Τὸ ὅλο πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νὰ εὑρεθεῖ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ νὰ μὴ ἐκπέσει Αὐτοῦ, ἢ ἀφοῦ ἐξέπεσε (ὁ Ἀδὰμ καὶ ἐμεῖς) νὰ εὑρεθεῖ καὶ πάλι ἐν Αὐτῷ ὡς Θεῷ του καὶ ἀνθρώπῳ του, διότι ὁ Λόγος Χριστὸς διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ τὸν ἑνώσει μεθ᾿ Ἑαυτοῦ, νὰ τὸν «ἐνυποστήσει» ἐν Ἑαυτῷ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καὶ ἔτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν πληρότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν θεώσει, δηλαδὴ μὲ μία λέξη νὰ τὸν θε-ανθρωποποιήσει.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, δημιουργηθεὶς ἔβλεπε τὸν Θεὸ καὶ εἶχε κοινωνία μαζί Του, καὶ ἔπρεπε ἐν συνεχείᾳ ἐλευθέρως καὶ ἀγαπητικῶς νὰ φθάσει ἐν τῷ Θεῷ Λόγω στὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωσή του. Διότι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σκοπὸς ὁλόκληρης τῆς θείας δημιουργίας, καὶ ἡ θέωση εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέωση δὲ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατὴ καὶ κατορθωτὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ, δυναμικὴ εἰκὼν τοῦ Ὁποίου εἶναι δημιουργικῶς ἐναποτεθειμένη στὸν ἄνθρωπο καὶ βάσει αὐτῆς καὶ μόνο πραγματοποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κατὰ χάριν θέωσή του. Ἡ πρὸς θέωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δεδομένη δυνατότης καὶ δυναμικότης τῆς θεώσεως δὲν εἶναι ἕνας «εὐσεβὴς πόθος» τοῦ «θρησκευτικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ μία ἀνθρωπολογική (=χριστολογική, θεανθρώπινη) ἀλήθεια, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν ταύτη τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος, ἦλθε καὶ εἶπε στοὺς πρώτους ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ γίνουν καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ «θεοί», αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο ψεῦδος. Ἕνα ψεῦδος ὅμως προϋποθέτει πάντοτε μία ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ ψεῦδος αὐτὸ τυγχάνει ἡ κατάχρηση, ἢ διαστρέβλωση, ἢ «λήθη», ἢ ἀναίρεση, ἢ στέρηση. Ὁ διάβολος ἐψεύδετο συμβουλεύων τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄνευ Θεοῦ «θέωση» (τὴν ψευδῆ, ἐπειδὴ ἀ-θεο «θέωση»), καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, P.G. 725) δεχθήκαμε καὶ ἀκολουθήσαμε τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγοῦσε πρὸς μία κατάχρηση τῆς θεοσδότου, ἐν ἡμῖν, δυναμικῆς ἐφέσεως πρὸς ἀληθινὴ θέωση. Ἀλλὰ διὰ τῆς καταχρήσεως αὐτῆς ὄχι μόνο δὲν ἐπιτύχαμε τὴν θέωση, ἀλλὰ καὶ καταστρέψαμε τὴν ὕπαρξή μας τὴν αὐθεντικὴ καὶ «τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (Ψαλμ. 68, 2). Ἡ «ὄρεξις» τῆς θεώσεως μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ προϋπῆρχε ἡ πρὸς τὴν ἀληθινὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ προδεδωρημένη ἔφεση ἢ δυνατότης ἢ δυναμικότης μέσα στὸν ἄνθρωπο πρὸς αὐτὴ τὴν θέωση, τὴν ὁποία ἔφεση δύναται μὲν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθέρως νὰ καταχρᾶται καὶ νὰ διαστρεβλώνει, δὲν δύναται ὅμως νὰ τὴν ἀποβάλλει ἐντελῶς.
Ἡ δημιουργικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ δοσμένη στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου κτιστὴ «εἰκών» (ἢ «ἐνέργημα») Του μὲ τὶς δυνάμεις καὶ ἐφέσεις της ἀποτελοῦν ἀκριβῶς τὸν «λόγο» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸ τελικὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ ἅγιος τοῦ Χριστοῦ Ὁμολογητής, ὁ θεῖος Μάξιμος, ὅταν ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἀνθρώπου ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «λόγο» (ἢ τοὺς «λόγους») τῆς φύσεώς του, τὸν ὁποῖο ὀνομάζει καὶ «λογιότητα». Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ «λογιότης» αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «ὁ λόγος», ἢ «τὸ λογικόν») καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ εἶναι ἡ Αὐτολογιότης, καὶ τὸν συνδέει πάλι μὲ τὸν Θεάνθρωπο Λόγο. Δὲν σημαίνει ἐδῶ ὁ «λόγος» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «τὸ λογικόν», ἢ «ἡ λογιότης») κάτι τὸ μόνο «διανοητικόν» (ratio) ἐντὸς τοῦ ἄνθρωπου, οὔτε πάλι σημαίνει κάτι τὸ «αὐτόνομον» τοῦ ἀνθρώπου, τὴν «αὐτονομία» ἢ τὴν «αὐτάρκειά» του, ἀλλὰ σημαίνει τὴν καθολική (ἄρα καὶ «λογική» καὶ «ὑπαρξιακή») ἐν ἀγάπῃ σχέση καὶ μετοχὴ καὶ κοινωνία αὐτοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐν τῷ Ὁποίῳ εὑρίσκεται ὁ θεῖος «λόγος» τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ θεῖος προορισμός του, ἡ «ἀρχή» καὶ τὸ «τέλος» του, τὸ Α καὶ τὸ Ω του, ὅπως καὶ «οἱ λόγοι» πάντων τῶν ὄντων, διότι ὁ Θεάνθρωπος Λόγος εἶναι «ἡ ἀλήθεια πάντων τῶν ὄντων», κατὰ τοὺς Ἁγίους (πρβλ. Κολ. 1, 15-20, Ἀποκ. 1, 8, 20, 5-6. Ἁγίου Μαξίμου, P.G. 91, 1081). Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐλευθερίᾳ «λόγιον» ἢ «λογικήν» (logosni) σχέση καὶ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Λόγο Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός», «γῆ πάσχουσα», εἶναι μία πτῶσις καὶ μία ἁμαρτία, «ἀποτυχία», ἀποτυχία δὲ διότι ἀποτυγχάνει τοῦ σκοποῦ του, καὶ ὑπάρχει μὲν τραγικῶς, ἀλλὰ δὲν ζεῖ, μὴ ἔχων οὔτε κἂν σωστὴ ἀνθρώπινη «φύση» καὶ «ὑπόσταση», οὔτε κἂν σωστὸ «σχέδιο» ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ εἶναι μία «ἔκπτωσις» καὶ ἐκ τῶν δυό. Καὶ εἶναι «πτῶσις» καὶ «ἔκπτωσις» καὶ «ἀποτυχία» ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστό, διότι ἡ ψυχή του καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξή του εἶναι κατὰ φύσιν χριστιανή (ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἀπολογητές), χριστοκεντρικὴ καὶ χριστολογική, διότι δημιουργήθηκε κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ἡ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὕπαρξή του ὑπάρχει καὶ ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωή της μόνο ἐν τῇ συνεχεῖ καὶ ἀδιακόπῳ ἀγαπητικῇ σχέσει μὲ τὸν Χριστό, Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ἀρχή, μεσότης καὶ τέλος» τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν τὴν εἰκόνα αὐτὴ ἐν τῇ σχέσει της μὲ τὸν Χριστὸ ἀρνεῖται ὁ ἄνθρωπος, αὐτὴ καὶ τότε δὲν ἐξαφανίζεται ἐντελῶς (ἀλλ᾿ εἶναι ὡς «λίνον τυφόμενος») (Ματθ. 12, 20), ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο καὶ ἐρημώνει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν «λογιότητά» του, ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ «ἀνθρωπότητά» του, βλάπτει καίρια καὶ ζημιώνει τὸν ἑαυτό του, πάσχει ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος, γίνεται «πάθος», γίνεται ἕνα «αὐτοείδωλον», ὅπως τὸ διαπιστώνουν στὴν ἐμπειρία τους οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ὅταν ἐπιστραφοῦν πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό: «Αὐτοείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μου βλάπτων, Οἰκτίρμων· ἀλλ᾿ ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι· μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τοῦ ἀλλοτρίου (τοῦ διαβόλου), Σωτήρ, αὐτός με οἴκτειρον» Μέγας Κανών, Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ᾠδὴ δ´).
Ἡ ἐμπειρία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ συνεχίζεται ὡς βαθειὰ ἀνθρώπινη καὶ βαθειὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διὰ τῶν αἰώνων, μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καὶ νὰ ὑφίσταται «αὐτόνομος», δηλαδὴ μόνος του καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ Θεοῦ Λόγου, μὲ τὴν «αὐτάρκειά» του, τὴν δῆθεν ἀνεξάρτητη ἀπὸ ὁποιονδήποτε «ἐλευθερία» του. Διότι ἡ διεκδίκηση ἑνὸς «αὐτόνομου» ἀνθρώπου, ἑνὸς «χωρὶς Χριστοῦ» ἀνθρώπου (Ἐφ, 2, 12, 4, 18), χάριν μίας «ἐλευθερίας» (σφετερισμένης καὶ αὐτῆς), καταντᾶ ἀναπόφευκτα στὸ ἀντίθετο: στὴν τραγικὴ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀλύτους καὶ παρα-λόγους καὶ παρα-νόμους «νόμους» (ἢ ἀπρόσωπα «στοιχεῖα» καὶ «δυνάμεις») τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν ἀπ-ανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὑπαρξιακὸς «οἶκος» τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν χάρη τοῦ Πνεύματός Του μὲ τοὺς καρπούς της δὲν δύναται νὰ παραμείνει ἐπὶ πολὺ ἢ καὶ καθόλου ἄδειος («σχολάζων καὶ σεσαρωμένος», Ματθ. 12, 44), διότι, ἐπειδὴ δὲν «συνάγει» καὶ δὲν συνάγεται μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἕνεκα τούτου «σκορπίζεται» (Λουκ. 11, 23) καὶ διασκορπίζεται ἀπὸ τὸ «ἀκάθαρτον πνεῦμα» καὶ τὰ «ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα αὐτοῦ», καὶ γίνονται «τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων» (Λουκ. 11, 26). Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν συνεκτικὴ καὶ ἑνοποιὸ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, φθείρεται καὶ ἀποσυντίθεται καὶ «λεγεωνοποιεῖται», ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο (Μαρκ. 5, 9, 15), καὶ ὅπως ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴν τραγικὴ πραγματικότητα νὰ τὸ ὁμολογήσει ἀκουσίως ἡ ψυχανάλυση καὶ ὁ σύγχρονος ὑπαρξισμός. Ἡ διεκδίκηση τῆς «αὐτονομίας» καὶ τῆς «ἐλευθερίας» τοῦ ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό (καὶ συχνὰ ἡ ἀναζήτηση τῆς «ἐλευθερίας» στὸ «Μηδέν») καταντᾶ νὰ εἶναι πλέον ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο (καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἄνθρωπο), ἐκφυλισμὸς δηλαδή, ἢ μᾶλλον ἀνθρωποκτονία καὶ αὐτοκτονία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ὁ διάβολος ὑποσχεθεὶς στοὺς ἀνθρώπους τὴν «θέωση» ἀπέβη ἀνθρωποκτόνος ἐξ ἀρχῆς (Ἰω. 8, 44).
Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας στὴν Ἀθήνα, κατὰ τὸ 1968, μὲ τίτλο «Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεανθρώπου καὶ ὁ μηδενισμὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χριστός, ἀρχὴ καὶ τέλος», ἔκδοση τοῦ Ἱδρύματος Γουλανδρῆ–Χόρν,
Ἀθήνα 1983, σελ. 40-44
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου