«Ετοίμασε ο Γέρων Παΐσιος το φαγητό ρύζι, ντοματούλες που είχε στον κήπο του και ψωμί, το οποίο ξήραινε ο ίδιος. Γέμισε το δικό μου πιάτο, ενώ στο δικό του έβαλε πολύ λίγο φαγητό. Διαμαρτυρήθηκα, λέγοντας του ότι δεν ήταν σωστό αυτό εκείνος να φάει ως ασκητής κι εγώ ως καλοφαγάς. Μου είπε τότε:
-Δεν είσαι μοναχός; Θα κάνεις, λοιπόν, υπακοή. Τόσο ανυπάκουος Μαυροβούνιος είσαι; Εδώ ο Μπαγιούμ μου είναι πιο υπάκουος από εσένα.
Τον ρώτησα με έκπληξη ποιος ήταν ο Μπαγιούμ, διότι ήξερα ότι δεν είχε κανένα υποτακτικό. Μου έδειξε τότε μια τριανταφυλλιά, την οποία είχε φυτέψει εκεί. Πήγε, στάθηκε μπροστά στην τριανταφυλλιά και είπε:
-Έλα, Μπαγιούμ, να καταλάβει αυτός ο άπιστος ο Αμφιλόχιος τι είναι η πραγματική υπακοή!
Όπως ήταν νωπό το χώμα εκεί γύρω από την τριανταφυλλιά, άρχισε τότε να σηκώνεται και βγήκε έξω ένας βάτραχος. Σας λέω αυτό, που είδα με τα μάτια μου. Στη συνέχεια είπε στο βάτραχο:
-Γύρνα τώρα, Μπαγιούμ, πίσω στη θέση σου και το βράδυ να πας να κάνεις την προσευχή σου !
Εξεπλάγην και τον ρώτησα τι είδους προσευχή έκαμνε ο Μπαγιούμ.
Μου εξήγησε ότι ο βάτραχος το βράδυ πήγαινε μπροστά σ’ ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, που ο Γέρων είχε εκεί κι έλεγε την «ψαλμωδία» του.
Παραξενεύτηκα και είπα μέσα μου: