Οι τελευταίοι μήνες είναι πλήρεις από ενέργειες του κ. Ερντογάν τόσο στο ευρύτερο διεθνές πεδίο, όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο διεθνές πεδίο πρέπει να επισημάνουμε την απροθυμία του επιβολής μέτρων κατά της Ρωσίας, που θα ευθυγράμμιζε την Τουρκία με ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ο οποίος έχει εναντιωθεί κατά της ανατολικής αυτής δύναμης, για την εισβολή της στην Ουκρανία. Επίσης την άρνηση της Αγκυρας να επιστρέψει ή τελοσπάντων να εξουδετερώσει τις επιπτώσεις από τους S-400, και, πολύ πρόσφατα, την απειλή βέτο για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Πώς να δικαιολογήσουµε αυτές τις ενέργειες, που στέφονται ευθέως κατά της Δύσης, και κλείνουν το μάτι στη Ρωσία του κ. Πούτιν; Για τον κ. Ερντογάν, αυτές οι κινήσεις είναι απόδειξη μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, που αψηφά τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η θεσμική ένταξη στο ΝΑΤΟ και η συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση, και που στρέφεται προς την ασιατική πλευρά, σε συνασπισμό με τη Ρωσία, το Ιράν και την Κίνα. Ετσι, η Τουρκία πατάει με το ένα πόδι στη Δύση, η οποία δεν δείχνει διατεθειμένη να την εκδιώξει από τους κόλπους της, παρά τις συνεχείς παρασπονδίες της, στη λογική ότι είναι ένας πολύτιμος στρατηγικός σύμμαχος, σε μια ευαίσθητη περιοχή, γεμάτη από απρόβλεπτους κινδύνους και σε μια ρευστή γεωπολιτική κατάσταση. Αυτή η εύλογη προσήλωση της Δύσης στην αξία της Τουρκίας επιτρέπει στην τελευταία να παίζει το παιχνίδι των εξισορροπήσεων, και να φτάνει στο σημείο να λειτουργεί ως διαμεσολαβητικός παράγοντας ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία, με τις ανοχές της Δύσης. Ως εκ τούτου, όσο η Τουρκία δεν απομακρύνεται από τους δυτικούς θεσμούς, οι τελευταίοι θα ανέχονται τις ιδιοτυπίες της, στο όνομα της στρατηγικής θέσης της και του χωρικού και πληθυσμιακού συντελεστή της.