (όταν η Ελλάδα ήταν ακόμη ουδέτερη) την πολιτική γενοκτονίας των νεοτούρκων μπορούσε να ελπίζει.
Κι όμως. Μέσα σε τρία χρόνια, τον θρίαμβο διαδέχθηκε η Καταστροφή. Μια Καταστροφή στην οποία οδήγησαν γεγονότα καθόλου αναπότρεπτα. Τα γεγονότα αυτά συσκοτίζονται σκόπιμα, διότι η περίοδος 1914-1922 είναι κλειδί για την κατανόηση της σύγχρονης ιστορίας μας αλλά και για την φύση των ελλαδικών ελίτ. Η επαναστατική στρατηγική του Κεμάλ απέκτησε την υπεροχή μόνον απέναντι στη μετανοεμβριανή ελλαδική ηγεσία.
Για τούτο και η μεταπολίτευση του 1920 είναι η βασική αιτία της Καταστροφής διότι είχε ολέθριες συνέπειες:
α) Κατάρρευση της διεθνούς θέσης της χώρας. Η Ελλάδα ανέλαβε τον μικρασιατικό αγώνα ως εντολοδόχος της Αντάντ, στο πλαίσιο των αποφάσεων ενός συνεδρίου ειρήνης μετά τον πόλεμο εναντίον και της Τουρκίας. Η ανάδειξη στην Αθήνα κυβέρνησης από τις δυνάμεις που αντετίθεντο στην είσοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και η επιστροφή του Κωνσταντίνου (που στη Γαλλία ήταν μισητός όσο και ο Κάιζερ) έδιναν πρόσχημα στις δυνάμεις της Αντάντ να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις τους προς μια σύμμαχο αλλά και από τη συνέχιση μιας αντιτουρκικής πολιτικής στο όνομα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ήδη από το 1912-13, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται δύο μεγάλα στρατόπεδα, εν πολλοίς συνέχεια και συνέπεια των διαιρέσεων της πρώτης εκατονταετίας της ιστορίας του ελληνικού έθνους-κράτους: το στρατόπεδο των λαϊκών/βασιλικών, από τη μία, και από την άλλη το βενιζελικό/δημοκρατικό – στην πραγματικότητα μια σύμπραξη περισσότερων δυνάμεων, κατ’ εξοχήν του αλύτρωτου ελληνισμού και των αναδυόμενων κοινωνικών στρωμάτων του ελληνικού κράτους.
Οι ευγενέστεροι αντίπαλοι του Βενιζέλου, όπως ο Δραγούμηςή ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης, δεν πίστευαν ότι ο ελληνισμός θα μπορούσε να ολοκληρώσει πολιτειακά, υπό τη μορφή ενός ενιαίου κράτους, τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά αυτή θα μπορούσε να μορφοποιηθεί μέσα από μια συμμαχία ανάμεσα στο υπάρχον ελληνικό κράτος και μια εκσυγχρονιζόμενη οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία θα μεταβαλλόταν σε ένα ελληνο-οθωμανικό κράτος.
Η βασική τους ιδέα ήταν ότι ο ελληνισμός θα πρέπει να αποκρούσει τη σλαβική κάθοδο προς το Αιγαίο, άρα καθοριστική ήταν η σύγκρουση με τους Βουλγάρους και η απελευθέρωση της Μακεδονίας. about:blankRemaining Time-0:00FullscreenMute
Όσο για τους μεγάλους ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, την Κων/πολη και την Ανατολική Θράκη, θα έπρεπε να ανευρεθεί μια μορφή ελληνο-οθωμανικής συνύπαρξης. Άλλωστε ο μπαμπούλας της βουλγαρικής ισχύος, της «Πρωσίας των Βαλκανίων», θα προσανατολίσει ένα μεγάλο μέρος των ελλαδικών ελίτ, αλλά και εκείνων της Κωνσταντινούπολης, προς την κατεύθυνση της «ανατολικής ομοσπονδίας». Γι’ αυτό και πολλοί θα χαιρετίσουν την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 και την υποτιθέμενη πολιτική ισότητα των εθνοτήτων την οποία εισήγαγε.
Λιθογραφία πανηγυρίζοντας το κίνημα των Νεότουρκων
Αρχικώς μάλιστα και ένα τμήμα των Νεότουρκων επιθυμούσε τη συνεργασία με τους Έλληνες, με κύριο εκφραστή τον πρίγκιπα Σαμπαχεντίν που διακήρυσσε την ανάγκη για μια κοινότητα Τούρκων, Ελλήνων, Αρμενίων, Αράβων, Εβραίων κ.λπ. Ωστόσο, η άλλη πτέρυγα, η εθνοκρατική, υποστήριζε ότι η Τουρκία πρέπει να εξοντώσει ή να εκδιώξει μεγάλο μέρος των χριστιανικών πληθυσμών και να μεταβληθεί σε έθνος-κράτος με κυρίαρχους τους Τούρκους.
“Στην Ελλάδα υπήρξε μια σκόπιμη λήθη μετά από αυτή (την καταστροφή) ως ιδεολογική (επιλογή) και κυβερνητική πολιτική» υποστηρίζει ο καθηγητής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Λου Γιουρένεκ.
Ο Αμερικανός καθηγητής, ο οποίος έχει ελληνική καταγωγή, είναι ο συγγραφές της «Μεγάλης Φωτιάς» (The Great Fire), ενός ιστορικού δράματος με αντικείμενο την άγνωστη αλλά περιπετειώδη προσπάθεια δύο Αμερικανών, οι οποίοι μέσα στο χάος και τον παραλογισμό της ματωμένης αυλαίας της Μικρασιατικής Καταστροφής, κατάφεραν να αναμετρηθούν με την πρόκληση της ιστορίας και να συμβάλουν καθοριστικά στην διάσωση των Χριστιανών προσφύγων.
Το 2015 ο Λου Γιουρένεκ είχε αφηγηθεί τη συναρπαστική πλοκή του βιβλίου του στον ομογενειακό σταθμό New Greek TV στη Νέα Υόρκη, παίρνοντας συγχρόνως θέση για τον τρόπο αφήγησης της ιστορίας και καλώντας τον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να αναγνωρίσει την γενοκτονία τόσο των Αρμενίων όσο και των Ελλήνων και των Ασσυρίων της Μικράς Ασίας.
Του Κώστα Χατζηαντωνίου από το Άρδην τ. 117, συνέχεια από το α΄ μέρος.
Η εκστρατεία
Οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1919, την προκαθορισμένη περιοχή του βιλαετίου Σμύρνης, προς βορρά μέχρι το Αϊβαλί και προς νότο μέχρι την Έφεσο. Αλλά, για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι τον Ιούνιο του 1920, οι Σύμμαχοι δεν επέτρεψαν προέλαση του ελληνικού στρατού, με συνέπεια να δοθεί ο χρόνος για την ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος, με σταδιακή οργάνωση των ατάκτων σε τακτικό εθνικιστικό στρατό, ο οποίος, στη συνέχεια, θα επιβληθεί, μετά από σκληρό εμφύλιο πόλεμο με τις πιστές στον σουλτάνο μουσουλμανικές δυνάμεις. Η μεγάλη ευκαιρία για τη συντριβή εν τη γενέσει της τουρκικής αντίδρασης είχε χαθεί. Οι διπλωματικές πιέσεις του Βενιζέλου απέδωσαν μόνο όταν (καλοκαίρι του 1920) οι κεμαλικές δυνάμεις απειλούσαν πια την Πόλη και τα Στενά. Δόθηκε, τότε, άδεια, και ο ελληνικός στρατός, μετά από θυελλώδη εξόρμηση, κατέλαβε μέσα σε δυο βδομάδες ευρύτατη περιοχή της Δυτικής Μικρασίας, την Προύσα και, κατόπιν, την Ανατολική Θράκη, φτάνοντας λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πόλη. Το ηθικό του τουρκικού λαού, του σουλτάνου και της κυβέρνησής του κατέρρεε και, στις 28 Ιουλίου 1920, υπογραφόταν η Συνθήκη των Σεβρών, που σηματοδοτούσε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Δυστυχώς, μέσα στο κλίμα θριάμβου, δεν κατανοήθηκε ότι δεν είχε ακόμη τελειώσει ο πόλεμος. Πως, αντίθετα, τώρα απαιτούνταν η ένταση των εθνικών δυνάμεων, η ομοψυχία του λαού. Αντ’ αυτού, βλέπουμε να οξύνονται τα πάθη, να βαθαίνει ο διχασμός. Η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, δυο μέρες μόλις μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, και η εκτέλεση του Ίωνος Δραγούμη μαρτυρούν πού είχαν φτάσει τα εμφύλια πάθη. Τα πάθη αυτά, η λαϊκή εξάντληση από μια οκταετία πολεμικών αγώνων, ο οικονομικός αποκλεισμός που είχε προηγηθεί, η δημαγωγία για «επιστροφή των παιδιών μας» από το μέτωπο, ο χωρίς αναστολές ρεβανσισμός των δυνάμεων που, από το 1909, είχαν τεθεί στο περιθώριο και δεν είχαν καμιά ελπίδα εξουσίας στην εθνικά ολοκληρωμένη χώρα, έφθειραν αποφασιστικά την εικόνα του εθνικού μεγαλείου. Οι αναπόφευκτες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 έδωσαν την πλειοψηφία στην αντιβενιζελική αντιπολίτευση. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις της συμμαχικής διάσκεψης, οργανώθηκε η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, που έδινε το πρόσχημα στις δυνάμεις της Αντάντ να θεωρούν ότι δεν δεσμεύονται στο εξής από τις συμμαχικές αποφάσεις που είχαν ληφθεί έναντι του Βενιζέλου. Χωρίς στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη, η διχασμένη Ελλάδα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους κεμαλικούς μόνη.
Η μεταπολίτευση του Νοεμβρίου του 1920 επέφερε την κατάρρευση της διεθνούς ισχύος της χώρας. Η Ελλάδα ανέλαβε τον μικρασιατικό αγώνα τυπικά ως εντολοδόχος της Αντάντ, στο πλαίσιο των αποφάσεων ενός συνεδρίου ειρήνης, μετά τον πόλεμο εναντίον του γερμανικού στρατοπέδου, στο οποίο είχε ενταχθεί και η Τουρκία. Η ανάδειξη στην Αθήνα κυβέρνησης από τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες στην είσοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και η άμεση επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου (που στη Γαλλία ήταν μισητός όσο και ο Κάιζερ, ειδικά μετά τα Νοεμβριανά του 1916) έδινε το πρόσχημα στις χώρες της Αντάντ να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις τους προς μια σύμμαχο και, γενικότερα, από τη συνέχιση της αντιτουρκικής πολιτικής στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ελληνοτουρκική σύγκρουση, από κεφάλαιο αυτού του πολέμου, γινόταν διμερές ζήτημα. Έτσι, οι Δυνάμεις θα υιοθετήσουν μια στάση ουδετερότητας εχθρικής προς την Ελλάδα, που, στην περίπτωση της Γαλλίας και της Ιταλίας, θα γίνει και ανοιχτή συνεργασία με πολεμική βοήθεια προς τον Κεμάλ. Μόνο η Αγγλία, για να είμαστε δίκαιοι, με τον Λόυδ Τζωρτζ, δε θα στηρίξει τον Κεμάλ αλλά, και αυτή, θα διακόψει τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που παρείχε ως τότε στην Ελλάδα. Βοήθεια που είχε πάρει επί Βενιζέλου ακόμη και άμεσο πολεμικό χαρακτήρα: θυμίζω την υποστήριξη με πυρά από το αγγλικό πολεμικό ναυτικό της επιχείρησης του Ιουλίου του 1920 στην Ανατολική Θράκη (απόβαση στη Ραιδεστό).
Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη. ΠηγήΤου Κώστα Χατζηαντωνίου από το Άρδην τ. 117 Πλησιάζουμε, πια, τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τον Αύγουστο του 1922, όταν «σύμπαν το ελληνικόν έθνος κατέβαινεν εις τον Άδην», κατά τη χαρακτηριστική φράση του μάρτυρα μητροπολίτη της Σμύρνης Χρυσοστόμου. Λαϊκοί πόθοι, όνειρα αιώνων και εθνικά πολιτικά σχέδια γίνονταν στάχτη στις ακτές της Ιωνίας. Σχεδόν εκατό χρόνια πέρασαν από εκείνο το γεγονός που συνιστά, συγχρόνως, μέγα έγκλημα εις βάρος του πανανθρώπινου πολιτισμού, καθώς μιλούμε για τη γη όπου γεννήθηκαν, πριν από είκοσι έξι αιώνες, ο επιστημονικός λόγος και η φιλοσοφική σκέψη. Κι όμως. Η συζήτηση περί τη Μικρασιατική Καταστροφή γίνεται ακόμη με ψυχολογικούς όρους, με αποτέλεσμα να υποτάσσεται πιο εύκολα στη σκοπιμότητα –είτε της λήθης, είτε της παραχάραξης. Δεν αρκεί, φυσικά, η μνήμη χωρίς περίσκεψη κι ούτε το μέλλον ενός λαού γίνεται καλύτερο αν δεν αναγνωρίζουμε πικρές αλήθειες για σφάλματα και αδυναμίες. Πληρώνουμε ακριβά ως έθνος αυτή τη συνήθεια. Γι’ αυτό και οφείλουμε σήμερα, περισσότερο από ποτέ, να κοιτάξουμε κατάματα την τραγωδία του 1922. Όσο κι αν θα την κάνει ακόμη πιο αβάσταχτη η γνώση ότι δεν ήταν αναπόφευκτη εκείνη η καταστροφή, όπως, δεκαετίες τώρα, προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν. Η αλήθεια είναι ότι δεν σταθήκαμε αντάξιοι της ιστορικής μας μοίρας, της μοναδικής ιστορικής ευκαιρίας που έκανε, αναπάντεχα, ρεαλιστικά τα πιο μύχια όνειρά μας. Χρειάζεται να γνωρίζουμε για να ερμηνεύσουμε την εθνική καταστροφή. Και η ερμηνεία όσων έγιναν απαιτεί, πρώτα-πρώτα, τόσο τη μελέτη της μικρασιατικής εκστρατείας, όσο και πλήρη γνώση των προηγηθέντων. Δεν μπορούμε να αγνοούμε, για παράδειγμα, το πραγματικό πλαίσιο της μακραίωνης διαμάχης για τον χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής, μετά την πτώση της αυτοκρατορίας του βυζαντινού ελληνισμού. Κυρίως, δεν μπορούμε να αγνοούμε το περιβάλλον μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όπως πρέπει να έχουμε γνώση των στρατιωτικών, δημογραφικών και διπλωματικών δεδομένων, πρέπει να κατανοήσουμε και τις ελληνικές εσωτερικές αντιθέσεις, κοινωνικές και πολιτικές, που υπονόμευσαν τη μεγαλειώδη εκείνη προσπάθεια του έθνους για την εδαφική του ολοκλήρωση.Η Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα, ορώμενη από το ύψωμα Μπαχρή Μπαμπά, νοτίως της πόλης. 1. Ελληνική συνοικία 2. Τουρκική συνοικία 3. Αγία Φωτεινή 4. Άγιος Γεώργιος 5. Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος 6. Σχολείο Χωροφυλακής 7. Διοικητήριο 8. Οι στρατώνες9. Φυλακές 10. Ο δρόμος προς την Καραντίνα. ΠηγήΗ Μεγάλη Ιδέα Υπάρχει μια σχολή ιστορίας, ποικίλης καταγωγής και πολλαπλών στοχεύσεων, που θέτει κατ’ αρχήν ζήτημα τόσο σκοπιμότητας, όσο και νομιμότητας της απόφασης για την απόβαση και την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919. Ας πιάσουμε, λοιπόν, το ζήτημα από κει, από το πρώτο βήμα. Βήμα που γιορτάστηκε, τότε, απ’ όλο το έθνος, ως έναρξη της τελικής φάσης υλοποίησης ενός παλαιότατου ονείρου, που η Ιστορία για πρώτη και τελευταία φορά έκανε τόσο ρεαλιστικό. Μιλώ για το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, που δεν επιβλήθηκε άνωθεν, από κάποια κυρίαρχη αστική τάξη, που δεν ήταν μια ανεδαφική ή επείσακτη ιδέα, αλλά ερχόταν από τη λαϊκή ψυχή, από τα χρονικά βάθη της δουλείας, σαν ηχώ του θρήνου, «Πάλι με χρόνους με καιρούς…». Αυτή πύρωνε τον νου και την καρδιά κάθε αλύτρωτου. Ένας ήταν ο καημός κι ο πόθος του: Να ζήσει κάποτε ελεύθερος εντός του πολιτικού οργανισμού του νέου ελληνισμού, τουλάχιστον σε όσες ιστορικές χώρες παρέμενε εθνολογικά ισχυρός μετά την τρομακτική αιμορραγία της τουρκοκρατίας. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος αυτής της Ιδέας που, παρά τις μύριες δυσχέρειες, κράτησε ζωντανό το γένος και γέννησε το θρυλικό 1821 και το κράτος που ιδρύθηκε το 1830. Κράτος που κανείς δεν είδε ως το πέρας των αγώνων εκείνων των ηρωικών πολεμιστών, που πήραν τα όπλα υπέρ πίστεως και πατρίδος. Δεν είχαν εκείνοι οι Έλληνες στον νου τους ένα κράτος Πελοποννήσου, Στερεάς και Κυκλάδων νήσων. Η Πόλη και η Αγιά Σοφιά ήταν το όραμά τους. Και γι’ αυτό το όραμα, επί έναν αιώνα, ποτιζόταν με αίμα η ελληνική γη, από τη Μακεδονία ως την Κρήτη κι από την Κύπρο ως τη Χιμάρα. Ήταν μοιραίο, λοιπόν, η μερική επιτυχία του αγώνα του ’21 να αποτελέσει απαρχή μιας μακράς απελευθερωτικής διαδικασίας, που θα ενσωμάτωνε διαδοχικά στο ελλαδικό κράτος εδάφη του ελληνικού κόσμου, ανάλογα με τις διεθνείς περιστάσεις και την εθνική ισχύ. Κι ήταν απελευθερωτική αυτή η διαδικασία και όχι επεκτατική, γιατί υπήρχε ένα ζωντανό έθνος-κληρονόμος του λαού που υπέκυψε το 1453 και που, τώρα, αναγεννημένος, στεκόταν ξανά στα πόδια του και αποτίνασσε τη δουλεία που με βία του είχε επιβληθεί. Ιδού γιατί δεν είναι διόλου αθώα η θεωρία που θέλει το ελληνικό έθνος γέννημα των τελευταίων δύο αιώνων. Τούτο μεταβάλλει αμέσως τους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων σε επεκτατικούς, αφού η αφαίμαξη της μακραίωνης δουλείας τούς είχε καταστήσει, σε πολλές περιοχές, μια εθνική ομάδα πλάι σε άλλες και, άρα, όχι περισσότερο νόμιμες τις δικές τους διεκδικήσεις, από τις αξιώσεις των άλλων εθνικών ομάδων.
Μετά την μικρασιατική εκστρατεία η ελληνική εξωτερική πολιτική οικοδομήθηκε επί ενός “αμυντικογενούς” πλαισίου, καθώς στόχευσε στην προστασία του ήδη συρρικνωμένου έθνους, το οποίο σταδιακά περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική επικράτεια. Η Ελλάδα ορθά αποτέλεσε υπέρμαχο του εδαφικού status quo, ωστόσο η πολιτική ηγεσία προχώρησε σε μία λανθάνουσα σχετικοποίηση του ρόλου της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι. Αυτή η αντίληψη δημιούργησε μία συμπλεγματική οντολογία για το ειδικό της βάρος, τα μέσα που θα χρησιμοποιούσε, τις σχέσεις της με εταίρους στην ΕΕ και συμμάχους στο ΝΑΤΟ.
Επένδυσε σε ένα ιδεαλιστικής υφής στρατηγικό απόθεμα “κανονιστικής ισχύος”, το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της άρχουσας ελίτ, θα μπορούσε να της δώσει προστιθέμενη αξία σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον το οποίο ιστορικοχρονικά και γεωγραφικά λειτουργεί υπό το βάρος καινοφανών αξιολογήσεων περί “δικαίου”. Αυτό εκ των πραγμάτων παραπέμπει έμμεσα ή άμεσα στο ψυχολογικό πεδίο χάραξης εξωτερικής πολιτικής, όπως το περιέγραψε ο Robert Jervis και στη διαμόρφωση ορθών ή λανθασμένων αντιλήψεων και προσδοκιών.
Το πεδίο της διεθνούς πολιτικής δεν αποτελεί ένα στατικό περιβάλλον αλλά μία αρένα ανταγωνισμού. Ο στόχος παραγωγής επιθυμητών αποτελεσμάτων προκύπτει, inter alia, από την πραγματική και όχι αληθοφανή ισχύ, παράμετρος που προϋποθέτει ουσιαστική και όχι λανθάνουσα εξισορρόπηση ισχύος όπως την προσδιόρισε ο Hedley Bull. Είναι παράγωγο των μέσων και της αποφασιστικότητας των εμπλεκομένων, της ικανότητας της κάθε οντότητας να επιβάλλει τη θέληση της σε μία άλλη ή και της ικανότητας της να θέσει εθνικούς στόχους εντός ενός πλαισίου που να εξυπηρετεί, μεταξύ άλλων, συμφέροντα ισχυρών παικτών.
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής η παραγωγή επιθυμητών αποτελεσμάτων αποτελεί τον πρωτογενή στόχο της διαδικασίας αξιολόγησης εναλλακτικών επιλογών. Όπως, το θέτει ο David Baldwin «η άσκηση εξωτερικής πολιτικής εξωτερικεύει μία συμπεριφορά με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί». Η επίφαση εκλήφθηκε ως μία έκφανση της αντικειμενικής “πραγματικότητας” και οικοδομήθηκε επιχειρησιακά (άσκηση εξωτερικής πολιτικής-διπλωματίας) σε ένα νεφέλωμα ανιστόρητων προσδοκιών.
Η νοηματική οικοδόμηση ενός φαντασιακού πλέγματος αντιλήψεων προσέδωσε στη διεθνή δράση και επιλογές της χώρας ένα δονκιχωτικό στοιχείο. Μέσα από ένα πρίσμα στρεβλής αξιολόγησης των κινδύνων, ανικανότητας πρόβλεψης, υποβάθμισης των προκλήσεων, μίας παραμορφωτικής, πολυεπίπεδης διεργασίας που “εξορθολόγησε” το ρόλο της σε μία μινιμαλιστική βάση. Το γεγονός αυτό την οδήγησε σε μία φθίνουσα, πολύ-παρακμιακή πορεία, με τις επιλογές της να παραπέμπουν σε μία υποδόρια λογική παραίτησης.
ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ. Η απαγόρευση εξόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και η παράδοσή τους στους κεμαλικούς. Και τα ορφανά της Σμύρνης στο πορνείο των Βουρλων της Αττικής -Γράφει ο ΒΛΑΣΗΣ ΑΓΤΖΙΔΗΣ*
Ο νόμος 2870/1922,ο νόμος ντροπή του Ελλαδίτικου κράτους το 1922
Ένα από τα πλέον άγνωστα σημεία του μικρασιατικού δράματος υπήρξε η απαγόρευση εξόδου των ελληνικών και των υπόλοιπων χριστιανικών πληθυσμών από την κυβέρνηση Γούναρη - Πρωτοπαπαδάκη.
Από τις αρχές του 1922 είχε αρχίσει να συζητιέται σε υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Παρ′ όλα αυτά, όμως, η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να απαγορεύσει στον ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία. Η απόφαση αυτή πήρε τη μορφή του νόμου 2870/1922, ο οποίος προέβλεπε αυστηρές πειθαρχικές και χρηματικές ποινές, στην περίπτωση σύλληψης πλοίων που θα μετέφεραν πληθυσμό.
Ο Νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε τον Ιούλιο, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου. Και αυτό, ενώ είχαν απορρίψει την Άνοιξη του 1922 τις προτάσεις της οργάνωσης Μικρασιατική Άμυνα (επικεφαλής ο μητροπολίτης Χρυσόστομος) για ανακήρυξη Ιωνικού Κράτους, απεμπλοκή από τις συμμαχικές υποχρεώσεις, δημιουργία μιας ντε φάκτο νέας πραγματικότητας, δημιουργία ντόπιου στρατού που με την ελλαδική βοήθεια θα δημιουργούσε γραμμή άμυνας για να σταματήσει τον κεμαλικό στρατό.
Ο νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε «ομοφώνως» στη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1922 και υπογράφτηκε στις 16 Ιουλίου 1922 από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Λ.Κ. Ρούφο. Δύο ημέρες αργότερα ετέθη επ’ αυτού η «μεγάλη του Κράτους σφραγίς» με την υπογραφή του Δημητρίου Γούναρη, υπουργού Δικαιοσύνης. Άρχισε να ισχύει από τη στιγμή της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 20 Ιουλίου, αριθμός φύλλου 119.Στο εισαγωγικό του νόμου αναφέρεται: «Ψηφισάμενοι ομοφώνως της Γ’ εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως απεφασίσαμεν και διατάσσομεν…».
Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να ευρεθεί ποιοι συμμετείχαν στη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1922 οπότε και ψηφίστηκε «ομοφώνως» ο νόμος, εφόσον μεταξύ της συνεδρίασης στις 3-6-1922 και της 24ης Ιανουαρίου 1924 δεν υπάρχουν πρακτικά, όπως εμφαίνεται από τη μελέτη του τόμου Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής (1862 – 1967). Πιθανότατα, λόγω των έκτακτων γεγονότων οι αποφάσεις λαμβάνονταν με συνοπτικές διαδικασίες.
Το πρώτο άρθρο του νόμου ανάφερε: «Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι δια τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων…» Τα υπόλοιπα άρθρα περιγράφουν τις τιμωρίες που θα υφίσταντο οι παραβάτες.
O Μητροπολίτης Χρυσόστομος Καλαφάτης, υπήρξε κορυφαία μορφή της Μικρασιατικής Καταστροφής και ο τελευταίος Επίσκοπος Σμύρνης.
Ο μαρτυρικός του θάνατος από τον τουρκικό όχλο είναι άρρηκτα δεμένος με τις τελευταίες στιγμές της ελληνικής Σμύρνης και του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Αν και του προσφέρθηκαν πολλές ευκαιρίες να εγκαταλείψει τη Σμύρνη αυτός προτίμησε να μείνει και να συμμεριστεί την τύχη του ποιμνίου.
Το 1992 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος προχώρησε στην αγιοκατάταξη του Χρυσοστόμου και των ιεραρχών Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων και των κληρικών και λαϊκών, που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ακόμη, όρισε να τιμάται η μνήμη του Χρυσοστόμου Σμύρνης και των «συν αυτώ Ιεραρχών» την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η οποία φέτος συμπίπτει με τη σημερινή.
Ο γνωστός Έλληνας λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης, ο οποίος έζησε τη λαίλαπα της Μικρασιατικής Καταστροφής, στο βιβλίο του «Μικρασία Χαίρε» γράφει για τον Σμύρνης Χρυσόστομο «Η δράση του στον καιρό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στον καιρό των διωγμών των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, και στη διετία 1920-22 , τον είχε αναδείξει πρώτο στόχο. Αυτός ήταν ο ηγέτης, ο εθνάρχης, η ψυχή της Ελληνικής Μικρασίας» . Ο Βενέζης τονίζει ότι ο Χρυσόστομος με το βίο και το μαρτυρικό του τέλος «υπηρέτησε το Γένος και την Εκκλησία γράφοντας μια σελίδα χρυσή».