Του Γεωργίου Παπασίμου *
Η πρόσφατη τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επέφερε, ανάμεσα σε άλλα σημαντικά σημεία, αλλαγές στη διαδικασία των πλειστηριασμών ακινήτων, ένα ζήτημα που αφορά χιλιάδες οφειλέτες, που κινδυνεύουν άμεσα με πλειστηριασμό των ακινήτων τους. Βασικός σκοπός των αλλαγών είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας στο βωμό της περαιτέρω αποψίλωσης των στοιχειωδών δικαιωμάτων των οφειλετών και της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των funds, που βιάζονται για την απόδοση των «επενδύσεων» τους.
Η θεσπισθείσα τροποποίηση αφορά τη δημιουργία μιας εξ ολοκλήρου αυτόματης, ηλεκτρονικής, διαδικασίας σε περίπτωση που υπάρξουν άγονοι πλειστηριασμοί. Συγκεκριμένα, μετά από δύο ανεπιτυχείς πλειστηριασμούς, η αξία του ακινήτου μειώνεται αυτόματα κατά 20%. Αν, δε, ακολουθήσει και άλλος άκαρπος πλειστηριασμός, τότε η τιμή μειώνεται συνολικά κατά 35% και το ακίνητο πλειστηριάζεται στο 65% της αξίας του.
Με βάση το προηγούμενο πλαίσιο, η μείωση της τιμής του ακινήτου, μπορούσε να λάβει χώρα μόνο κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Με τον τρόπο αυτό, ο δικαστής λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα και τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμιζαν οι δύο πλευρές, μπορούσε να κρίνει αν η ορισθείσα τιμή για το ακίνητο ήταν αντίστοιχη της εμπορικής του αξίας ή χρειαζόταν προσαρμογή αυτής.
Με το νέο σύστημα όμως, η εξέταση των παραμέτρων αυτών παρακάμπτεται και με στόχο τη ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση του πλειστηριασμού, η δε τιμή μπορεί να φτάσει αυτοματοποιημένα στο 65% της αρχικής τιμής του πλειστηριασμού.
Πρόκειται για ιδιαίτερα επικίνδυνη και αντικοινωνική ρύθμιση, καθώς οι επίδοξοι αγοραστές αποκτούν σαφές κίνητρο να αφήνουν να περάσουν άκαρποι οι πρώτοι πλειστηριασμοί, αναμένοντας την αυτόματη μείωση της αξίας στο 65% στον τέταρτο πλειστηριασμό, ώστε να προχωρήσουν στην αγορά του ακινήτου σε σημαντικά χαμηλότερη τιμή από την αξία του. Ως αποτέλεσμα, ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που πλειστηριάζεται χάνει την ευκαιρία να πωληθεί αυτό στο μεγαλύτερο δυνατό τίμημα ώστε να αποπληρώσει τις οφειλές του στο μεγαλύτερο βαθμό ή και να λάβει τυχόν υπόλοιπο που θα απέμενε μετά την πλήρη εξόφληση.