Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕ μια γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμη, μολονότι έχουμε εξαπολύσει όλα τα θεριά, για να τη φάνε. Έφαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά απομένει μαγιά. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δε μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι. Δεν είναι καινούργια τα σημεία που δείχνουν ότι, αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, θα αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ, ''Η γλώσσα στην ποίησή μας'', 1964
Την επέτειο των πενήντα χρόνων από τον θάνατο του μέγιστου Γιώργου Σεφέρη βρήκε ο γνωστός τενόρος του εθνομηδενισμού και χαρτογιακάς του διπλωματικού βαθέος κράτους των Αθηνών επί τριακονταετία, καθηγητής Παναγιώτης Ιωακειμίδης, για να δημοσιεύσει στο Βήμαάρθρο με το οποίο επιχειρεί να μας πει πως, ναι, μεγάλος ποιητής ο Σεφέρης αλλά σαν διπλωμάτης αποτυχημένος, συναισθηματικός και μάλλον… εθνολαϊκιστής. Θα ήταν κωμική η απόπειρα (δεν είναι η πρώτη, είχε προηγηθεί ο Αγγ. Βλάχος, που αμφισβητούσε την ελληνικότητα των Κυπρίων και ονόμαζε τρομοκράτες τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ), αν ο περί ου ο λόγος δεν εκμεταλλευόταν απλώς την άγνοια των συγχρόνων για τον διπλωμάτη που ήταν πάντοτε αντίμαχος της πατριδοκαπηλίας και της διπλωματίας των τριόδων αλλά συνεπής υποστηρικτής μιας εθνικής στρατηγικής και τόσο διορατικός που προέβλεψε, πριν την ανεξαρτησία ακόμη, την τραγική εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος. «Φέραμε τους Τούρκους πίσω στην Κύπρο» σημείωνε, απελπισμένος από την πορεία προς την Ζυρίχη. Γι’ αυτό και αποκλείστηκε από τις τελικές συνομιλίες.
Γυρνώντας από την δουλειά άκουσα στο Γ΄ Πρόγραμμα στην εκπομπή του Βασιλόπουλου τον μονόλογο του Γιώργου Γιαννουλόπουλου. Ο δημοσιογράφος δεν θεώρησε αναγκαίο να φιλοξενήσει τις αντίθετες απόψεις έγκυρων στοχαστών όπως ο Καγιαλής, ο Βαγενάς, ο Πιερής. Θα λέγαμε ότι το Γ’ Πρόγραμμα πήρε την σκυτάλη από άλλα μέσα που αναπαράγουν τις ίδιες ιδεοληψίες του εθνοαποδομισμού. Για παράδειγμα ο Γ. Γιαννουλόπουλος επανέλαβε ότι οι Σουλιώτες ήταν Αλβανοί και έγιναν Έλληνες κατά την επανάσταση. Βεβαίως δεν λαμβάνουν υπόψη ότι ο Μάρκος Μπότσαρης έφτιαξε ελληνο-αρβανίτικο λεξιλόγιο που κατά τον Τίτο Γιοχάλα μαρτυρά ότι η ελληνική γλώσσα είναι η μητρική του γλώσσα γιατί ακολουθεί την συντακτική της δομή, ούτε ότι οι Σέχος-Μπότσαρης-Τζαβέλλας απηύθυναν έκκληση για ελληνοαρβανιτική ένωση για ενότητα γιατί έχουν το ίδιο αίμα και όλοι κατάγονται από την γενιά του Αλέξανδρου, του Πύρρου, του Σκεντέρμπεη.
Στο έργο «Ο Μοντερνισμός και οι Δοκιμές του Σεφέρη» (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011), ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, αφού διαγράψει μια εκτενή διαδρομή στον μοντερνισμό με εύστοχες κατά κανόνα αναφορές όχι μόνο στον Έλιοτ και στο Ε.Πάουντ αλλά και στον Νίτσε και στον Κώστα Παπαϊωάννου, ασχολείται μόνο στο τέταρτο μέρος με το δοκιμιακό έργο του Σεφέρη. Μα ούτε με το σύνολο αυτού, αλλά με ένα μικρότερο μέρος, που σύμφωνα με την ερμηνεία τον Γ. Γιαννουλόπουλο, θεμελιώνει το συμπέρασμα του Γ. Σεφέρη για την διαχρονική πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού (όπως η διάλεξη του για τον Κ. Παλαμά). Βεβαίως αν ο μοναδικός ή κύριος στόχος του είναι να αποδείξει το ανυπόστατο ενός τέτοιου συμπεράσματος ή τις βλαβερές πολιτικές συνέπειες που αυτό προκαλεί, θα έπρεπε να επεκτείνει την κριτική του διάθεση κατά του Κ. Δημαρά, του Ν. Σβορώνου, του Γ. Θεοτοκά που σε ανάλογα συμπεράσματα με τον Σεφέρη κατέληξαν, ακόμη και κατά του Δ. Χατζή που είδε την αποκρυστάλλωση του νέου ελληνισμού, το διάστημα μετά το 1204, δηλαδή αρκετούς αιώνες νωρίτερα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, χάρις την συνδρομή της γλώσσας, της ορθοδοξίας και των κοινοτήτων. Βεβαίως δεν θα έπρεπε να εξαιρέσει ούτε τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο που με την φωνή του Θ. Βέγγου μιλά σπαρακτικά, με σεφερικό τρόπο για την ιστορία χιλιάδων χρόνων του ελληνισμού («Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε…. Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο…»).