
Τήν παραμονή τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ μιά παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων “τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου”. Αὐτή πραγματικά εἶναι ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ὁποία προσευχόμαστε γιά τά κοιμηθέντα μέλη της. Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα πού ὑπάρχει στή σχέση τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί τῆς προσευχῆς γιά τούς κοιμηθέντες θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ἀγάπης.
Ἡ νέα ζωή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός καί πού μεταβιβάζεται σέ μᾶς διά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιά ζωή συνδιαλλαγῆς, “συναγωγῆς εἰς ἑνότητα ὅλων τῶν διεσκορπισμένων”, ἡ ἀποκατάσταση τῆς θραυσμένης ἀπό τήν ἁμαρτία ἀγάπης. Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατό ν’ ἀρχίσουμε ποτέ τήν ἐπιστροφή μας στό Θεό καί τή συμφιλίωσή μας μ’ Αὐτόν, ἄν ἀπό μέσα μας δέν ξαναγυρίσουμε στή μοναδική καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης; Ζητᾶμε ἀπό τό Θεό νά θυμηθεῖ αὐτούς πού καί μεῖς θυμόμαστε καί τούς θυμόμαστε ἀκριβῶς γιατί τούς ἀγαπᾶμε. Προσευχόμενοι γι’ αὐτούς τούς συναντᾶμε ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος Ἀγάπη ἐστίν καί πού – ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀγάπη – ξεπερνάει τό θάνατο πού εἶναι ἡ τελική νίκη τοῦ χωρισμοῦ καί τῆς ἔλλειψης τῆς ἀγάπης. Μέσα στό Χριστό δέν ὑπάρχουν ζωντανοί καί πεθαμένοι γιατί ὅλοι εἶναι ζῶντες ἐν Χριστῷ. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή καί αὐτή ἡ Ζωή εἶναι τό φῶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγαπώντας τό Χριστό ἀγαπᾶμε ὅλους ἐκείνους πού βρίσκονται ἐν Αὐτῷ.
Ποιό εἶναι τό νόημα τῶν προσευχῶν μας γιά τούς νεκρούς; Μήπως ζητοῦμε ἀπό τό Θεό νά κάνει κάποια ἀδικία; Βεβαίως ὄχι. Μέ τήν προσευχή μας ἀποδεικνύουμε ὅτι οἱ νεκροί δέν ἔζησαν μάταια. Μαρτυροῦμε, ὅτι μαζί μέ τά πολλά λάθη πού ἔκαμαν στή ζωή τους, βοήθησαν νά φυτευτεῖ ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης. Προσευχόμαστε γι’ αὐτούς μέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη καί θυμόμαστε τήν παρουσία τους ἀνάμεσά μας. Ἡ προσευχή μας γι’ αὐτούς πρέπει νά στηρίζεται καί ἀπό τίς πράξεις μας. Ἐάν στή ζωή μας δέν καρποφορεῖ ὁ σπόρος πού αὐτοί ἔσπειραν μέσα μας, τότε οἱ προσευχές μας γι’ αὐτούς θά’ ναι ἀληθινά ἀδύναμες.