Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Νίκος Κρανιδιώτης: μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία για το Κυπριακό

Το δίτομο έργο του Νίκου Κρανιδιώτη, Ανοχύρωτη πολιτεία: Κύπρος 1960-1974, αποτελεί πολύτιμη πηγή για τον ιστορικό, αλλά και για κάθε αναγνώστη.

του Σπύρου Κουτρούλη

Ο Νίκος Κρανιδιώτης, σημαντικός φιλόλογος, εκδότης του περιοδικού Κυπριακά Γράμματα μέχρι να το κλείσει η αγγλική αποικιοκρατία, φίλος των Γ. Σεφέρη και Ρ. Ρούφου και στενότατος συνεργάτης του αρχιεπισκόπου Μακάριου, υπήρξε ο πρώτος πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στη χώρα μας. Το δίτομο έργο του, Ανοχύρωτη πολιτεία, Κύπρος 1960-1974 (εκδόσεις «Εστία») αποτελεί πολύτιμη πηγή για τον ιστορικό, αλλά και για τον κάθε αναγνώστη. Και είναι εντυπωσιακό ότι ο ελληνισμός της Κύπρου διχάστηκε, παρότι σύμπας θεωρούσε ότι αποτελούσε μέρος του ελληνικού έθνους και όλοι συμφωνούσαν ότι στρατηγικός τους στόχος ήταν η Αυτοδιάθεση-Ένωση.


Στις 25 Νοεμβρίου 1967 ο ΥΠΕΞ της δικτατορίας, Π. Πιπινέλης, όταν κάλεσε τον Κρανιδιώτη για να του ανακοινώσει την απόφαση να αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός από την Κύπρο, αυτός του απάντησε: «…ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έπρεπε να ενδώσει στην τουρκική αξίωση και να απογυμνώσει την Κύπρο από την άμυνά της. Η Ελληνική Μεραρχία πρέπει να παραμείνει σαν μια εγγύηση για την ασφάλεια του Νησιού. Η απομάκρυνσή της θα ισοδυναμούσε με πράξη προδοσίας» (Ανοχύρωτη Πολιτεία, α΄ τόμος, σ. 470). Ωστόσο ο Γ. Παπαδόπουλος σε συνέντευξη στην τουρκική εφημερίδα Μιλλιέτ στις 29 Μαΐου 1971, αναφέρει πως «αν ημείς οι μεγάλοι δεν είμεθα διατεθειμένοι να προστρέξωμεν εις τα όπλα και να πολεμήσωμεν, δια χάριν των, τότε και αυτοί θα προσεπάθουν να επιλύσουν ειρηνικώς τας διαφοράς των» (σ. 85), δηλαδή παρείχε την διαβεβαίωση πως ότι και αν γινόταν στην Κύπρο δεν θα ήταν αιτία ελληνοτουρκικού πολέμου. Στην ίδια συνέντευξη ο δικτάτορας προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, αναιρώντας τα αποτελέσματα της επανάστασης του 1821, λέει: «Εγώ προσωπικώς πιστεύω ότι αι εξελίξεις οδηγούν προς μιαν Ομοσπονδίαν Τουρκίας και Ελλάδος. Τούτο ίσως πραγματοποιηθή μετά 20 ή 50 έτη. Όμως θα πραγματοποιηθή» (σελ. 87).
Στο βιβλίο μου Εθνισμός και κοινοτισμός υποστήριξα μεταξύ άλλων ότι η πολιτική των δύο ελληνικών κρατών του αρχ. Μακαρίου συνεχίζει τις σκέψεις του Ίωνα Δραγούμη. Γράφει ο Νίκος Κρανιδιώτης: «Η γραμμή Μακαρίου συμφωνούσε, στο σημείο αυτό, με την άποψη που είχε διατυπώσει το 1916 ο Έλληνας οραματιστής και ιδεολόγος Ίων Δραγούμης: “Η πολιτική αποκατάστασις της φυλής”, έγραφε στους Πολιτικούς Στοχασμούς του, «ημπορεί να γίνη υπό μορφήν ενός ή περισσοτέρων κρατών. Η σύστασις περισσοτέρων του ενός Ελληνικών κρατών ημπορεί να χρησιμεύση ως ενδιάμεσος σταθμός, διά να φθάση μίαν ημέραν η Φυλή εις το ένα της και μέγα κράτος» (Ανοχύρωτη Πολιτεία, β΄ τόμος, σσ. 157, 158).


Υπήρξαν διάφορες εκδοχές του σχεδίου Άτσεσον. Στην αρχή εζητείτο ως αντάλλαγμα για την Ένωση της Κύπρου η παραχώρηση από την Ελλάδα μέρους της Δυτικής Θράκης, στη συνέχεια προτάθηκε η Ρόδος ή το Καστελλόριζο. Τελικά επέμεναν στην παραχώρηση μέρους του κυπριακού εδάφους, περίπου του 4,5%, ως στρατιωτικής βάσης της Τουρκίας στην περιοχή της Καρπασίας, καθώς και στην ευρύτατη αυτονόμηση τουρκοκυπριακών δήμων. Πρακτικά, η Τουρκία θα δημιουργούσε ένα στρατιωτικό προγεφύρωμα με το οποίο θα εκβίαζε την ελληνική πλευρά. Ο Γ. Γρίβας ήταν αντίθετος στην τουρκική βάση και συνεπώς αντίθετος και στο σχέδιο Άτσεσον. Ο Γλαύκος Κληρίδης αναφέρει: «Υπέβαλον εις το Στρατηγόν ερώτημα σχετικώς προς το θέμα της παραχωρήσεως βάσεως εις την Τουρκίαν, ως ανταλλάγματος διά την Ένωσιν. Κατά την συζήτησιν ο Στρατηγός συνεφώνησε ότι η παραχώρησις βάσεως εις την Τουρκίαν –είτε κατά κυριαρχίαν είτε επί μισθώσει– θα εσήμαινε διχοτόμησιν της Νήσου» (ό.π. σελ. 24, 25). Άλλωστε και ο Π. Γαρουφαλιάς, όταν επέστρεψε από την Κύπρο είπε στον Γ. Παπανδρέου ότι το σχέδιο Άτσεσον δεν το αποδέχονται «ούτε ο Μακάριος, ούτε ο Γρίβας» (ό.π., α΄ τόμος, σ. 238).

Τρίτη 5 Απριλίου 2022

Από τον Ευρατλαντισμό στην Ευρασία: Η αναίρεση των ιδεολογημάτων του Αμερικανισμού από τον Παναγιώτη Κονδύλη

 2 Ιουνίου 2020
του Σ. Κουτρούλη από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007

«Όποιος δεν θέλει να είναι το φερέφωνο του ισχυρού δεν πρέπει και να αποδέχεται την εικόνα που προβάλλει και επιβάλει ο ισχυρός για τον εαυτό του»1
Π. Κονδύλης

Ανάμεσα στις κατά καιρούς συνηγορίες του αμερικανισμού, ξεχώρισαν το τελευταίο διάστημα το κείμενο του υπεύθυνου του ΕΛΙΑΜΕΠ καθηγητή Θ. Κουλουμπή, για το δόγμα του «ευρωαντλαντισμού» (που δημοσίευσε η εφημερίδα «Καθημερινή»), δηλαδή την αποκλειστική συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ.

Το ζήτημα της αντίστασης ή της υποταγής στον αμερικανισμό φαίνεται ότι έχει διχάσει την ελληνική πολιτική κοινωνία. Υπερασπιστές των ΗΠΑ εμφανίζονται από τον συντηρητικό χώρο έως την εκσυγχρονιστική αριστερά καθώς και την άκρα αριστερά. Παρόμοια και οι επικριτές της αμερικάνικης πολιτικής, εμφανίζονται σε όλο το πολιτικό κοινωνικό φάσμα (από την ορθόδοξη εκκλησία ως την επαναστατική αριστερά).
Οι απολογητές του αμερικανισμού, προβάλλουν την στρατηγική συνεργασία ΗΠΑ – Ελλάδος ως μοναδική επιλογή για το νεοελληνικό κράτος, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είναι και μέρος των Βαλκανίων και κατά συνέπεια μπορεί να αναπτύσσει αμοιβαία επωφελείς σχέσεις τόσο με τις βαλκανικές χώρες όσο και με την Ρωσία. Η αμερικάνικη ισχύς δεν είναι ακατανίκητη οδεύουμε πλέον σε ένα πολυπολικό κόσμο όπου μικρές χώρες σαν την Ελλάδα θα έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να ελιχθούν.

Τα ηθικά επιχειρήματα συνεργασίας με τις ΗΠΑ δεν έχουν καμία βαρύτητα. Το νεοελληνικό κράτος και λιγότερο η ηπειρωτική Ευρώπη κατεχόταν επί αρκετές δεκαετίες από τον στρατό της Μεγ. Βρετανίας και των ΗΠΑ. Η κληρονομιά της κατοχής και της υποτέλειας υπήρξε πολύ δυσάρεστη για τον νεοελληνισμό. Πέραν του ότι δηλητηρίασε την πολιτική ζωή κατασκεύασε μια πολιτική και οικονομική τάξη που οφείλει την ύπαρξη της, στην αμερικάνικη υποτέλεια.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Ζαν Κλώντ Μισεά: Τζόρτζ Όργουελ- ένας συντηρητικός αναρχικός-Σχετικά με το 1984 : η αριστερά, ο αριστερισμός, ο Μάης του 68 ως δύναμη προώθησης του πιο χυδαίου καπιταλισμού

Του Σπύρου Κουτρούλη

Ο Ζ.Κ.Μισεά μας αποδεικνύει τους λόγους που η διάκριση ανάμεσα σε αριστερά δεξιά δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει την σημερινή πραγματικότητα.Με αφετηρία την λογοτεχνική απόδοση του ολοκληρωτισμού στο έργο του Τ.Όργουελ προσεγγίζει όχι μόνο το «1984» αλλά και την πολιτική του πορεία και τις εξαιρετικές διδακτικές εμπειρίες που έλαβε στον Ισπανικό εμφύλιο.Συμπληρωματικά ο Μισεά χρησιμοποιεί το έργο του Κ.Λας και του Ντάνιελ Μπέλ ώστε να προσεγγίσει την σύγχρονη μαζική δημοκρατία.

Αν γνώριζε το έργο του Π.Κονδύλη «Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ ΣΤΗ ΜΑΖΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» είναι βέβαιο ότι η ανάλυση του θα ήταν πληρέστερη, αν και οι αναλογίες που δείχνει ότι υπάρχουν κατά την επισήμανση του ρόλου που έπαιξαν στην διαμόρφωση του πιο χυδαίου καπιταλισμού οι ριζοσπαστικές πρωτοπορίες είναι ευδιάκριτες.

Γράφει ο Μισεά » Από το τέλος του Β’ Π.Π. δεν έχει υπάρξει ούτε ένας τομέας στον οποίον να προχώρησε περαιτέρω η καπιταλιστική οργάνωση της ζωής, δίχως την πρότερη ιδεολογική νομιμοποίηση από την πλευρά της Αριστεράς. Με άλλα λόγια, όσο παράξενο κι αν φαίνεται σε μερικούς, τα πράγματα εξελίσσονται σαν ο καπιταλισμός να είχε κατ’ ουσίαν εμπιστευτεί στα διάφορα ρεύματα της Αριστεράς – από την πιο εκσυγχρονιστική σοσιαλδημοκρατία ως τους «ορθόδοξους» αριστεριστές- την ιδεολογική νομιμοποίηση της υποταγής των ανθρώπων στις επιταγές της παγκόσμιας αγοράς. Η μπαρόκ και φασαριόζικη σύνθεση αυτών των φαινομενικά ασυμφιλίωτων ρευμάτων πραγματοποιείται σε καθημερινή βάση υπό τη σκέπη της λεγόμενης «φιλελεύθερης – ελευθεριακής» κοσμοαντίληψης.

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Η ατεκμηρίωτη κριτική του Γ. Γιαννουλόπουλου στον Σεφέρη και στον Μακρυγιάννη

Του Σπύρου Κουτρούλη

Γυρνώντας από την δουλειά άκουσα στο Γ΄ Πρόγραμμα στην εκπομπή του Βασιλόπουλου τον μονόλογο του Γιώργου Γιαννουλόπουλου. Ο δημοσιογράφος δεν θεώρησε αναγκαίο να φιλοξενήσει τις αντίθετες απόψεις έγκυρων στοχαστών όπως ο Καγιαλής, ο Βαγενάς, ο Πιερής. Θα λέγαμε ότι το Γ’ Πρόγραμμα πήρε την σκυτάλη από άλλα μέσα που αναπαράγουν τις ίδιες ιδεοληψίες του εθνοαποδομισμού. Για παράδειγμα ο Γ. Γιαννουλόπουλος επανέλαβε ότι οι Σουλιώτες ήταν Αλβανοί και έγιναν Έλληνες κατά την επανάσταση. Βεβαίως δεν λαμβάνουν υπόψη ότι ο Μάρκος Μπότσαρης έφτιαξε ελληνο-αρβανίτικο λεξιλόγιο που κατά τον Τίτο Γιοχάλα μαρτυρά ότι η ελληνική γλώσσα είναι η μητρική του γλώσσα γιατί ακολουθεί την συντακτική της δομή, ούτε ότι οι Σέχος-Μπότσαρης-Τζαβέλλας απηύθυναν έκκληση για ελληνοαρβανιτική ένωση για ενότητα γιατί έχουν το ίδιο αίμα και όλοι κατάγονται από την γενιά του Αλέξανδρου, του Πύρρου, του Σκεντέρμπεη.

Στο έργο «Ο Μοντερνισμός και οι Δοκιμές του Σεφέρη» (εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011), ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, αφού διαγράψει μια εκτενή διαδρομή στον μοντερνισμό με εύστοχες κατά κανόνα αναφορές όχι μόνο στον Έλιοτ και στο Ε.Πάουντ αλλά και στον Νίτσε και στον Κώστα Παπαϊωάννου, ασχολείται μόνο στο τέταρτο μέρος με το δοκιμιακό έργο του Σεφέρη. Μα ούτε με το σύνολο αυτού, αλλά με ένα μικρότερο μέρος, που σύμφωνα με την ερμηνεία τον Γ. Γιαννουλόπουλο, θεμελιώνει το συμπέρασμα του Γ. Σεφέρη για την διαχρονική πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού (όπως η διάλεξη του για τον Κ. Παλαμά). Βεβαίως αν ο μοναδικός ή κύριος στόχος του είναι να αποδείξει το ανυπόστατο ενός τέτοιου συμπεράσματος ή τις βλαβερές πολιτικές συνέπειες που αυτό προκαλεί, θα έπρεπε να επεκτείνει την κριτική του διάθεση κατά του Κ. Δημαρά, του Ν. Σβορώνου, του Γ. Θεοτοκά που σε ανάλογα συμπεράσματα με τον Σεφέρη κατέληξαν, ακόμη και κατά του Δ. Χατζή που είδε την αποκρυστάλλωση του νέου ελληνισμού, το διάστημα μετά το 1204, δηλαδή αρκετούς αιώνες νωρίτερα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, χάρις την συνδρομή της γλώσσας, της ορθοδοξίας και των κοινοτήτων. Βεβαίως δεν θα έπρεπε να εξαιρέσει ούτε τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο που με την φωνή του Θ. Βέγγου μιλά σπαρακτικά, με σεφερικό τρόπο για την ιστορία χιλιάδων χρόνων του ελληνισμού («Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα λαός. Κάναμε τον κύκλο μας, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε…. Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο…»).

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Η μακρά πορεία του ελληνισμού μέσα στο χρόνο: πραγματικότητα ή επινόηση;

0
117

Ο ελληνισμός είναι συνομήλικος με την ελληνική γλώσσα. Ό,τι έχει γραφεί στην γλώσσα αυτή, είναι το ζωντανό αλλά όχι και το μοναδικό τεκμήριο της ύπαρξής του.  Συνεπώς  στο χρονικό  εύρος αυτής της γλώσσας,  δηλαδή στην διάσταση περίπου τριών χιλιάδων χρόνων ξετυλίγει την ιστορική του πορεία ως σύνολο που έχει συνείδηση της ενότητάς του.

Ο Ρ. Μπήτον σε μια πρόσφατη συνέντευξη στο περιοδικό «Φρέαρ» (Περ. «Φρέαρ», Ιούλιος 2020, τεύχος 27-28, σελ. 21) διαπιστώνει το στοιχείο της ελληνικής συνειδητοποίησης  να αναδεικνύεται κατά τους Περσικούς πολέμους, δηλαδή την  πρώτη οργανωμένη συλλογική προσπάθεια του ελληνισμού να αντισταθεί σε ένα πολλαπλάσιο εχθρό που εισβάλλει από την ανατολή. Στα ίδια συμπεράσματα δεν κατέληξαν μόνο οι παλαιότεροι ιστορικοί μας ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Σ. Ζαμπέλιος, αλλά και οι νεότεροι ο Κ. Δημαράς, ο Ν. Σβορώνος και ο Γ. Δερτιλής. Σε αυτή την συζήτηση η συνεισφορά της γενιάς του ’30  είναι πολύτιμη: επέτυχε με το έργο της τον συγκερασμό παράδοσης και νεοτερικότητας, οικουμενισμού και ελληνισμού, η υιοθέτηση της φόρμας του μοντερνισμού και η ανανέωση της ποίησης  συνδυάστηκε με την ανακάλυψη των σημασιών που έχουν ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, η λαϊκή παράδοση αλλά και η εκκλησιαστική λειτουργία ως διάσωση του ύφους της αρχαίας τραγωδίας.

Απέναντι σε αυτή την σχολή σκέψης διαμορφώθηκε, κυρίως μετά την άνοδο της παγκοσμιοποίησης και τις προσδοκίες που αυτή έφερε για την κατάργηση των εθνικών κρατών, μια αντίθετη σχολή σκέψης που θεωρεί τον ελληνισμό ως κατασκευή του ελληνικού κράτους και των ιστορικών του. Το συμπέρασμα αυτό όχι μόνο περιφρονεί την ιστορική πραγματικότητα αλλά παρερμηνεύει πολλούς νεότερους ιστορικούς  που κάποιοι όπως ο Ε. Γκέλλνερ παραδέχονται ότι το ελληνικό έθνος προϋπήρξε της επανάστασης του 1821. Συνεπώς δεν είναι το ελληνικό έθνος πρόσφατη κατασκευή, αλλά οι θεωρίες που ερμηνεύουν αυτό ως πρόσφατη κατασκευή.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Η προφητεία του Παναγιώτη Κονδύλη

default

Από την Ντόιτσε Βέλε

Οι Γερμανοί θυμούνται πάντα και μελετούν ακόμα το έργο του στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη που έφυγε πρόωρα το 1998. Το ελληνικό πανεπιστήμιο τον είχε απορρίψει, στη συνέχεια απέρριψε ο ίδιος το ελληνικό πανεπιστήμιο και την πανεπιστημιακή καριέρα συνολικά. Διέθετε σπάνιο συνδυαστικό ταλέντο που του επέτρεψε να γράψει σημαντικές φιλοσοφικές συνθέσεις για το διαφωτισμό ή την παρακμή του αστικού πολιτισμού. Οι Γερμανοί εξακολουθούν να αναφέρονται σ’ αυτόν. Το 2007 για παράδειγμα εκδόθηκε ένας συλλογικός τόμος με τίτλο «Διαφωτιστής χωρίς αποστολή» με μελέτες για τη σκέψη του, τώρα μόλις στον Κονδύλη είναι αφιερωμένο το τελευταίο τεύχος του Γερμανικού Περιοδικού Φιλοσοφίας που κυκλοφορεί ανά δίμηνο στο Βερολίνο.

Πτώση στα κατώτερα σκαλιά

Ανάμεσα στα διάφορα κείμενα για την κοινωνική φιλοσοφία του Κονδύλη, στο περιοδικό δημοσιεύεται μεταφρασμένη στα γερμανικά μια εκτενής συνέντευξη που είχε δώσει ο Έλλην φιλόσοφος στον Σπύρο Κουτρούλη εκείνη τη μοιραία χρονιά του 1998 και είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Νέα Κοινωνιολογία». Υπάρχει εκεί ένα σημείο που μοιάζει προφητικό από τη σημερινή σκοπιά, ένα σημείο για το ελληνικό πρόβλημα, το οποίο αμέσως εντόπισε ο κριτικός της Süddeutsche Zeitung του Μονάχου και το μεταφέρει ασχολίαστο στους αναγνώστες της μεγάλης αυτής γερμανικής εφημερίδας. Ας το διαβάσουμε κι εμείς, ασχολίαστο: «Αν ο Ελληνισμός θέλει να επιβιώσει ως διακεκριμένη ταυτότητα, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να παράγει όσα τρώει. Δεν εννοώ διόλου κάποιαν οικονομική αυτάρκεια με την παλιά έννοια, αλλά την απαλλαγή από την πολιτική και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Του Σπύρου Κουτρούλη

Είναι ο ελληνικός λαός αποκλειστικά και έντονα συναισθηματικός; Η προτεραιότητα του συναισθηματικού κόσμου διαγράφει τη σημασία της ορθολογικότητας; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα απαντά το βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου.
Βεβαίως στις τελευταίες δεκαετίες οι συζητήσεις για τη σημασία του ορθολογισμού και του συναισθήματος υπήρξαν εκτεταμένες και έντονες, αφού ο ορθολογισμός συνδυάστηκε με τον εκσυγχρονισμό, ενώ το συναίσθημα με την παράδοση ή τον ρομαντισμό. Συνεπώς ο ορθολογισμός δεν ερμηνεύεται ως γνωστική διαδικασία, ούτε ως συνεπής εφαρμογή της τυπικής λογικής. Αλλά ούτε πρόκειται και για ορθολογισμό των αξιών. Πρόκειται για τον ορθολογισμό που επιλέγει, σύμφωνα με τον Μ. Βέμπερ, τα πιο πρόσφορα μέσα για να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή για έναν ορθολογισμό που έχει δεχθεί κριτική από πολλές πλευρές (όπως από τη Σχολή της Φρανκφούρτης) και έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «εργαλειακός».
Η εμπειρική πραγματικότητα συνδυάζει τον λόγο με το συναίσθημα, με «λογισμό και όνειρο» όπως έλεγε ο Δ. Σολωμός. Ίσως σε διαφορετική αναλογία, αλλά είναι ανέφικτο να αναζητούμε ένα πρόσωπο που θα είναι αποκλειστικά συναισθηματικό ή αποκλειστικά λογικό. Η συναισθηματική επένδυση δίνει φτερά σε κάθε επιδίωξη, αλλά η αποκλειστική θεμελίωση σε αυτή δεν επιτρέπει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα και να χρησιμοποιήσουμε τα αναγκαία μέσα για επιτύχουμε τον επιθυμητό στόχο.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Αναρχικοί για την πατρίδα

του Σπύρου Κουτρούλη

Στο παρελθόν υπήρξαν αναρχικοί, και ριζοσπάστες γενικότερα, που θεώρησαν ότι, ο αγώνας για την απελευθέρωση ενός καταπιεζόμενου έθνους, όχι μόνο δεν αντιφάσκει με τις αρχές τους, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.

O  Σταύρος Καλλέργης ένας από τους πρώτους Έλληνες σοσιαλιστές επαναστάτες, με ενεργό δράση στο εργατικό κίνημα, εκδότης περιοδικών όπως ο Σοσιαλιστής και Οδηγός παντός ανθρώπου (όπου δημοσίευσε και κείμενα του Μπακούνιν), οργανωτής του πρώτου εορτασμού της Πρωτομαγιάς, εγκαταλείπει το 1898 την Αθήνα και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη. Εκεί θα συμμετάσχει στην επανάσταση κατά των Τούρκων και θα εκλεγεί μάλιστα αντιπρόσωπος του επαναστατημένου έθνους. Όπως γράφει στο αυτοβιογραφικό του κείμενο με τον τίτλο, «Επιστολή προς τους Έλληνας Σοσιαλιστάς»: Μετά την έκρηξιν της Κρητικής Επαναστάσεως επανήλθον εν Κρήτη. Έφθασα εις το Χουμέρι Μυλοποτάμου και εξελέγην αντιπρόσωπος εις την κρητικήν επαναστατικήν συνέλευσιν. Εκεί διοργανώσαμεν μετά τινών ιταλών σοσιαλιστών, ελθόντων εις βοήθειάν μας, μιαν σοσιαλιστικήν ομάδα.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Μνήμη Ν.Γ.Πεντζίκη: Ο Ηλίας Πετρόπουλος για τον Ν.Γ.Πεντζίκη


Από Σπύρος Κουτρούλης


Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει: 
«δεν χρησιμοποιώ γιαυτήν την σχέση την λέξη φιλία. Η σχέση μου με τον Πεντζίκη υπήρξε σαφώς ιεραρχική. Δηλαδή, ο Πεντζίκης ήτανε στρατηγός κι εγώ φαντάρος. Δηλαδή, ο Πεντζίκης ήτανε δάσκαλος κι εγώ μαθητούδι. Όταν πρωτογνώρισα τον Πεντζίκη ήμουνα είκοσι χρονώ κι αυτός είχε πατήσει τα σαράντα. Το 1959 αφιέρωσα ένα κείμενο μου στον δάσκαλο Ν.Γ.Πεντζίκη. Και μες στο βιβλίο μου Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης πάλι τον αποκαλώ διδάσκαλο. Αργότερα, όταν λογοτεχνικώς ανδρώθηκα, διάφοροι καλοθελητάδες με συμβούλευαν να μην αποκαλώ τον Πεντζίκη δάσκαλο, γιατί αυτό αντίκειται στο συμφέρον μου κτλ.κτλ. Τώρα, λοιπόν , δηλώνω και διαβεβαιώνω ότι, ο Πεντζίκης όντως υπήρξε δάσκαλός μου και είναι μεγάλη μου τιμή που αξιώθηκα νάμαι ταπεινός του μαθητής. Και πρέπει να προσθέσω ότι, ως το τέλος της μαθητείας μου εμίλαγα με τον Πετζίκη στον πληθυντικό, γιατί ήξερα πολύ καλά πως αυτός έδινε κι εγώ έπαιρνα. Αυτό το λέω για να τ’ ακούσουν τα σημερινά αναιδέστατα κωλόπαιδα, που αγνοούν την αυστηρή εσωτερική ιεραρχία της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής κάστας» . 

Αυτό όμως που απεκόμισε ο ίδιος από τον Πεντζίκη ήταν η όρασή του, η εικαστική του αντίληψη περί πραγμάτων, ο τρόπος που κοίταζε και έβλεπε.

 «Ο Πεντζίκης μου έμαθε να έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Ο Πεντζίκης μου έδειξε πώς να χρησιμοποιώ τα μάτια μου. Περαιτέρω, από τον Πεντζίκη συνήθισα να βλέπω λοξά, διαγωνίως , παρανοϊκά, αξονομετρικά, ανορθόδοξα. Ο Πεντζίκης δεν είναι παντογνώστης. Και τα κενά της παιδείας του και των ενδιαφερόντων του είναι απροσδόκητα. Ωστόσο, από τον Πεντζίκη εγνώρισα την Θεσσαλονίκη πέτρα την πέτρα. Κι όταν ήρθε ο καιρός να γνωρίσω (ένεκα άλλων στόχων) την Αθήνα και τον Πειραιά, την Καβάλα και το Παρίσι, είχα ήδη αρκετή πείρα. Την βυζαντινή τέχνη, επίσης, κοντά στον Πεντζίκη την εσπούδασα. Γιατί, ο Πεντζίκης είναι ο δημιουργικός σπεσιαλίστας της βυζαντινής τέχνης, κι όχι οι διάφοροι Ξυγγόπουλοι. Από τον Πεντζίκη άκουσα ολόκληρες ιστορίες για μυθικά πρόσωπα της λογοτεχνίας μας: πως εγνώρισε τον Παλαμά, πως φερότανε ο Ψυχάρης, πως συνάντησε τον Σκαρίμπα, κι άλλα τέτοια. Ο Πεντζίκης δεν είχε ποτέ του άμεσα λαογραφικά ενδιαφέροντα, αλλά οφείλω να πω ότι, ανέκαθεν οι καλύτεροι φίλοι μου ήσανε ζωγράφοι και από τους ζωγράφους έκλεψα το μέγα δώρον της παρατηρητικότητας. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Διανύω την έκτη δεκαετία της ζωής μου και δύναμαι να ισχυριστώ ότι σχετίστηκα με τους σημαντικότερους νεοέλληνες καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Κανείς τους δεν με εντυπωσίασε όπως ο Πεντζίκης» .

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Νέα κυκλοφορία: Παράδοση και Μοντερνισμός στον νέο ελληνισμό

Τίτλος: Παράδοση και Μοντερνισμός στον νέο ελληνισμό

Συγγραφέας: Σπύρος Κουτρούλης

Εναλλακτικές Εκδόσεις 2020

Η ερμηνεία του ελληνισμού προϋπέθεσε την «ένδον» πορεία του ελληνικού στοχασμού, την προσπάθεια, δηλαδή, να αντικρύσουμε τον εαυτό μας όπως αυτός πραγματικά είναι. Η πνευματική πορεία για την ανάδειξή του δεν έγινε από πνευματικούς ανθρώπους που είχαν υψώσει τείχη απέναντι στον κόσμο, αλλά από εκείνους που είχαν στέρεη γνώση του ευρωπαϊκού –ίσως και του παγκόσμιου– στοχασμού. Στοχαστές όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Θεοτοκάς, ο Τσαρούχης, ο Δημαράς, ο Πικιώνης, που υπήρξαν εξέχοντα μέλη της γενιάς του ’30, συνδύασαν τον μοντερνισμό με την ανάδειξη στοιχείων που καθόρισαν τη φυσιογνωμία του ελληνισμού, όπως τα γραπτά του στρατηγού Μακρυγιάννη, η τέχνη του Θεόφιλου, ο Ερωτόκριτος, τα δημοτικά τραγούδια, η αισθητική της ντόπιας αρχιτεκτονικής κ.α. Συγχρόνως, όλοι τους μας κάλεσαν να «πάμε στον λαό και να φωτιστούμε από αυτόν». Οι λόγοι για μια τέτοια κίνηση είναι πολλοί. Πρώτα-πρώτα, απέδιδαν καίρια σημασία στη λαϊκή παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό. Κατά δεύτερον, θεωρούσαν ότι στοιχεία της παράδοσης διέσωζαν αυθεντικά το αρχαίο τραγωδία (όπως η εκκλησιαστική λειτουργία διέσωζε την αρχαία τραγωδία, το ύφος και το πνεύμα της), ίσως αρτιότερα απ’ ό,τι συμβαίνει στην ευρωπαϊκή φιλολογία.

Η πατριωτική παρακαταθήκη του Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Η πατριωτική παρακαταθήκη του Μιχάλη Χαραλαμπίδη 29|03|2024  Λίγες  είναι οι πολιτικές μορφές της Μεταπολίτευσης που έχουν μείνει καθαρές, α...