Πρωτοπρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου
«Πρᾶξις γὰρ θεωρίας ἐπίβασις[1]», γράφει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος στὸ τέλος τοῦ εἰκοστοῦ λόγου του «περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων», ἑρμηνεύοντας τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀληθοῦς θεολογίας.
Πράγματι, ἀναλογικῶς ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς μας, ὅταν βέβαια ἔχεις τὰ ἀνάλογα «μάτια» γιὰ νὰ τὴν ἀντικρύσεις καὶ δὲν κρύβεσαι, γιὰ νὰ μιλήσουμε ἐκκλησιαστικά, πίσω ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς Γραφῆς, ποὺ σὲ ὀδηγεῖ σὲ ζηλωτικὴ ὑπεράσπιση τῶν ἰδεῶν καὶ ἀπόψεών σου, ἐπενδεδυμένες μὲ ἄρρωστη «πνευματικότητα» ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ τελευταῖα δύο χρόνια ὁ πλανήτης ὀλάκερος βασανίζεται ψυχοσωματικὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ τοῦ κορονοϊοῦ, τοῦ sars covid-19. Ἀκούσαμε, διαβάσαμε, μπερδευτήκαμε τόσο ὅσο ποτέ στὸ ἄμεσο παρελθόν. Ἡ λέξη διχογνωμία εἶναι ἀδύνατη νὰ περιγράψει τὶς τόσες πολλὲς ἀλλὰ καὶ ἀντικρουόμενες γνώμες ἀπὸ τὸν πιὸ ἁπλὸ πολίτη, ἕως τοὺς γιατρούς, τοὺς κληρικούς, τοὺς μοναχούς κ.τ.λ.
Τὰ φάρμακα, τὰ ἐμβόλια, οἱ γιατροὶ καὶ νοσηλευτὲς «ἐνδύθηκαν» μεταφυσικὲς στολὲς ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ φανταστοῦν, οὔτε καὶ νὰ ἀντέξουν.
Κι ὅλα αὐτά; Θεωρία! Θεωρία, θεωρία, θεωρία. Ἀλλὰ εἴπαμε· «πρᾶξις, θεωρίας ἐπίβασις»! Ἔτσι, μὲ προτροπὴ δύο-τριῶν ἀνθρώπων ἀποφάσισα νᾶ γράψω χωρὶς προσθῆκες προσωπικῶν ἀπόψεων, εἴτε ἐπηρεασμὸ ἀπὸ ὁποιονδήποτε καὶ ὁ,τιδήποτε, πὼς ἐγὼ ὁ ἴδιος ἔζησα πέντε μέρες στὸ Ἀττικὸ Νοσοκομεῖο, «χτυπημένος» ἀπὸ τον κορονοϊό.
Γνωρίζω βεβαίως πολὺ καλά ἢ καλύτερα ἀγωνίζομαι νὰ μάθω, ἐπιτρέψτε μου, καὶ λόγῳ τῶν πολυχρόνιων σπουδῶν μου, τὶ σημαίνει στὸ θεολογικὸ λόγο ἀσθένεια, ἁμαρτία, ψυχή, σῶμα, θεραπεία, ἰατρική καὶ ὅλα τὰ συναφῆ, μελετῶντας εἰς βάθος τὰ τῆς πατερικῆς γραμματείας. Ἄρα ὁ γραπτὸς λόγος μου δὲν θὰ λαϊκίσει, οὔτε θὰ ὑπερασπιστεῖ κάποια πλευρᾶ θέασης τοῦ ὅλου θέματος.
Στὶς 28 λοιπὸν τοῦ παρελθόντος Δεκεμβρίου, βρέθηκα, μετὰ ἀπὸ ἔλεγχο τὸν ὁποῖο καθημερινῶς ἔκανα λόγῳ τῆς ἑορτάσιμης περιόδου, θετικός στὸν ἰό. Ἄμεσα ἐπικοινώνησα μὲ τον προσωπικό μου ἰατρό κ. Εὐ.Κ. ὁ ὁποῖος μοὺ σύστησε καὶ λόγω τοῦ ἤπιου διαβήτη ποὺ ἔχω, νὰ πιῶ σχετικὴ ἀντιβίωση γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ἀμέσως ὑπήκουσα, ἐγκλειόμενος στὴν οἰκία μου καὶ λαμβάνοντας τὴν φαρμακευτικὴ ἀγωγή.
Οἱ τέσσερις πρῶτες μέρες κύλησαν πολὺ ὁμαλὰ δίχως παρενέργειες ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἢ καλύτερα τὴν διαστρέβλωση τῆς γεύσης, ποὺ τὰ ἔκανε ὅλα πικρά. Τὸ βράδι τῆς τέταρτης μέρας, δηλ. τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του ὁ πυρετός. 38°C ἔδειξε τὸ θερμόμετρο. Ἀπ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ ἕως τὶς 2 Ἰανουαρίου, ὁ πυρετὸς εἴχε ἀνοδικὴ καὶ διαρκὴ πορεῖα, φτάνοντας καὶ τὸ 39,3 °C.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς ἀποφάσισα μὲ τὴν πρεσβυτέρα μου ἀλλὰ καὶ τὴν παρότρυνση τοῦ γιατροῦ νὰ πάω σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ πορεῖα τῆς ἀσθένειας. Πράγματι ἔφτασα ἕως τὸ Σισμανόγλειο Νοσοκομεῖο, τὸ ὁποῖο ἐφημέρευε. Τὸ πρῶτο σόκ, ἡ πρῶτη ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἴδια ἀντίληψη τῶν γεγονότων ποὺ ἀκούγαμε στὰ μέσα ἐνημέρωσης ἦταν γεγονός. Δεκάδες ἄνθρωποι, περίμεναν στὴν οὐρὰ γιὰ νὰ ἐξεταστοῦν. Καὶ ἐγὼ ἀνάμεσά τους ἐμπύρετος καὶ ἀρκετὰ ταλαιπωρημένος. Πεντέμιση ὁλόκληρες ὥρες διήρκεσε αὐτὸ τὸ «μαρτύριο» περιπεπλεγμένο μὲ μεγάλη ἀγωνία γιὰ τὸ τὶ «μέλλει γενέσθαι».
Ἡ παρουσία τοῦ ράσου σὲ ἕνα τέτοιο χῶρο, αἰσθανόμουν ὅτι τραβοῦσε τὴν προσοχή, ἀφοῦ ὄχι μόνο τὰ βλέματα, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν συνασθενῶν μου μὲ πλησίασαν γιὰ νὰ προσευχηθῶ γι᾿ αὐτούς. Τὶ παράξενο συναίσθημα. Ὁ ἄρρωστος, νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὸν ἄρρωστο; Τελικὰ δύσκολο ἄθλημα ἡ προσευχή, ὅταν μάλιστα τὴν ἔχεις ὁ ἴδιος ἀνάγκη τέτοιες στιγμές.
Βήχας, δυσκολία ἀναπνοῆς, κόκκινα μάτια, σκυφτὰ κεφάλια, ὑπομονετικοὶ ποὺ κάποιες στιγμὲς γίνονταν ἀνυπόμονοι ἄνθρωποι, κάθε ἡλικίας, περίμεναν νὰ ἐξεταστοῦν.
Ἐκεῖ μίλησα μὲ ἕνα νεαρὸ παλληκάρι. Μοῦ ἔκανε πολὺ ἐντύπωση καὶ τὸν πλησίασα.
-«Τὶ ἔχεις λεβέντη μου; Προβληματισμένο σὲ βλέπω»!
–«Πάτερ, πρὶν ἐννιὰ μέρες ἔχασα τὴ γυναίκα μου. Κόλλησα μάλιστα καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας. Τὸ μωρό μας, ἔχω νὰ τὸ δῶ ἀπὸ τότε. Δὲν ἔχω σηκώσει κεφάλι» καὶ ἔβαλε τὰ κλάματα.
Τὸν χάϊδεψα στὸ κεφάλι· ἔκλαψα μαζί του. Τελικὰ ἔνοιωθα πολὺ καλὰ μπρὸς στὰ δικά του χάλια. «Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα» λέει ὁ λαός καὶ ἔχει δίκιο.
Οἱ πεντέμιση αὐτὲς ὥρες μὲ ταλαιπώρησαν πολύ. Ὄχι, δὲν παραπονιέμαι γιὰ τοὺς γιατρούς. Ἔτρεχαν διαρκῶς. Δὲν ἄντεξα καὶ ἔφυγα.
Τὸ βράδι συνεχίστηκε ὁ πυρετός καὶ ἕως τὰ χαράματα ἤμουν σχεδὸν ἄγρυπνος. Πρωὶ πρωί, 3 Ἰανουαρίου, μαζί μὲ τὴν σύμμαχο πρεσβυτέρα, ἀφήνοντας πίσω τὰ τέσσερα παιδιά μας, πήγα στὸ ἐφημερεῦον Ἀττικὸ Νοσοκομεῖο.
Οὐρὲς κόσμου. Ἕνα τεράστιο μελλίσι, ἀσθενῶν, νοσηλευτῶν, ἰατρῶν, διοικητικοῦ προσωπικοῦ, διασωστῶν τοῦ ΕΚΑΒ, ἀσθενοφόρων, ὄλοι καὶ ὅλα γύρω ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτή. Ἕνας «ἀορατος πόλεμος», ὄχι τοῦ πνεύματος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ τοῦ σῶματος ἐκτυλισόταν μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἐκεῖ καὶ ἕως ὅτου ἐξεταστῶ, ἄκουσα καὶ ἀντιλήφθηκα τὴ «μετάνοια» τῶν ἀνθρώπων. Ποια; «Μετάνιωσα ποὺ δὲν ἐκανα τὸ ἐμβόλιο», ἄκουγες παντοῦ!
Εὐτυχῶς, ἤμουν ἀπὸ τοὺς πρῶτους ποὺ προσῆλθα καὶ σὲ δύο ὥρες εἶχαν τελειώσει οἱ ἐξετάσεις. Ἡ ἀγωνία στὸ ζενίθ! Εἰδικὰ γιὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀξονικῆς ποὺ θὰ ἔδειχναν ἄν ὑπῆρχε πνευμονία.
Στὴ πρώτη αὐτὴ «γραμμὴ» ἀντιμετώπισης καὶ ἐξετάσεως τῶν ἀσθενῶν, «ἰδίοις ὄμμασι» εἶδα τὸν τιτάνιο, χωρὶς ὑπερβολή, ἀγῶνα τῶν γιατρῶν καὶ τῶν νοσηλευτῶν, ποὺ ἔπρεπε μέσα σὲ μιὰ ἐφημερία, μὲ τεράστια πίεση, νὰ ἀποφασίσουν γιὰ τὸ τὶ θὰ ἀπογίνει ὁ καθένας μας. Νοσηλεία; Ἀγωγὴ στὸ σπίτι; Μονοκλωνικὰ ἀντισώματα;
Ἡ γιατρός, χιλιόχρονη νὰ εἶναι, μοῦ εἶπε σχεδὸν ντροπαλά: «Πάτερ, πρέπει νὰ νοσηλευτεῖτε»! Τῆς ἐπιασα τὸ χέρι καὶ πῆγα νὰ πῶ «ἔχω τέσσερα παιδιά. Μήπως γίνεται νὰ πάω στὸ σπίτι»; Δὲν τὸ τολμησα ὅμως. Ἀστραπιαῖα θυμήθηκα ὅτι «τίμα ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος[2]», ἔσκυψα τὸ κεφάλι καὶ εἶπα «νά ᾿ναι εὐλογημένο». Ἀπὸ ἐκείνη τη στιγμὴ ἡρέμησα. Ἔνιωσα ὅτι «ἄλλος» ἔχει πιὰ τὴν εὐθύνη.
Δύσκολος ὁ ἀποχαιρετισμὸς ἀπὸ τὴ πρεσβυτέρα ποὺ ἀγωνιοῦσε. Γνωρίζαμε καλῶς ὅτι ἐπισκεπτήρια δὲν ἐπιτρέπονται. Σὲ νοσοκομεῖο δὲν εἴχα μπεῖ ποτέ μου. Παράξενα συναισθήματα…
Μὲ ὁδήγησαν στὴν κλινική. Κλινικὴ Covid 03, δωμάτιο 3, κρεβάτι Β. Ἐπιμελήτρια κλινικής ἡ κα Λ. Λ. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ εἶχες νὰ ἀγωνιστεῖς σὲ δύο ἐπίπεδα. Τὸ πρῶτο ὁ ἑαυτός σου· τὸ δεύτερο οἱ συνασθενεῖς σου!
Στὸ ἀριστερό μου χέρι ξαπλωμένος βρισκόταν ἕνας ἄλλος ἱερέας. 72 ἐτῶν ἦταν ὁ π. Δ. Φρ. Πόσο μὲ πονάει αὐτὸ τὸ «ἦταν»… Ἔφυγε νικημένος μετὰ ἀπὸ κάποιες μέρες νοσηλείας στὴν ἐντατική. Ἀντιδροῦσε σὲ ὅλα ὁ εὐλογημένος…
Ἀπέναντί μου δεξιὰ ὁ Ν., μὲ πνευμονία 60%. Καλὸ παιδί. Τῆς ἐκκλησίας. Γίναμε φίλοι. Ἀπέναντι καὶ ἀριστερά μου ὁ κ. Θ., δυναμικὸς δικηγόρος. Ἐτῶν 80.
Καὶ οἱ τρεῖς ἀνεμβολίαστοι, ὄπως καὶ τὸ 90% τῶν 60 νοσηλευομένων στὴν κλινική. Στὸ δωμάτιο πάλι, ἄκουσα ἀπὸ τον Ν. αὐθόρμητα τὴν ἴδια «μετάνοια». «Μετάνοιωσα πάτερ ποὺ δὲν ἐμβολιάστηκα. Εἶμαι δέκα μέρες ἤδη μέσα. Μόνο μὲ βιντεοκλήσεις μπορῶ νὰ δῶ τὰ τρία μικρὰ κοριτσάκια μου. Εἶδα τὸ χάρο μὲ τὰ μάτια μου»!
Τὶ νὰ πῶ γιὰ τὶς νοσηλεύτριες καὶ τοὺς ἰατρούς. Τίμια, εἰλικρινὰ καὶ χωρὶς «σάλτσες», ἔζησα μέσα σὲ ἕναν «παράδεισο νοσηλείας», ὅπου δὲν ὑπήρχε τὸ «ἐγὼ» καὶ τὸ «ἐσύ» μεταξύ τους, τὸ «ἀνώτερος» καὶ «κατώτερος», τὸ «παλιός» καὶ «νέος»! Εκεῖνα δηλ. ἀπὸ τὰ ὁποῖα βασανίζεται ἡ κοινωνία μας ἐν πολλοῖς, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας!! Ἕνας σεμνὸς ἐπαγγελματισμὸς ἦταν σὲ ὅλους διακριτός, μαζὶ μὲ τὸ χαμόγελο καὶ τὸ καλὸ λόγο πρὸς κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς.
- Ἔλα Γ., βάλε δύναμη, πάρε ἀέρα ἀπὸ τὸν ἀναπνευστῆρα, ἄκουγες.
- Ἔλα κ. Θ., κάνε κουράγιο, καὶ τοῦ χάϊδευαν τὸ κεφάλι ἀλλάζοντάς του τὰ σεντόνια. Ἀλλάζοντάς του, καλύτερα καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα τους, τὰ λερωμένα του ἐσώρουχα…
Κάποια στιγμή, φώναξα τὴ νοσηλεύτρια Φ. ποὺ μόνο τὰ μάτια της φαίνονταν, λόγω τῶν προστατευτικῶν στολῶν τους.
– Παιδὶ μου ἔλα ἐδῶ.
– Ὀρίστε πάτερ.
– Δώσμου τὸ χέρι σου.
Δὲν κατάλαβε. Μοῦ τὸ δινει. Τὸ ἀσπάζομαι εὐλαβικά. Τραβιέται ἀπότομα.
– Μὰ τὶ κάνετε;
– Ἐσεῖς εἶστε «ἱερεῖς»! Ἐσεῖς διακονεῖτε μὲ αὐτοθυσία τὸν ἀδελφό. Σᾶς εὐχαριστῶ!
Τὰ φάρμακα ἀμέσως ἄρχισαν νὰ ἀποδίδουν καὶ ὁ πυρετὸς ἔπεσε. Οἱ μέρες κύλησαν μὲ ἠσυχία ἐσωτερικὰ καὶ ἀνησυχία ἐξωτερικά.
Ἐσωτερικά, διότι μὲ συνόδευσαν οἱ ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπιστολὲς τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, τὶς ὁποῖες διάβασα ἔνδακρυς σχεδον ὅλες. Τὶ μοναδικὴ εὐαισθησία εἶχε αὐτὸς ὅ ἅγιος ἄνθρωπος! Μὲ πόση ἀγωνία ρωτούσε νὰ μάθει γιὰ τὴν πολύτιμη ὑγεία τῶν παραληπτῶν! «Ἐν ὑγιείᾳ ἐσμεν καί εὐθυμίᾳ»[3] ἔγραφε γιὰ τὸν ἴδιο γιὰ νὰ τοὺς καθησυχάσει. Ἀντιθέτως ὅμως ζητοῦσε διαρκὴ πληροφόρηση γιὰ τὴν ὑγεία τῶν ἀγαπημένων του προσώπων. Μάλιστα σὲ χαιρετιστήριο ἐπίλογο τῆς ΙΕ΄ ἐπιστολής του παραγγέλλει τὴν συχνὴ ἐνημέρωσή του ἀπὸ τὴν Ὀλυμπιάδα «περί τῆς ὑγείας» της. Ἡ καλή της κατάσταση θὰ ἐνισχύει, γράφει, «τήν εὐφροσύνην» του καὶ θὰ ἀποτελεῖ γι’ αὐτόν «οὐ μικράν παραμυθίαν»[4] στὴν ἐρημιᾶ τῆς ἐξορίας του.
Ἐξωτερικά, διότι οἱ μεταπτώσεις τῆς ὑγείας ὅσων πέρασαν ἀπὸ τὸν θάλαμο, μὲ τελευταῖο τὸν πενηντάχρονο Γ., μὲ ἐπηρέασαν τόσο πολύ, ποὺ ἔκανα πολλὲς μέρες νᾶ ξεπεράσω τὶς τρεῖς διασωληνώσεις ποὺ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου!!
Ἡ τελευταῖα μέρα ἦταν ἐκείνη ποὺ ὄχι μόνο μάζεψα τὴ βαλιτσούλα μὲ τὰ ρούχα μου, ἀλλὰ κυρίως τὶς ἐμπειρίες ποὺ πήρα καὶ θὰ κουβαλῶ διαπαντός μαζί μου.
Ποιές;
Ὅτι ἡ ἰατρική, ἰδίως ἡ θυσιαζομένη, μαζί μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ (ναι, μαζί!), σώζει ζωές! Ἐκεῖνες γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε. Ἐκεῖνες γιὰ τὶς ὁποῖες πολλάκις ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ ἀδιαφορήσαμε ἢ καὶ πλανήσαμε μὲ ἀντιεκκλησιολογικὲς κατευθύνσεις.
Ὅτι τὰ φάρμακα, ἀκόμα καὶ ὅταν τυχὸν περιπλέκονται μὲ οἰκονομικὰ συμφέροντα, σώζουν ζωές. Καὶ ἐκεῖ μέσα ἔνιωσα ὅσο ποτὲ τὴν ἀξία της.
Ὅτι ἡ γιατρὸς-ἐπιμελήτρια μοῦ εἶπε λίγο πρὶν φύγω: «Πάτερ σὲ ἔσωσε τὸ ἐμβόλιο»! Καὶ ὄντως ἔσωσε τὴ ζωή μου.
Ὅτι δὲν μὲ πείθει καμμία ἄλλη συνωμοσιολογικὴ ἢ ψευτο-πνευματικὴ περὶ τοῦ ἀντιθέτου θεωρία, ἀφοῦ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις»!
Καὶ ἐγὼ τὰ ἔζησα! Δὲν μοῦ τὰ ἀνήγγειλαν…
[1] PG 35, 1080
[2] Σοφία Σειράχ, 38,1
[3] Ολυμπιάς-Επιστολή Δ΄ (ΙΒ΄), SC 13, 98.1b
[4] Ολυμπιάς-Επιστολή ΙΑ΄ (Ε΄), SC 13, 184.2c
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου