
Της Εύης Βουλγαράκη
«Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρός τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε, καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα».
Με πυκνότατα νοήματα το Κοντάκιο της εορτής της Πεντηκοστής μάς ανάγει στο νόημα της γιορτής αλλά και στο νόημα του γεγονότος της Εκκλησίας.
Μια σειρά γλωσσικά παιχνίδια, όπως επαναλήψεις και αντιθέσεις, εικόνες, προσωποποιήσεις και παιχνίδια του ρυθμού, συναρθρώνουν αυτό το κορυφαίο δείγμα βυζαντινής ποίησης. Ο υμνογράφος ποιητής μάς φέρνει σε συνάντηση με το παρελθόν και το λειτουργικό παρόν, αλλά και την εικόνα της Βασιλείας, το εσχατολογικό παρόν και μέλλον.
Σε τρία μέρη, τρεις ποιητικές και μουσικές ενότητες, χωρίζεται το Κοντάκιο.
Το πρώτο από το δεύτερο μέρος διαχωρίζεται από την άνω τελεία, μια ορθή επιλογή στίξης που προτιμάται επί το πλείστον στις έντυπες εκδόσεις. Και οι δύο ημιπερίοδοι σημαδεύονται από τη λέξη ὅτε, που συνιστά επανάληψη και συνάμα ομοίαρκτη παρήχηση, ένα αγαπημένο σχήμα της βυζαντινής ποίησης σε σχέση με το λιγότερο συχνό ή ανολοκλήρωτο ομοιοτέλευτο. Δεν είναι η ρίμα το ειδοποιό γνώρισμα της βυζαντινής ποίησης, αντίθετα ο τρόπος της τέχνης της μοιάζει να προαναγγέλλει τη νεότερη ποιητική γλώσσα.
Το τρίτο μέρος χωρίζεται από το δεύτερο με ένα και, που ακολουθεί το κόμμα, καθώς αλλάζει και το υποκείμενο. Το τρίτο αυτό μέρος αποτελείται από μία κύρια πρόταση, που αφορά εμάς, στο εκάστοτε παρόν, την κοινότητα, δηλαδή την Εκκλησία που δοξάζει το Πνεύμα το Άγιο, σε αγαστή συμφωνία με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως. Είναι μια πρόταση που έχει συμπερασματικό χαρακτήρα, είναι το μήνυμα, χαρακτηριστικό στοιχείο της τυπολογίας της βυζαντινής υμνογραφίας. Με βάση την εκάστοτε αφήγηση, ο πιστός, εν προκειμένω εμείς, η κοινότητα των πιστών είτε αιτούμεθα κάποιου αιτήματος (βοήθησον, σῶσον κ.τ.λ.) είτε υμνούμε και δοξάζουμε. Ο δοξαστικός χαρακτήρας της κατακλείδας τονίζει ακόμα περισσότερο τον πανηγυρικό χαρακτήρα της μεγάλης γιορτής.