Καρυωτάκης Κώστας
Δημόσιοι υπάλληλοι
που τους ανανεώνουν.)
*
~•~
Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί…
Στὸ Νυμφίο, ἀδελφοί μου,
τὴν ἀγάπη μας ὅλη.
Τὰ κεριὰ τῆς ψυχῆς μας
στολισμένα, λαμπρά.
Φωτεινὲς οἱ ἀρετές μας
ὁλοκάθαρη ἡ πίστη,
γιὰ νὰ μποῦμε μαζί του
στὸ γιορτάσι τοῦ γάμου,
μὲ τὶς φρόνιμες ὅμοιοι
τοῦ Χριστοῦ τὶς παρθένες.
Ὁ Νυμφίος χαρίζει
σὰ θεὸς πλούσιο δῶρο,
τὸ στεφάνι τ᾽ ἀμάραντο
σ᾽ ὅσους νικοῦνε.
Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν,
τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν,
ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ,
ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι,
ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους·
ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός,
πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Ἐν ταῖς λαμπρότησι…
Στὴν ἅγια φωταψία Σου
πῶς νὰ βρεθῶ ὁ ἀνάξιος;
Μὲς στὴν παστάδα ἂν πάω νὰ μπῶ,
φτωχὸς ἀκόλουθός Σου,
τοῦ γάμου ροῦχ᾽ ἀταίριαστα
φορῶ καὶ μ᾽ ἐμποδίζουν
κι᾽ ἔξω στὸ δρόμο οἱ ἀγγέλοι Σου
δεμένο θὰ μὲ ρίξουν.
Τὸ ρύπο βγάλε τῆς ψυχῆς
καὶ γλύτωσέ με ὡς φίλος.
Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου,
πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος;
ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα,
ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου,
καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων,
καθάρισον Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου,
καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος.
Ὁ Νυμφίος, ὁ κάλλει ὡραῖος…
Σ’ άγνωστους ουρανούς οδεύουμε τυφλοί…
κάθε μας πράξη ανθρώπινη πώς ν’ ακτινοβολεί
στο άπειρο; Τι προέκταση να παίρνει και τι σχήμα
πέφτοντας, ο ίσκιος μας, πέρα από το μνήμα;
Στις χώρες των θεών πώς ν’ αντηχούνε
τα βήματά μας; Τα λόγια μας ποιοι άβυσοι να τ’ ακούνε;
Τι όντα να λούζονται μες στα χαμόγελά μας;
Και τα δάκριά μας
τι ήχο να κάνουν στη στέγη τ’ ουρανού;
Τι βλέμματα να πέφτουνε στα πρίσματά τους;
Η οδύνη μας ποιους να φλογίζει βάτους;
Τι θόλους να βαστάζει η σκέψη μας του θείου του νου;
Και οι άγγελοι με τι όνομα να μας γνωρίζουν;
Σε ποια ουράνια τόξα να ιριδίζον
όλα μας τ’ άγνωστα έργα;
Κι οι αχτίνες που του Λόγου λύγισεν η βέργα
στο θαύμα αυτό του κοσμικού του ονείρου
σε ποιο σημείο να σμίγουνε του απείρου;
Απόψε είπα πως μ’ είχες πια κερδίσει,
που ρόδισαν οι πόθοι μου όλοι ανθοί.
«Μα πριν ή ο αλλέκτωρ τρις φωνήσει»
Κύριέ μου, σε είχα πάλι απαρνηθεί.
Με κουφοκαίνε ακόμα πάθη, μίση,
-δεν έχουν οι αμαρτίες μου πια σωθεί-
Της χάρης σου αν ανοίξει μόνο η βρύση
τότε κι η υδρία μου ίσως πληρωθεί.
Το τι μαρτύρησα απ’ τη νύχτα εκείνη,
που άδεια άφησα τη νυφική μας κλίνη
κι αρνήθηκα στα μάτια να σε δω!
Κύτταξε, αν δεν πιστεύεις, τις πληγές μου
δος μου το χέρι σου• να, εδώ, κι εδώ.
Λοιπόν, μ’ αναγνωρίζεις τώρα; πες μου;
Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
κι οι άγγελοι που δεν μ’είχαν βρει στην αρετή μου ωραία
των ανθινών τους έγερναν ψυχών τον αμφορέα
κάθε φορά που αμάρταινα λες κι άνοιγε μια πόρτα
και στάζανε των οικτιρμών τα δάκρια μες τα χόρτα.
Μ’ από τα ουράνια αν μέδιωχνε της τύψης μου η ρομφαία
κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κι οι άγγελοι, μόνο, ωραία.
«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος
σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»
«Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου
πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.
Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,
κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του Σταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.
Στ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ
χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.
Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ
στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.
Στὴ μακρινὴ Πατρίδα
ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.
Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,
σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.
Στῶν μαγεμένων της βουνῶν
τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.
Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.
Τὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,
πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.
Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,
τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».
«Φτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,
τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».
Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια
τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο
πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική
Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕ μια γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμη, μολονότι έχουμε εξαπολύσει όλα τα θεριά, για να τη φάνε. Έφαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά απομένει μαγιά. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δε μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι. Δεν είναι καινούργια τα σημεία που δείχνουν ότι, αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, θα αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη.
Η νύχτα επιδεινώνει τη μοναξιά,
καλλιεργεί τα κρυφά μας ερείπια.
Η νύχτα επεξεργάζεται την ομορφιά,
καταρρακώνει την ικεσία μας.
Η νύχτα ξεκουμπώνει τις φλέβες μας,
βρίσκει κρυμμένα τα όνειρά μας και τα τρώει.
Η νύχτα πετσοκόβει την τρυφερότητα,
ανανεώνει τις πληγές μας-
και σαν εξασφαλίσουμε κανα κορμί,
αμέσως αμολάει τα φεγγάρια της.
Nτίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, 1949-1964, Θεσσαλονίκη 1967
Θέλω να σου δείξω όλες τις κάμαρες
την άσπρη, την τριανταφυλλιά, τη φυστικιά, τη μαύρη
και τα παλιά ντουλάπια και τα μπαούλα και τα μικρά συρτάρια
και τα υπόγεια με τα’ άδεια κιούπια και με τα σπασμένα έπιπλα
να σου ανοίξω όλες τις πόρτες και τα παράθυρα
να σου φανερώσω απ’ όλες τις μεριές τ’ αστέρια
να σου πω για τον ίσκιο που μεγαλώνει στον τοίχο όταν ανάβει η λάμπα
για τα δυο κουρασμένα τρίγωνα που γράφει το φως του φεγγίτη στο κεφαλόσκαλο
σαν τους δυο λυγισμένους αγκώνες που ακουμπάνε στα γόνατα της λύπης
να σου πω για το μικρό χαμόγελο που κρύβεται σ’ ένα ποτήρι νερό
για το μεγάλο πόνο που κρύβεται κάτου απ’ το χαμόγελο
και για το χνούδι του καρπού που βασανίζει τα δάχτυλα της αγάπης
να σου δείξω πόσο μικρός είμαι
πόσο μεγάλος είμαι
για να μη μείνει κάτι δικό μου που να μην είναι δικό σου
για να σμίξουμε πέρα απ’ τα χωριστά μας σώματα.
Η Μαρία σώπαινε.
.~
Ένιωσα μια κηδεία στο μυαλό μου
και πίσω πλήθος, κοσμοσυρροή,
κι όλο περνούσε και περνούσε κι ήταν
τη σκέψη μου σαν να ποδοπατεί.
Κι όταν καθίσαν όλοι, η ακολουθία
σαν τύμπανο ήχησε εκκωφαντικό
κι όλο κροτούσε και κροτούσε κι ήταν
σαν να μου νάρκωνε το λογικό.
Τότε άκουσα ένα φέρετρο να υψώνουν
και όλα εκείνα τ’ άρβυλα, ξανά,
να τρίζουν σαν μολύβι στην ψυχή μου.
Τότε ο χώρος πήρε να βροντά,
σαν να ’ταν μια καμπάνα όλα τα ουράνια,
και ένα μονάχα αφτί ό,τι Υπαρκτό,
κι εγώ, και η σιωπή, μι’ άγνωστη ράτσα,
χάλασμα κι έρημο συντρίμι, εδώ.
Tότε έσπασε στον νου μου ένα σανίδι,
κι άρχισα κι έπεφτα, έπεφτα βαριά,
σε κάθε γλίστρημα και σ’ άλλον κόσμο,
ώσπου έπαψε και – τότε – ήξερα πια.
~.~
Το “Τρενοτεχνείο” στην Κυπαρισσία, ο χώρος πολιτισμού που δημιούργησε με μεράκι ο Νίκος Καλογερόπουλος βανδαλίστηκε από αγνώστους. Το από...