Η ιστορία που σφράγισε διαχρονικά την ελληνική πολιτική ζωή.
Του Γιώργου Καραμπελιά, πρωτοδημοσιεύτηκε στο huffingtonpost.gr
Ήδη από το 1912-13, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται δύο μεγάλα στρατόπεδα, εν πολλοίς συνέχεια και συνέπεια των διαιρέσεων της πρώτης εκατονταετίας της ιστορίας του ελληνικού έθνους-κράτους: το στρατόπεδο των λαϊκών/βασιλικών, από τη μία, και από την άλλη το βενιζελικό/δημοκρατικό – στην πραγματικότητα μια σύμπραξη περισσότερων δυνάμεων, κατ’ εξοχήν του αλύτρωτου ελληνισμού και των αναδυόμενων κοινωνικών στρωμάτων του ελληνικού κράτους.
Οι ευγενέστεροι αντίπαλοι του Βενιζέλου, όπως ο Δραγούμης ή ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης, δεν πίστευαν ότι ο ελληνισμός θα μπορούσε να ολοκληρώσει πολιτειακά, υπό τη μορφή ενός ενιαίου κράτους, τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά αυτή θα μπορούσε να μορφοποιηθεί μέσα από μια συμμαχία ανάμεσα στο υπάρχον ελληνικό κράτος και μια εκσυγχρονιζόμενη οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία θα μεταβαλλόταν σε ένα ελληνο-οθωμανικό κράτος.
Η βασική τους ιδέα ήταν ότι ο ελληνισμός θα πρέπει να αποκρούσει τη σλαβική κάθοδο προς το Αιγαίο, άρα καθοριστική ήταν η σύγκρουση με τους Βουλγάρους και η απελευθέρωση της Μακεδονίας. about:blankRemaining Time-0:00FullscreenMute
Όσο για τους μεγάλους ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, την Κων/πολη και την Ανατολική Θράκη, θα έπρεπε να ανευρεθεί μια μορφή ελληνο-οθωμανικής συνύπαρξης. Άλλωστε ο μπαμπούλας της βουλγαρικής ισχύος, της «Πρωσίας των Βαλκανίων», θα προσανατολίσει ένα μεγάλο μέρος των ελλαδικών ελίτ, αλλά και εκείνων της Κωνσταντινούπολης, προς την κατεύθυνση της «ανατολικής ομοσπονδίας». Γι’ αυτό και πολλοί θα χαιρετίσουν την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 και την υποτιθέμενη πολιτική ισότητα των εθνοτήτων την οποία εισήγαγε.
Αρχικώς μάλιστα και ένα τμήμα των Νεότουρκων επιθυμούσε τη συνεργασία με τους Έλληνες, με κύριο εκφραστή τον πρίγκιπα Σαμπαχεντίν που διακήρυσσε την ανάγκη για μια κοινότητα Τούρκων, Ελλήνων, Αρμενίων, Αράβων, Εβραίων κ.λπ. Ωστόσο, η άλλη πτέρυγα, η εθνοκρατική, υποστήριζε ότι η Τουρκία πρέπει να εξοντώσει ή να εκδιώξει μεγάλο μέρος των χριστιανικών πληθυσμών και να μεταβληθεί σε έθνος-κράτος με κυρίαρχους τους Τούρκους.
Πολύ σύντομα δε, θα κυριαρχήσει οριστικά και έτσι αρχίζουν οι διώξεις Αρμενίων και Ελλήνων ήδη από το 1912-13 και ένα μεγάλο μέρος τους αποστέλλεται στα στρατόπεδα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρλαρί). Δεδομένου μάλιστα ότι την ίδια στιγμή τα ρωσικά στρατεύματα προελαύνουν στη Μικρά Ασία, οι Τούρκοι θα προχωρήσουν στη μεγάλη σφαγή των Αρμενίων για να ακολουθήσει η γενοκτονία των Ποντίων και η εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, της δυτικής Μικράς Ασίας κ.λπ.
Η στρατηγική που κατέτεινε σε μια «διπλή ελληνο-τουρκική αυτοκρατορία της Ανατολής», κατά το πρότυπο της Αυστροουγγαρίας, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία καθώς ξεχνούσε τον καθοριστικό ρόλο των θρησκευτικών ταυτοτήτων. Άλλωστε είχαν ήδη διαμορφωθεί τα εθνικά κράτη των χριστιανικών λαών και η τάση των «αλύτρωτων» της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και της πλειοψηφίας των Ελλήνων, ήταν μάλλον να στρέφονται προς τις «εθνικές εστίες» τους.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι εξελίξεις θα υποχρεώσουν τους αλύτρωτους Έλληνες να εγκαταλείψουν τις όποιες «οικουμενιστικές» σειρήνες και να κατανοήσουν πως δύο επιλογές τους είχαν απομείνει: είτε οι Τούρκοι θα εξεδίωκαν οριστικά τους ελληνικούς πληθυσμούς από την Κωνσταντινούπολη, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Δυτική Μικρά Ασία· είτε αυτές οι περιοχές, ή ένα μέρος τους, θα ενσωματώνονταν στο ελληνικό κράτος και το τουρκικό κράτος θα περιοριζόταν σε ένα τμήμα της Μικράς Ασίας, με την παράλληλη δημιουργία αραβικού, κουρδικού και αρμενικού κράτους. Αυτό δηλαδή που λίγο-πολύ προέβλεπε αργότερα η Συνθήκη των Σεβρών.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση οπαδού της «βυζαντινής» επιλογής, ο οποίος την υποστήριζε μάλιστα ανοιχτά και ευθαρσώς, ήταν ο Ίων Δραγούμης (1878-1920). Ο Δραγούμης καταγόταν από οικογένεια πολιτικών μακεδονικής καταγωγής – ο παππούς του, Νικόλαος,χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών και ο πατέρας του, Στέφανος, στέλεχος της «Μακεδονικής Επιτροπής», έγινε πρωθυπουργός.
Το 1899 διορίστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών και το 1902, στο Προξενείο Μοναστηρίου, θα συμβάλει ενεργά στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Ακολουθούν οι Σέρρες, ο Πύργος, η Φιλιππούπολη, η Αλεξάνδρεια και το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), το 1905. Το 1907 εκδίδει το βιβλίο του Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα με πραγματικό ήρωα τον γαμβρό του Παύλο Μελά, σύζυγο της αδελφής του Ναταλίας.
Το 1907-1908 ιδρύει στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, την «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως». Το 1914 διορίζεται πρέσβης στην Πετρούπολη και το 1915 εκλέγεται ανεξάρτητος βουλευτής στη Φλώρινα. Παρότι ως πρέσβης στη Ρωσία θα υποστηρίζει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, εν συνεχεία η λογική του διχασμού θα κυριαρχήσει. Το 1917, ένα βίαιο άρθρο κατά των Αγγλογάλλων και του Βενιζέλου θα τον οδηγήσει στην εξορία, στην Κορσική, μέχρι τον Μάιο του 1919 ενώ, τον Αύγουστο του 1920, θα δολοφονηθεί στην Αθήνα από φανατικούς βενιζελικούς μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι.
Ο στενός συνεργάτης του, Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης (1878-1945), το 1906, ως ανθυπολοχαγός του πεζικού, υπό το κάλυμμα του εμπορικού αντιπροσώπου, οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη την Οργάνωση Θεσσαλονίκηςγια την αντιμετώπιση της βουλγαρικής προπαγάνδας και εν συνεχεία, το 1908, δημιούργησε την Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως η οποία έως το 1912-13 έφθασε τα 500 μυημένα μέλη, ανάμεσά τους και οι 16 από τους 26 Έλληνες βουλευτές της οθωμανικής Βουλής του Δεκεμβρίου 1908. Όμως, το 1913, οι Νεότουρκοι έκλεισαν το όργανο του Πολιτικού Συνδέσμου Πολιτική Επιθεώρησις που είχε ιδρύσει μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη και ο ίδιος θα επιστρέψει στην Ελλάδα.
Ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, θεωρώντας πως ο ελληνισμός αδυνατούσε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τον σλαβικό εθνικισμό και την οθωμανική Αυτοκρατορία, συνήψαν, παραδόξως, μια συμμαχία με τους παλαιοελλαδίτες πολιτικούς, που δεν επιθυμούσαν την πραγματοποίηση έστω και εν μέρει της Μεγάλης Ιδέας η οποία θα υπονόμευε την πρωτοκαθεδρία τους σε μια «μικρή αλλά έντιμον» Ελλάδα.
Σε αντίθεση με τον Δραγούμη και τον Σουλιώτη-Νικολαΐδη, δύο διανοούμενοι αριστερής αποκλίσεως που έλκουν την καταγωγή τους από τον μικρασιατικό ελληνισμό, όπως ο Δημήτρης Γληνός (καταγόμενος από τη Σμύρνη) και ο Γεώργιος Σκληρός (από την Τραπεζούντα), στα κείμενά τους του 1909-1910, διακρίνουν με ενάργεια την πραγματική φύση των Νεοτούρκων και προβλέπουν, ενίοτε προφητικά, το μέλλον.
Ο Γεώργιος Σκληρός (1878-1919), ως φοιτητής στην Ιατρική Σχολή της Μόσχας, είχε συμμετάσχει ενεργά στη ρωσική επανάσταση του 1905· το 1907 στην Ιένα θα εκδώσει Το Κοινωνικό μας Ζήτημα και μέσα από το όργανο των δημοτικιστών Νουμάς,διεξήχθη η σημαντικότερη ίσως ιδεολογική συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στον δημοτικισμό και το κοινωνικό ζήτημα, με κύριους πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Σκληρό, τον Ίωνα Δραγούμη, τον Κώστα Χατζόπουλο, τον Αλέκο Δελμούζο, το Νίκο Γιαννιό, τον Φώτο Πολίτη, κ.ά. Και για πρώτη φορά θα τεθούν με ενάργεια τα ζητήματα της σχέσης ανάμεσα στον σοσιαλισμό, τον εθνισμό (και τον εθνικισμό) και τον δημοτικισμό. Ο Σκληρός θα συνταχθεί στη συνέχεια με τον Βενιζέλο αλλά θα πεθάνει νεότατος στην Αλεξάνδρεια.
Ο Σκληρός έγραφε το 1909, σχετικά με την επανάσταση των Νεοτούρκων (Το ζήτημα της Ανατολής), φράσεις μιας καταπληκτικής –σήμερα– επικαιρότητας! Ο Σκληρός θεωρεί ξεπερασμένη μια λογική ελληνο-οθωμανικής επικυριαρχίας στην Ανατολή, διότι εκτιμά την επανάσταση των Νεοτούρκων ως απαρχή γένεσης του νεότερου τουρκικού σωβινισμού που κάνει ανέφικτη στρατηγικά τη λογική της διπλής ηγεμονίας. «Και «προφητεύει» πως η αναγέννηση της τουρκικής ισχύος είναι αναπόφευκτη.
Ὁ ἀσθενὴς τῆς χτὲς, ὄχι μόνο θὰ λείψῃ πλέον, ἀλλὰ στὸν τόπο του θὰ μπῇ ἕνας νέος, γερὸς καὶ γεμᾶτος, παράγοντας ποὺ θὰ ὑπερτερῇ κατὰ πολὺ στὴ δύναμη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους παράγοντες τῆς Ανατολῆς. Ἑπομένως μόνον μιὰ γενικὴ ἕνωση ὅλων τῶν μὴ τουρκικῶν στοιχείων (Ἑλλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων, Ἀλβανῶν, Βλάχων κ.τ.λ.) σὲ ἕνα πολιτικὸ συνασπισμό, καὶ μιὰ ἀνάλογη πανβαλκανικὴ συμμαχία καὶ ἐπιμαχία τῶν κρατῶν τοῦ Αἵμου θὰ μπορέσῃ νὰ ισοφαρίσῃ τὶς δυνάμεις τοῦ μουσουλμανικοῦ τουρκικοῦ ὄγκου (Νουμᾶς, φύλλα 360, 362-364, Αθήνα 1909).
Ο Δημήτρης Γληνός (1882-1943) γεννήθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και τη Γερμανία. Το 1909 θα γράψει «την πρώτη μελέτη με τη μαρξιστική μέθοδο» για την Επανάσταση των Νεοτούρκων και τον Ελληνισμό. Το 1913 συντάσσει τις εισηγητικές εκθέσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ενώ το 1916 φυλακίζεται ως βενιζελικός· στη συνέχεια διορίζεται Πρόεδρος του «Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» από την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και Γ.Γ. του υπουργείου Παιδείας έως το 1920. Στη συνέχεια θα προσχωρήσει στην αριστερά και τον Οκτώβριο του 1942 θα γράψει το μανιφέστο του ΕΑΜ, Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ.
Ο Δημήτρης Γληνός, καταγόμενος και αυτός από τον αλύτρωτο ελληνισμό, με αφορμή και πάλι την επανάσταση των Νεοτούρκων, γράφει με καταπληκτική, σχεδόν προφητική, οξυδέρκεια το 1909:
Οἱ Τοῦρκοι ἀστοί, οἱ Νεότουρκοι καλούμενοι, ἐγένοντο κύριοι τῶν πραγμάτων… μίαν μόνον πατρίδα βλέπουσι τὴν Τουρκία, ἕν μόνον κράτος, τὸ τουρκικόν, ἓν μόνον έθνος, τὸ τουρκικόν… Ἡ κρατοῦσα λοιπὸν σήμερον ἐν Τουρκίᾳ τάξις θὰ καταπολεμήσῃ ἐπιμόνως, ἀμειλίκτως, λυσσωδῶς πᾶσαν ἀποκεντρωτικήν τάσιν. … τέλος δὲν θὰ διστάσουν νὰ βάλουν τὸ μαχαίρι εἰς τὸν λαιμὸν παντὸς ἀτόμου ἤ πόλεως ἤ χώρας, ἥτις θὰ θελήσῃ νὰ σώσει ἀνθισταμένη τὸ φρόνημά της καὶ τὸν ἐθνισμόν της… Ἂς σκεφθῇ τις, ὅτι ἡ τάξις αὕτη εἰς τὸ μέλλον θὰ γίνηται ὁλονὲν ἰσχυροτέρα καὶ φανατικωτέρα, ὅτι θὰ δημιουργήσῃ ἰσχυρότατον στρατὸν καὶ στόλον, ὅτι θὰ ἀναπτυχθῇ οἰκονομικῶς, ὅτι εὕρε καὶ θὰ βρῇ στὸ μέλλον ἀκόμη περισσότερους θαυμαστὰς καὶ ὑποστηρικτὰς ἐν Εὐρώπῃ, … ἂς ἀναλογισθῇ τέλος καὶ ὑπὸ οἵων παραδόσεων ἐμπνέεται ο τουρκικὸς λαὸς καὶ τότε θὰ ἐννοήσῃ τὰ μέλλοντα νὰ ἐπακολουθήσωσιν…
Οι αντιθέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους –ομοϊδεάτες στον κοινό αγώνα υπέρ του δημοτικισμού και λίγο πολύ συνομήλικους– Δημήτρη Γληνό και Γεώργιο Σκληρό, από τη μια, και τον Ίωνα Δραγούμη (μαζί με το alter ego του, τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη), από την άλλη ορίζουν και οριοθετούν με προδρομικό τρόπο θέσεις και αντιθέσεις που θα σφραγίσουν διαχρονικά την ελληνική πολιτική ζωή για τα επόμενα εβδομήντα χρόνια (έως τη δεκαετία του 1980).
Το Λαϊκό Κόμμα, οι ελλαδίτες πολιτικοί και η παραδοσιακή Δεξιά θα επιμένουν συστηματικά στην αντίθεση με τον «από Βορρά κίνδυνο», υποτιμώντας συστηματικά, το Κυπριακό ή τις διώξεις εναντίον του ελληνισμού της Πόλης και της Ίμβρου-Τενέδου, ενώ το φιλελεύθερο στρατόπεδο και η κεντροαριστερά, μέχρι και τον Ανδρέα Παπανδρέου, θα επιμένει κατ’ εξοχήν στην αντίθεση με τον εξ Ανατολών κίνδυνο, υποτιμώντας ενίοτε το Μακεδονικό και το Βορειοηπειρωτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου