Η λογοκρισία, συμπεριλαμβανομένης της αυτολογοκρισίας εκείνων των ατόμων των οποίων οι απόψεις, οι ηθικές ή πολιτικές επιφυλάξεις, οι αμφιβολίες ή η κριτική σκέψη τείνουν να υπερβούν τα όρια της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας, αλλά που ταυτόχρονα δεν επιθυμούν καθόλου να βρεθούν στο περιθώριο της κοινωνικής ή πολιτικής ζωής, συμβαδίζει με τον συστηματικό στιγματισμό κάθε άποψης ή γνώμης που για κάποιους λόγους ακούγεται ή ταξινομείται σαν “αιρετική”.

Σήμερα βεβαίως τείνει να ταξινομείται στις απαράδεκτες, άποψη που λίγο καιρό πριν, ακόμα και πριν δεκαετίες, αντιστοιχούσε σε γενικές γραμμές σε αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούσαν “κοινή λογική”. Η πιο συνήθης πρακτική για τον αποκλεισμό τέτοιων “αιρετικών” απόψεων που αποκλίνουν από την “πολιτική ορθότητα” δεν είναι βέβαια ο διάλογος, αλλά η αποσιώπηση ή “φολκλοροποίηση”. Άλλοτε με ύβρεις, άλλοτε με “επιχειρήματα” τόσο παράλογα και αντιφατικά που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τα συστηματοποιήσει ορθολογικά, έτσι ώστε να αντιπαρατεθεί μαζί τους βήμα προς βήμα.

Η συγκεκριμένη στρατηγική αφορά περισσότερο (αν κι όχι μόνο) όλους εκείνους που λίγο ή πολύ ταξινομούνται στην κατηγορία των ειδικών ή/και επιστημόνων. Είναι όσοι χαίρουν κάποιου σεβασμού για τις ακαδημαϊκές τους περγαμηνές και γνώσεις, που επικαλούνται το ορθολογικό κύρος των απόψεών τους και που ενδεχομένως θεωρούν πως έχουν συγκροτημένα επιχειρήματα για να στοιχειοθετήσουν έναν σοβαρό αντίλογο.

Σήμερα οι “αιρετικοί”, όσοι δηλαδή υπερβαίνουν τα όρια της “πολιτικής ορθότητας”, δεν εξορίζονται πια εκτός της γενέθλιας κοινωνίας τους, ούτε καίγονται επί της πυράς, ούτε εκτελούνται δημοσίως για παραδειγματισμό. Απλώς, καταδικάζονται στον κοινωνικό θάνατο και οι απόψεις τους στη σιωπή. Ο επιστήμονας, όπως ίσως και ο καλλιτέχνης, για να επιβιώσουν κοινωνικά και επαγγελματικά, οφείλουν να παπαγαλίζουν πειθήνια αυτό που οι “πολιτικώς ορθά” σκεπτόμενοι της εποχής τους, καθώς και η πολιτική εξουσία, περιμένουν από αυτούς.

Η νέα λογοκρισία

Γι’ αυτό, άλλωστε, οι πιο σώφρονες πανεπιστημιακοί, για να πουν ορθά κοφτά αυτό που σκέφτονται, περιμένουν συνήθως να πάρουν πρώτα την σύνταξή τους… Άλλωστε, η λογοκρισία δεν προέρχεται πια άμεσα από τους επίσημους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας, αλλά από τα διάφορα λόμπι, τις κλίκες, τις διαδικτυακές κοινότητες και τα αντίστοιχα δίκτυα.

Εκτός από τα επίσημα δημοσιογραφικά και τηλεοπτικά λόμπι, τεράστιες ιδιωτικές εταιρείες, όπως το facebook, το google, το twitter διαχειρίζονται τους μηχανισμούς της ανάδειξης ή αντίθετα της αποσιώπησης και της εξαφάνισης από το προσκήνιο, όχι μόνον ορισμένων ενοχλητικών απόψεων, αλλά και των ίδιων των προσώπων που τις εκφράζουν δημόσια. Έτσι, με τον φόβο της περιθωριοποίησης ή “φολκλοροποίησης”, η εκ των προτέρων αυτολογοκρισία πήρε τη θέση της εκ των υστέρων λογοκρισίας. Σ’ αυτές τις συνθήκες, πως θα μπορούσε άραγε να υπάρξει μια σοβαρή δημόσια συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα διχάζει την κοινωνία;

Η διαδικασία της αποσιώπησης είναι, ως προς την μακρόχρονη αποτελεσματικότητά της, πολύ πιο επιτυχημένη. Η πάταξη οποιασδήποτε μορφής αντίλογου μέσω διαδικασιών άμεσης βίας, τιμωρίας, η οποία εκδηλώνεται ως άμεσο “κυνήγι μαγισσών”, δημιουργεί μεν στο παρόν μεγαλύτερο τρόμο και φαινομενικά επιτυγχάνει μεγαλύτερη καταστολή, αλλά, όπως έχει φανεί ιστορικά, κάθε μορφή βίαιης απαγόρευσης θέτει τις βάσεις των εν δυνάμει αντιδράσεων, εξεγέρσεων, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και επαναστάσεων.

Όμως, η αποσιώπηση λειτουργεί λιγότερο εκρηκτικά, κάνει περισσότερο δουλειά βάθους θα λέγαμε και σίγουρα ως διαδικασία “έχει τον χρόνο με το μέρος της”. Παράλληλα, προκαλεί τον ναρκισσισμό του αποσιωπούμενου, ίσως και την παράσταση που έχει ο ίδιος για την αξία του εαυτού του και του έργου του. Στην εποχή της (αυτο)προβολής, των influencer, της κοινωνικής αναγνώρισης και της δημοφιλίας, το να καταδικάζεται κάποιος στην αφάνεια είναι σαν να “θανατώνεται” χωρίς βασανιστήρια, χωρίς πυρές και δήμιους. Δεν ακούγεσαι; Δεν φαίνεσαι; Άρα δεν υπάρχεις!

Ο φόβος έναντι της πολιτικής ορθότητας