Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

Καρυωτάκης Κώστας: Δημόσιοι υπάλληλοι - Ανάλυση: Α. Καραμπάτσος

Καρυωτάκης Κώστας
Δημόσιοι υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία,
(Ηλεκτρολόγοι θα'ναι η πολιτεία
κι ο Θάνατος
που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουνζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
"Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν" διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδι στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.


Ανάλυση

Α. Καραμπάτσος

Η τεχνική του ποιήματος

Τέσσερις στροφές. Δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες. Είναι σονέτο

Νοηματική ανάλυση

Πλέκει το μοιρολόι της ζωής. Κλαίει ο Καρυωτάκης γιατί έχει πάρει, μπορεί να έχει πάρει, τη μεγάλη απόφαση και ξέρει ότι αν δεν την τελειώσει τώρα, νωρίς, θα πρέπει να σκίσει τα ποιήματά του, που θα ήταν αταίριαστα με τα έργα του.

Λιώνουν και τελειώνουν, λέει, αγαπητέ αναγνώστη, οι υπάλληλοι σαν ανταλλακτικά αδιάφορο ποιος τους «πετά» σαν άχρηστα ανταλλακτικά και τους αντικαθιστά. Άλλοτε η πολιτεία άλλοτε ο θάνατος.

Μια ρουτίνα βλέπει ο Καρυωτάκης, που οι υπάλληλοι είναι βουτηγμένοι στο «τέλμα», με μια, όμως, συνέπεια στον καθωσπρεπισμό της συμπεριφοράς.- «Συν τη παρούση αλληλογραφία έχομεν την τιμήν».
Σαν κουρδισμένοι με κινήσεις τακτικές, ολόιδιες, με σκέψεις ίδιες, με έννοιες ίδιες
(αλλά ,αγαπητέ αναγνωστη, ποιος πράγματι, όμως, έχει τόση δύναμη εν-συναίσθησης να κατανοήσει τους άλλους; Αυτό το ξέρει κανείς; ).
Οι νόμοι, το συνάλλαγμα και μια μικρή προσωπική φροντίδα -τα κάστανα- είναι, -σαν να είναι-, ο μόνος σκοπός της ζωής τους.

Κλαίει ο ποιητής! Οφείλουμε να το σεβαστούμε αυτό το κλάμα, γιατί το εννοούσε, δεν ήταν μια προσποίηση ύφους και πίστης.
Το πίστευε, γιατί διαφορετικά δεν θα ακούγαμε τον κρότο της Πρέβεζας.
Ήταν συνεπής με ό,τι έλεγε, ΑΛΛΑ θα ακουγόταν σαν ειρωνεία ο λόγος του, αν αφουγκραζόταν λίγο πιο προσεκτικά το λιώσιμο των «ανθρωπο- στηλών».
Σε μερικούς ανθρώπους, λέει ο άλλος ποιητής, έρχονται στιγμές που πρέπει να πουν το μεγάλο ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Αλλά ο Καβάφης δίνει συγχώρεση σε όσους λένε ΟΧΙ, τους κατανοεί.

Εδώ ηχεί αρκετά παράφωνη και ακραία ειρωνεία το να ειρωνεύεσαι, δηλαδή, συμπεριφορές δημοσίων υπαλλήλων, ενώ ο ίδιος είσαι δημόσιος υπάλληλος και οφείλεις να γνωρίζεις ότι κανείς από όλους αυτούς που ειρωνεύεσαι δεν θα διάλεγε τη ζωή του δημοσίου υπαλλήλου, αν είχε ελάχιστα από τα εφόδια του ποιητή που τους επικρίνει για την χαμοζωή τους (ο ποιητής είναι πτυχιούχος νομικής, ξενόγλωσσος και με αστική μόρφωση), προσόντα εξαιρετικά υψηλά για την εποχή, που οι αναλφάβητοι ήταν πάνω από 60%).
Αν ο Καρυωτάκης δήλωνε τον πεσιμισμό του «de jure»- με λόγους μόνο- και όχι όπως το έκανε «de facto» -με πράξη – θα σήμαινε ότι δεν πίστευε όσα έλεγε και θα ήταν άλλη η κριτική προσέγγιση που του έγινε από τότε, αλλά και η δική μας τώρα η προσέγγιση θα ήταν αφιλόξενη και με λιγότερο σεβασμό.
Αλλά εδώ πλήρωσε το τίμημα της πίστης του με αγνότητα, με θυσία.
Αλλιώς είναι η πίστη χωρίς τεκμήρια (το να πιστεύεις ψεύτικα την αλήθεια σου, με φαρισαϊκή προσποίηση).

Ήταν πολύ μικρός ακόμη (νεαρός )ο Καρυωτάκης να ακούσει και συμπαθήσει και την άλλη εκδοχή, των ανθρώπων του ΟΧΙ, που από δειλία,- ωστόσο κατανοητή ,συγγνωστή-, ενδίδουν.

Όταν έγραφε αυτά ο ποιητής ήταν ο εκλεκτός μιας επιλεκτικής κοινωνίας με διακριτές κοινωνικές αδικίες, που άφηνε τις αγροτικές περιφέρειες χωρίς σχολεία. (Η υποχρεωτική φοίτηση των γυναικών στο…δημοτικό δεν ίσχυε τότε και οι συνομήλικοί του άρρενες έπρεπε να μετακομίσουν σε αστικά κέντρα σε ηλικία 10 ετών για να συνεχίσουν, αν είχαν τα μέσα, τη στοιχειώδη δημοτική εκπαίδευση, του τετραετούς δημοτικού σχολείου, που ίσχυε τότε).
Δεν κοίταξε καλά γύρω του να δει από που κοχλάζει ο βούρκος. Το όπλο, πάντως, πυροκρότησε σε λάθος στόχο.

Ο Ρίτσος ειρωνεύεται τη μη ευαισθητοποίησή και αφοσίωσή του στα κοινωνικά-πολιτικά θέματα. Προφανώς ο Ρίτσος τον ήθελε ευαισθητοποιημένο και στρατευμένο. Ως προς την ευαισθητοποίηση έχει δίκιο, αλλά στρατευμένος και ποιητής είναι μη συμβατά, ο ποιητής προτάσσεται δεν παρατάσσεται ως ακολούθημα κανενός.
Τελειώνοντας πρέπει να πούμε ότι ήταν συνεπής με την «πίστη» του, θυσιάστηκε γι’ αυτή, γιατί τη θεωρούσε αληθινή.

Αλλά φτάνει αυτό;

Δεν πρέπει να γνωρίζει ο πραγματικά φωτισμένος ότι δεν υπάρχει καμιά πίστη αληθινή;
ΠΗΓΗ: 
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η πατριωτική παρακαταθήκη του Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Η πατριωτική παρακαταθήκη του Μιχάλη Χαραλαμπίδη 29|03|2024  Λίγες  είναι οι πολιτικές μορφές της Μεταπολίτευσης που έχουν μείνει καθαρές, α...