Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

Καρυωτάκης Κώστας: Δημόσιοι υπάλληλοι - Ανάλυση: Α. Καραμπάτσος

Καρυωτάκης Κώστας
Δημόσιοι υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία,
(Ηλεκτρολόγοι θα'ναι η πολιτεία
κι ο Θάνατος
που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουνζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
"Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν" διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδι στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.


Ανάλυση

Α. Καραμπάτσος

Η τεχνική του ποιήματος

Τέσσερις στροφές. Δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες. Είναι σονέτο

Νοηματική ανάλυση

Πλέκει το μοιρολόι της ζωής. Κλαίει ο Καρυωτάκης γιατί έχει πάρει, μπορεί να έχει πάρει, τη μεγάλη απόφαση και ξέρει ότι αν δεν την τελειώσει τώρα, νωρίς, θα πρέπει να σκίσει τα ποιήματά του, που θα ήταν αταίριαστα με τα έργα του.

Λιώνουν και τελειώνουν, λέει, αγαπητέ αναγνώστη, οι υπάλληλοι σαν ανταλλακτικά αδιάφορο ποιος τους «πετά» σαν άχρηστα ανταλλακτικά και τους αντικαθιστά. Άλλοτε η πολιτεία άλλοτε ο θάνατος.

Μια ρουτίνα βλέπει ο Καρυωτάκης, που οι υπάλληλοι είναι βουτηγμένοι στο «τέλμα», με μια, όμως, συνέπεια στον καθωσπρεπισμό της συμπεριφοράς.- «Συν τη παρούση αλληλογραφία έχομεν την τιμήν».
Σαν κουρδισμένοι με κινήσεις τακτικές, ολόιδιες, με σκέψεις ίδιες, με έννοιες ίδιες
(αλλά ,αγαπητέ αναγνωστη, ποιος πράγματι, όμως, έχει τόση δύναμη εν-συναίσθησης να κατανοήσει τους άλλους; Αυτό το ξέρει κανείς; ).

Μανόλης Αναγνωστάκης: Το σκάκι

Το σκάκι

Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου 5
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα) 10
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου 15
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.

Μανόλης Αναγνωστάκης | 10 Μαρτίου 1925, Θεσσαλονίκη - 23 Ιουνίου 2005, Αθήνα

Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

ΝΙΚΠΣ ΓΚΑΤΣΟΣ - “Φέρτε μου τη θάλασσα” στη μνήμη του πατέρα του



O Nίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα της Αρκαδίας το 1911.
Όταν ήταν σε ηλικία 5 ετών, ο αγρότης πατέρας έφυγε μετανάστης στην Αμερική.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αρρώστησε βαριά και πέθανε.
Τη σορό του την έριξαν στη θάλασσα.

Στη μνήμη του πατέρα του, θα γράψει το ποίημα “Φέρτε μου τη θάλασσα”.

Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν'αποκοιμηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να τη προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Δίσκος: Θαλασσινά φεγγάρια~ 1974*

*Δίσκος απαγορευμένος από τη Χούντα, που κυκλοφόρησε αμέσως με την πτώση της τον Ιούλιο του 1974
https://youtu.be/D8O9NbrPV2w

Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

ΥΜΝΟΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ | ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας

Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή

 

Το εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος ΕΔΩ

~•~

Μεγάλη Δευτέρα

Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί…

Στὸ Νυμφίο, ἀδελφοί μου,
τὴν ἀγάπη μας ὅλη.
Τὰ κεριὰ τῆς ψυχῆς μας
στολισμένα, λαμπρά.
Φωτεινὲς οἱ ἀρετές μας
ὁλοκάθαρη ἡ πίστη,
γιὰ νὰ μποῦμε μαζί του
στὸ γιορτάσι τοῦ γάμου,
μὲ τὶς φρόνιμες ὅμοιοι
τοῦ Χριστοῦ τὶς παρθένες.
Ὁ Νυμφίος χαρίζει
σὰ θεὸς πλούσιο δῶρο,
τὸ στεφάνι τ᾽ ἀμάραντο
σ᾽ ὅσους νικοῦνε.

Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν,
τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν,
ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ,
ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι,
ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους·
ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός,
πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.

Ἐν ταῖς λαμπρότησι…

Στὴν ἅγια φωταψία Σου
πῶς νὰ βρεθῶ ὁ ἀνάξιος;
Μὲς στὴν παστάδα ἂν πάω νὰ μπῶ,
φτωχὸς ἀκόλουθός Σου,
τοῦ γάμου ροῦχ᾽ ἀταίριαστα
φορῶ καὶ μ᾽ ἐμποδίζουν
κι᾽ ἔξω στὸ δρόμο οἱ ἀγγέλοι Σου
δεμένο θὰ μὲ ρίξουν.

Τὸ ρύπο βγάλε τῆς ψυχῆς
καὶ γλύτωσέ με ὡς φίλος.

Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου,
πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος;
ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα,
ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου,
καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων,
καθάρισον Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου,
καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος.

Ὁ Νυμφίος, ὁ κάλλει ὡραῖος…

Mε όχημα την ποίηση: Μελισσάνθη (1907-1990)



Ερωτηματικό

Σ’ άγνωστους ουρανούς οδεύουμε τυφλοί…
κάθε μας πράξη ανθρώπινη πώς ν’ ακτινοβολεί
στο άπειρο; Τι προέκταση να παίρνει και τι σχήμα
πέφτοντας, ο ίσκιος μας, πέρα από το μνήμα;
Στις χώρες των θεών πώς ν’ αντηχούνε
τα βήματά μας; Τα λόγια μας ποιοι άβυσοι να τ’ ακούνε;
Τι όντα να λούζονται μες στα χαμόγελά μας;

Και τα δάκριά μας
τι ήχο να κάνουν στη στέγη τ’ ουρανού;
Τι βλέμματα να πέφτουνε στα πρίσματά τους;
Η οδύνη μας ποιους να φλογίζει βάτους;
Τι θόλους να βαστάζει η σκέψη μας του θείου του νου;
Και οι άγγελοι με τι όνομα να μας γνωρίζουν;
Σε ποια ουράνια τόξα να ιριδίζον
όλα μας τ’ άγνωστα έργα;
Κι οι αχτίνες που του Λόγου λύγισεν η βέργα
στο θαύμα αυτό του κοσμικού του ονείρου
σε ποιο σημείο να σμίγουνε του απείρου;


Από Λουκάς Αξελός

Mε όχημα την ποίηση: Μελισσάνθη (1907-1990)



Μεταμέλεια

Απόψε είπα πως μ’ είχες πια κερδίσει,
που ρόδισαν οι πόθοι μου όλοι ανθοί.
«Μα πριν ή ο αλλέκτωρ τρις φωνήσει»
Κύριέ μου, σε είχα πάλι απαρνηθεί.

Με κουφοκαίνε ακόμα πάθη, μίση,
-δεν έχουν οι αμαρτίες μου πια σωθεί-
Της χάρης σου αν ανοίξει μόνο η βρύση
τότε κι η υδρία μου ίσως πληρωθεί.

Το τι μαρτύρησα απ’ τη νύχτα εκείνη,
που άδεια άφησα τη νυφική μας κλίνη
κι αρνήθηκα στα μάτια να σε δω!

Κύτταξε, αν δεν πιστεύεις, τις πληγές μου
δος μου το χέρι σου να, εδώ, κι εδώ.
Λοιπόν, μ’ αναγνωρίζεις τώρα; πες μου;

Από Λουκάς Αξελός

Mε όχημα την ποίηση: Μελισσάνθη (1907-1990)



Εξιλέωση

Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
κι οι άγγελοι που δεν μ’είχαν βρει στην αρετή μου ωραία
των ανθινών τους έγερναν ψυχών τον αμφορέα
κάθε φορά που αμάρταινα λες κι άνοιγε μια πόρτα
και στάζανε των οικτιρμών τα δάκρια μες τα χόρτα.
Μ’ από τα ουράνια αν μέδιωχνε της τύψης μου η ρομφαία
κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κι οι άγγελοι, μόνο, ωραία.

Γεώργιος Δροσίνης — Ἡ Πατρίδα μας

wheat-field-with-reaper-and-sun-1889

«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»

«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.

Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.

Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.

Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.

Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.

Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.

Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.

Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.

Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.

Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».

«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».

Ο επαναστατημένος Χριστός - Δ. Θ. Φραγκόπουλος




Δ. Θ. Φραγκόπουλος

Ο επαναστατημένος Χριστός

Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.


Τὰ βράδια, τὴν ὥρα ποὺ ξυπνᾶνε τὰ παράθυρα
καὶ βγαίνουν στὶς κορφὲς τῶν σπιτιῶν
τὰ φῶτα τῆς προσμονῆς,
σὲ συνοικίες λαϊκές,
τοῦ κουρασμένου πατέρα ποὺ πλένει ἀπ' τὰ χέρια του
τὸν κάματο καὶ τὴν πονηριὰ τῆς μέρας,
καὶ μπαίνει στὸ δωμάτιο μὲ τὰ κοιμισμένα παιδιὰ
καὶ τὸ τρεμάμενο χαμόγελο τῆς μάνας τους,
κείνη τὴν ὥρα, γλυστρώντας ἀπὸ τὶς χρυσωμένες τους ἐκκλησιὲς
ποὺ τὸν βαστοῦσαν φυλακισμένο,
κατεβαίνει ὁ Χριστὸς
μὲ ἕνα τσιγάρο στὸ ἀφτί,
μὲ τραγιάσκα ψαρά,
καὶ νύχια γεμάτα λάδι τῆς μηχανῆς,
καὶ κοιτάει τὰ σπίτια τούτων ἐδῶ τῶν φτωχῶν
χαμογελώντας.

II
Οἱ συνοικίες συχνὰ ἐπαναστατοῦνε.
Θυμωμένες μανάδες χτυπᾶνε τὰ στεγνὰ στήθια τους
καὶ τὰ παλικάρια ἀνάβουν τσιγάρο,
ἢ παρακολουθοῦν αὐτοὺς ποὺ παίζουν τρίλιζα
μὲ τ' ὅπλο ἀνάμεσα στὰ δυό τους πόδια
σὲ μιά γωνιὰ τοῦ ὁδοφράγματος.

Δὲν εἶναι ὄμορφες οἱ συνοικίες.
Δὲν εἶναι ὄμορφη ἡ ἐπανάσταση,
Κι ὅταν νικᾶνε, γίνονται κι αὐτοὶ ἀντιπαθεῖς
σὰν ὅλους τους ἄλλους.

Ὅμως
ὅταν, τὴν τελευταία νύχτα τῆς ἀνυποταγῆς,
ἀνάψουν ὁλοῦθε οἱ φωτιές,
καὶ δοῦν οἱ μαχητὲς πὼς τὸ τέρμα τους
εἶναι ἐδῶ, καὶ τοὺς προσμένει
μὲ τὴν ἑπόμενη ἔφοδο τῆς ἐννόμου τάξεως
ποὺ ἀναγγέλλουν κιόλας τὰ μεγάφωνα•
σὰν μοιραστεῖ κ' ἡ τελευταία ματιὰ
μαζὶ μὲ τὰ λιγοστά τους βόλια,
κ' ἐπισημάνουν τὶς θέσεις τους,
ἀποδεκατισμένοι ἐπαναστάτες χωρὶς αὔριο -

τότε
μὲς ἀπ' τὸ σκοτάδι, ξεγλυστράει φτωχοντυμένος,
ὁπλισμένος μ' ἕνα μακρύκαννο,
καὶ παίρνει τὴ θέση του ἀνάμεσά τους, σιωπηλά,
κι ἀρχίζει νὰ ντουφεκάει μαζί τους τοὺς σταυρωτῆδες του,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας, ξυλουργός,
κλάσεως 1944.

Κυριακή 17 Απριλίου 2022

ΕΛΚΟΜΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ



Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια
τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο
πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

«Εγώ ως αρνίον άκακον αγόμενον του θύεσθαι» (Ιερεμ. ια’, 19).  Προφητεία για τον «Ελκόμενον επί Σταυρού».

Τον «Ελκομένον Χριστόν», δηλαδή τον Χριστό που σέρνεται «προς το σταυρωθήναι».

Ονομαστή η ομώνυμη φορητή εικόνα της Μονεμβασίας, που είχε συγκινήσει κατά τον 12ο αιώνα ολόκληρο το Βυζαντινό κόσμο.
Όπως αναφέρουν οι Χρονικογράφοι της τότε εποχής, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος (1185-95) παρέλαβε από τη Μονεμβασιά την περίφημη εικόνα του Ελκομένου Χριστού, για να στολίσει την εκκλησία του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, που ο ίδιος είχε κτίσει σε Προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Η καλλιτεχνική αξία της εν λόγω εικόνας είχε κάνει τότε μεγάλη εντύπωση στη Βασιλεύουσα και γι’ αυτό την αναφέρουν με θαυμασμό όλοι οι βυζαντινοί συγγραφείς που την είδαν και την προσκύνησαν.

ΠΗΓΗ:ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

Ας φρόντιζαν - Κ. Καβάφης

Όσο Mπορείς, Κ. Καβάφης


Τούτο το ποίημα έχει μια διαχρονική αξία! Τούτο δε τον καιρό, νομίζω, έχει και επικαιρότητα αφού συνιστά σε όλους μας, !!!! Όσο μπορούμε μακριά από την προσποίηση, υποκρισία και ψευτιά «Όσο μπορούμε» !!!

Όσο Mπορείς, Κ. Καβάφης





Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική

Η τεχνική του ποιήματος

Ελεύθερος στίχος

Νοηματική ανάλυση

Αντώνης Καραμπάτσος


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις….. λέει ο ποιητής!!!!

 Μα ποιο ‘Θέλω’ μπορεί να σταθεί αδιάφορο μπρος στο ‘Πρέπει’ και ‘Μπορώ»; Κανένα! 

Δεν το λέει ο ποιητής, αλλά το υπονοεί, διότι αν δεν το υπονοεί το ποίημα αυτό δεν θα προκαλούσε τέτοια συγκίνηση και οι «συμβουλές» που δίνει ο ποιητής παρακάτω στο ποίημά του θα ήταν φλυαρίες, ένα ανούσιο κήρυγμα. Το ποίημα τούτο δεν δίνει άμεσα συμβουλές! Όλο το ποίημα είναι μια ικετευτική παράκληση θρησκευτικής ακολουθίας! Είναι ο «ταπεινά» υπερήφανος λόγος του Καβάφη! 

Αλλά, προς θεού, αγαπητέ αναγνώστη, μη θεωρηθεί ότι αψήφιστα και αυθαίρετα, βάλλαμε εμείς εδώ τις λέξεις το «Πρέπει» και Μπορώ κοντά στο «Θέλω»
Θα σταχυολογήσουμε από μερικά ποιήματα του Καβάφη συγκεκριμένες φράσεις του για να αποκαλυφθεί ο σεβασμός και η υπόληψη που έδινε ο Καβάφης στο «Πρέπει» και στο «Μπορώ»
 
Θα προσεγγίσουμε με προσοχή τον λόγο του και θα καταθέσουμε αυτολεξεί ότι "εκφράζει" γραπτά ο ίδιος στα ποιήματα του, κάνοντας σχετικές αναφορές. Να δούμε πως είναι αλληλένδετα τα: Θέλω -Πρέπει-Μπορώ!!!

Λέει στο ποίημά του: « Μέρες του 1896» ο Καβάφης:
«εξευτελίστην πλήρως από μια ερωτική ροπή του (έμφυτη μολοντούτο)»

Λέει στο ποίημά του «Ομνύει»:
«ομνύω κάθε τόσο να αρχίσω μια καλή ζωή»

Λέει στο ποίημά του «Η πόλις»:
«είπες θα πάγω σε άλλη γη θα πάγω σε άλλη θάλασσα»
«έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες(εδώ) …σ’ όλη τη γη τη χάλασες»

Δε μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι...

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗΣ

Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕ μια γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμη, μολονότι έχουμε εξαπολύσει όλα τα θεριά, για να τη φάνε. Έφαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά απομένει μαγιά. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δε μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι. Δεν είναι καινούργια τα σημεία που δείχνουν ότι, αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, θα αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη.

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ, ''Η γλώσσα στην ποίησή μας'', 1964

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Ντίνος Χριστιανόπουλος | «Η Νύχτα»

Ντίνος Χριστιανόπουλος | «Η Νύχτα»

Η νύχτα επιδεινώνει τη μοναξιά,

καλλιεργεί τα κρυφά μας ερείπια.

Η νύχτα επεξεργάζεται την ομορφιά,

καταρρακώνει την ικεσία μας.

Η νύχτα ξεκουμπώνει τις φλέβες μας,

βρίσκει κρυμμένα τα όνειρά μας και τα τρώει.

Η νύχτα πετσοκόβει την τρυφερότητα,

ανανεώνει τις πληγές μας-

και σαν εξασφαλίσουμε κανα κορμί,

αμέσως αμολάει τα φεγγάρια της.

 

Nτίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, 1949-1964, Θεσσαλονίκη 1967

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Σεφέρης Γεώργιος - Ελένη / Ανάλυση του Καραμπάτσου Αντώνη






του Καραμπάτσου Αντώνη


Σεφέρης Γεώργιος - Ελένη

1. "Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.
2. Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
3. σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
4. στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
5. αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
6. Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
7. βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
8. και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
9. "Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".
10. Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
11. Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
12. καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
13. ή των θεών.
14. η μοίρα μου που κυματίζει
15. ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
16. και μιαν άλλη Σαλαμίνα
17. μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
18. Το φεγγάρι

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Γιάννης Ρίτσος | Η σιωπή Δυο Ανθρώπων

Θέλω να σου δείξω όλες τις κάμαρες

την άσπρη, την τριανταφυλλιά, τη φυστικιά, τη μαύρη

και τα παλιά ντουλάπια και τα μπαούλα και τα μικρά συρτάρια

και τα υπόγεια με τα’ άδεια κιούπια και με τα σπασμένα έπιπλα

να σου ανοίξω όλες τις πόρτες και τα παράθυρα

να σου φανερώσω απ’ όλες τις μεριές τ’ αστέρια

να σου πω για τον ίσκιο που μεγαλώνει στον τοίχο όταν ανάβει η λάμπα

για τα δυο κουρασμένα τρίγωνα που γράφει το φως του φεγγίτη στο κεφαλόσκαλο

σαν τους δυο λυγισμένους αγκώνες που ακουμπάνε στα γόνατα της λύπης

να σου πω για το μικρό χαμόγελο που κρύβεται σ’ ένα ποτήρι νερό

για το μεγάλο πόνο που κρύβεται κάτου απ’ το χαμόγελο

και για το χνούδι του καρπού που βασανίζει τα δάχτυλα της αγάπης

να σου δείξω πόσο μικρός είμαι

πόσο μεγάλος είμαι

για να μη μείνει κάτι δικό μου που να μην είναι δικό σου

για να σμίξουμε πέρα απ’ τα χωριστά μας σώματα.

 

Η Μαρία σώπαινε.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, «ΕΝΙΩΣΑ ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ…» ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

.~

Ένιωσα μια κηδεία στο μυαλό μου
και πίσω πλήθος, κοσμοσυρροή,
κι όλο περνούσε και περνούσε κι ήταν
τη σκέψη μου σαν να ποδοπατεί.

Κι όταν καθίσαν όλοι, η ακολουθία
σαν τύμπανο ήχησε εκκωφαντικό
κι όλο κροτούσε και κροτούσε κι ήταν
σαν να μου νάρκωνε το λογικό.

Τότε άκουσα ένα φέρετρο να υψώνουν
και όλα εκείνα τ’ άρβυλα, ξανά,
να τρίζουν σαν μολύβι στην ψυχή μου.
Τότε ο χώρος πήρε να βροντά,

σαν να ’ταν μια καμπάνα όλα τα ουράνια,
και ένα μονάχα αφτί ό,τι Υπαρκτό,
κι εγώ, και η σιωπή, μι’ άγνωστη ράτσα,
χάλασμα κι έρημο συντρίμι, εδώ.

Tότε έσπασε στον νου μου ένα σανίδι,
κι άρχισα κι έπεφτα, έπεφτα βαριά,
σε κάθε γλίστρημα και σ’ άλλον κόσμο,
ώσπου έπαψε και – τότε – ήξερα πια.

~.~

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Πήρε καταιγίδα.

Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα παιδί και σώμα νερού

"Η Πόλη ΖΕΙ"
-άννα στάικου
(απόσπασμα)(2018)

Πήρε καταιγίδα.
Το στέγαστρο δεν με ωφελούσε.
Βγήκα στη μπόρα ασκεπής.
Θόλωσε η λεωφόρος.
Ο εαυτός μου τυμπάνιζε.
Ξάφνου ξαπλώνω καταγής.
Το σώμα μου πυροβολείται ανελέητα από την βροντερή βροχή. Οι ελάχιστοι διαβάτες,με θεωρούν νεκρό και για μεγάλη μου χαρά δεν ασχολήθηκαν.
Ολο το βράδυ μούσκευα.
Εγινα ένα με τη γη.
Σα βόλος φυτρωμένος στα όρη.
Χαράματα, ψηλάφισα την επιστολή . Ηταν 
στη θέση της.

-----"Ultra Κοσμοπολίτης"
φύλλο Μαρτίου 2018
ph. Vivian Maier

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ:ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ - ΕΝΑΣ ΔΕΚΑΕΠΤΑΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΕΝΣΟΥΝΑΪ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

ΔΥΟ θα ΤΑΥΤΟΣΗΜΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

Ήρωας του πρώτου ο Ευαγόρας! Τον κρέμασαν οι Εγγλέζοι! Στα δεκαοχτώ! Αγωνιζόταν για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού από την Κύπρο και για την ένωσή της με την Ελλάδα.
Ήρωας του δεύτερου ένα δεκαεπτάχρονο παιδί από το Ντενσουνάι της Αιγύπτου. Το κρέμασαν οι Εγγλέζοι γιατί ήθελε την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού από την πατρίδα του! 


1. Του ΦΩΤΗ ΒΑΡΕΛΗ:


 «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι
κι ούλοι οι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, ετούτος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη ένας ένας.
Μπαίνει κι η Πρώτη, η άταχτη, κι η Τρίτη, που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. –
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος• και με φωνή που τρέμει:
Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Χωρίς μιλιά όλοι γύρισαν στο άδειο το θρανίο.
— Στάσου, Ευαγόρα, ορθός εκεί, στη θέση σου, όπως πρώτα!
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
— Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος, 
κλαμένος λέει ο δάσκαλος, ανάμεσα στο θρήνο.
— Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!
Τα ᾽πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο!....


ΚΩΝ. ΚΑΒΑΦΗΣ: ΝΤΕΝΣΟΥΝΑΪ , 27 IΟΥΝIΟΥ 1906, 2 µ.µ.

Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί* να το κρεμάσουν,
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του, που στην κρεμάλα 
εκεί κοντά σέρνονταν και χτυπιούνταν μες τα χώματα 
κάτω από τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο, 
πότε ούρλιαζε και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε 
«Δεκαεφτά χρόνια μονάχα µε τά 'ζησες παιδί µου» 
Κι όταν το ανέβασαν στην σκάλα της κρεμάλας
κ’επέρασαν το σκοινί και τόπνιξαν το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν µε τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας 
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα 
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα 
«Δεκαεφτά μέρες μονάχα» μοιρολογούσε, 
δεκαεφτά μέρες μονάχα σε χάρηκα παιδί µου.

* Αναφέρεται στους Εγγλέζους.


από τις "Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη" διαβάζουμε:


«Ο τίτλος του ποιήματος παρέχει τα στοιχεία της ιστορικής του αφετηρίας. Πρόκειται για το δημόσιο απαγχονισμό, από τους Άγγλους, πέντε Αιγυπτίων χωρικών, ηλικίας 80-22 ή (κατά τον Καβάφη) 19 ετών, που είχαν τολμήσει να αντιδράσουν, λίγο-πολύ βίαια, στην αυθαίρετη και προκλητική συμπεριφορά Άγγλων αξιωματικών στο χωριό Ντενσουάι. Ο Καβάφης εντοπίζεται στην εκτέλεση του νεότερου και σχετικώς αθώου κατάδικου, Ιούσεφ Χουσείν Σελίμ, του οποίου το όνομα σημείωσε στο χειρόγραφο του ποιήματος.» Γ. Π. Σαββίδης

Η πατριωτική παρακαταθήκη του Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Η πατριωτική παρακαταθήκη του Μιχάλη Χαραλαμπίδη 29|03|2024  Λίγες  είναι οι πολιτικές μορφές της Μεταπολίτευσης που έχουν μείνει καθαρές, α...