«Πρᾶξις γὰρ θεωρίας ἐπίβασις[1]», γράφει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος στὸ τέλος τοῦ εἰκοστοῦ λόγου του «περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων», ἑρμηνεύοντας τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς θεολογίας.
Πράγματι, ἀναλογικῶς ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς μας, ὅταν βέβαια ἔχεις τὰ ἀνάλογα «μάτια» γιὰ νὰ τὴν ἀντικρύσεις καὶ δὲν κρύβεσαι, γιὰ νὰ μιλήσουμε ἐκκλησιαστικά, πίσω ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς Γραφῆς, ποὺ σὲ ὀδηγεῖ σὲ ζηλωτικὴ ὑπεράσπιση τῶν ἰδεῶν καὶ ἀπόψεών σου, ἐπενδεδυμένες μὲ ἄρρωστη «πνευματικότητα» ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ τελευταῖα δύο χρόνια ὁ πλανήτης ὀλάκερος βασανίζεται ψυχοσωματικὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ τοῦ κορονοϊοῦ, τοῦ sars covid-19. Ἀκούσαμε, διαβάσαμε, μπερδευτήκαμε τόσο ὅσο ποτέ στὸ ἄμεσο παρελθόν. Ἡ λέξη διχογνωμία εἶναι ἀδύνατη νὰ περιγράψει τὶς τόσες πολλὲς ἀλλὰ καὶ ἀντικρουόμενες γνώμες ἀπὸ τὸν πιὸ ἁπλὸ πολίτη, ἕως τοὺς γιατρούς, τοὺς κληρικούς, τοὺς μοναχούς κ.τ.λ.
Τὰ φάρμακα, τὰ ἐμβόλια, οἱ γιατροὶ καὶ νοσηλευτὲς «ἐνδύθηκαν» μεταφυσικὲς στολὲς ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ φανταστοῦν, οὔτε καὶ νὰ ἀντέξουν.
Κι ὅλα αὐτά; Θεωρία! Θεωρία, θεωρία, θεωρία. Ἀλλὰ εἴπαμε· «πρᾶξις, θεωρίας ἐπίβασις»! Ἔτσι, μὲ προτροπὴ δύο-τριῶν ἀνθρώπων ἀποφάσισα νᾶ γράψω χωρὶς προσθῆκες προσωπικῶν ἀπόψεων, εἴτε ἐπηρεασμὸ ἀπὸ ὁποιονδήποτε καὶ ὁ,τιδήποτε, πὼς ἐγὼ ὁ ἴδιος ἔζησα πέντε μέρες στὸ Ἀττικὸ Νοσοκομεῖο, «χτυπημένος» ἀπὸ τον κορονοϊό.
Γνωρίζω βεβαίως πολὺ καλά ἢ καλύτερα ἀγωνίζομαι νὰ μάθω, ἐπιτρέψτε μου, καὶ λόγῳ τῶν πολυχρόνιων σπουδῶν μου, τὶ σημαίνει στὸ θεολογικὸ λόγο ἀσθένεια, ἁμαρτία, ψυχή, σῶμα, θεραπεία, ἰατρική καὶ ὅλα τὰ συναφῆ, μελετῶντας εἰς βάθος τὰ τῆς πατερικῆς γραμματείας. Ἄρα ὁ γραπτὸς λόγος μου δὲν θὰ λαϊκίσει, οὔτε θὰ ὑπερασπιστεῖ κάποια πλευρᾶ θέασης τοῦ ὅλου θέματος.
Στὶς 28 λοιπὸν τοῦ παρελθόντος Δεκεμβρίου, βρέθηκα, μετὰ ἀπὸ ἔλεγχο τὸν ὁποῖο καθημερινῶς ἔκανα λόγῳ τῆς ἑορτάσιμης περιόδου, θετικός στὸν ἰό. Ἄμεσα ἐπικοινώνησα μὲ τον προσωπικό μου ἰατρό κ. Εὐ.Κ. ὁ ὁποῖος μοὺ σύστησε καὶ λόγω τοῦ ἤπιου διαβήτη ποὺ ἔχω, νὰ πιῶ σχετικὴ ἀντιβίωση γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ἀμέσως ὑπήκουσα, ἐγκλειόμενος στὴν οἰκία μου καὶ λαμβάνοντας τὴν φαρμακευτικὴ ἀγωγή.
Οἱ τέσσερις πρῶτες μέρες κύλησαν πολὺ ὁμαλὰ δίχως παρενέργειες ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἢ καλύτερα τὴν διαστρέβλωση τῆς γεύσης, ποὺ τὰ ἔκανε ὅλα πικρά. Τὸ βράδι τῆς τέταρτης μέρας, δηλ. τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του ὁ πυρετός. 38°C ἔδειξε τὸ θερμόμετρο. Ἀπ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ ἕως τὶς 2 Ἰανουαρίου, ὁ πυρετὸς εἴχε ἀνοδικὴ καὶ διαρκὴ πορεῖα, φτάνοντας καὶ τὸ 39,3 °C.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς ἀποφάσισα μὲ τὴν πρεσβυτέρα μου ἀλλὰ καὶ τὴν παρότρυνση τοῦ γιατροῦ νὰ πάω σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ πορεῖα τῆς ἀσθένειας. Πράγματι ἔφτασα ἕως τὸ Σισμανόγλειο Νοσοκομεῖο, τὸ ὁποῖο ἐφημέρευε. Τὸ πρῶτο σόκ, ἡ πρῶτη ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἴδια ἀντίληψη τῶν γεγονότων ποὺ ἀκούγαμε στὰ μέσα ἐνημέρωσης ἦταν γεγονός. Δεκάδες ἄνθρωποι, περίμεναν στὴν οὐρὰ γιὰ νὰ ἐξεταστοῦν. Καὶ ἐγὼ ἀνάμεσά τους ἐμπύρετος καὶ ἀρκετὰ ταλαιπωρημένος. Πεντέμιση ὁλόκληρες ὥρες διήρκεσε αὐτὸ τὸ «μαρτύριο» περιπεπλεγμένο μὲ μεγάλη ἀγωνία γιὰ τὸ τὶ «μέλλει γενέσθαι».
Ἡ παρουσία τοῦ ράσου σὲ ἕνα τέτοιο χῶρο, αἰσθανόμουν ὅτι τραβοῦσε τὴν προσοχή, ἀφοῦ ὄχι μόνο τὰ βλέματα, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν συνασθενῶν μου μὲ πλησίασαν γιὰ νὰ προσευχηθῶ γι᾿ αὐτούς. Τὶ παράξενο συναίσθημα. Ὁ ἄρρωστος, νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὸν ἄρρωστο; Τελικὰ δύσκολο ἄθλημα ἡ προσευχή, ὅταν μάλιστα τὴν ἔχεις ὁ ἴδιος ἀνάγκη τέτοιες στιγμές.
Βήχας, δυσκολία ἀναπνοῆς, κόκκινα μάτια, σκυφτὰ κεφάλια, ὑπομονετικοὶ ποὺ κάποιες στιγμὲς γίνονταν ἀνυπόμονοι ἄνθρωποι, κάθε ἡλικίας, περίμεναν νὰ ἐξεταστοῦν.
Ἐκεῖ μίλησα μὲ ἕνα νεαρὸ παλληκάρι. Μοῦ ἔκανε πολὺ ἐντύπωση καὶ τὸν πλησίασα.
-«Τὶ ἔχεις λεβέντη μου; Προβληματισμένο σὲ βλέπω»!
–«Πάτερ, πρὶν ἐννιὰ μέρες ἔχασα τὴ γυναίκα μου. Κόλλησα μάλιστα καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας. Τὸ μωρό μας, ἔχω νὰ τὸ δῶ ἀπὸ τότε. Δὲν ἔχω σηκώσει κεφάλι» καὶ ἔβαλε τὰ κλάματα.
Τὸν χάϊδεψα στὸ κεφάλι· ἔκλαψα μαζί του. Τελικὰ ἔνοιωθα πολὺ καλὰ μπρὸς στὰ δικά του χάλια. «Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα» λέει ὁ λαός καὶ ἔχει δίκιο.
Οἱ πεντέμιση αὐτὲς ὥρες μὲ ταλαιπώρησαν πολύ. Ὄχι, δὲν παραπονιέμαι γιὰ τοὺς γιατρούς. Ἔτρεχαν διαρκῶς. Δὲν ἄντεξα καὶ ἔφυγα.
Τὸ βράδι συνεχίστηκε ὁ πυρετός καὶ ἕως τὰ χαράματα ἤμουν σχεδὸν ἄγρυπνος. Πρωὶ πρωί, 3 Ἰανουαρίου, μαζί μὲ τὴν σύμμαχο πρεσβυτέρα, ἀφήνοντας πίσω τὰ τέσσερα παιδιά μας, πήγα στὸ ἐφημερεῦον Ἀττικὸ Νοσοκομεῖο.
Οὐρὲς κόσμου. Ἕνα τεράστιο μελλίσι, ἀσθενῶν, νοσηλευτῶν, ἰατρῶν, διοικητικοῦ προσωπικοῦ, διασωστῶν τοῦ ΕΚΑΒ, ἀσθενοφόρων, ὄλοι καὶ ὅλα γύρω ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτή. Ἕνας «ἀορατος πόλεμος», ὄχι τοῦ πνεύματος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ τοῦ σῶματος ἐκτυλισόταν μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἐκεῖ καὶ ἕως ὅτου ἐξεταστῶ, ἄκουσα καὶ ἀντιλήφθηκα τὴ «μετάνοια» τῶν ἀνθρώπων. Ποια; «Μετάνιωσα ποὺ δὲν ἐκανα τὸ ἐμβόλιο», ἄκουγες παντοῦ!