Του Βλάση Αγτζίδη
Η διαφορά των προσεγγίσεων και των ερμηνειών για το ιστορικό μεταίχμιο του 1908-1923 είναι γνωστή, όπως γνωστές είναι και οι σφοδρές συγκρούσεις για την ιστορία. Με αφορμη τη δημοσίευση ενός κειμένου του Λάμπρου Μπαλτσιώτη με τίτλο «Ποιον ωφελεί η αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων. Γενοκτονία, πολιτική και ιστορία» στο οn-line περιοδικό «Xρόνος», έγραψα ένα συνολικό «κείμενο αντίκρουσης» με τίτλο «Σχόλιο πάνω στο κείμενο του Λ. Μπαλτσιώτη. Γενοκτονία, Πόντιοι, Μικρά Ασία: η σκοτεινή πλευρά του νεοελληνικού μας κόσμου«.
Επί πλέον -έχοντας μια γενική αντίληψη ότι μόνο η ελεύθερη και ανεμπόδιστη διατύπωση της γνώμης μαζί με τη συνάντηση των διαφορετικών προσεγγίσεων γύρω από ένα τραπέζι, μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα συνεννόησης και, γιατί όχι, αναζήτησης των κοινών τόπων- επικοινώνησα με τον Λ. Μπαλτσιώτη και καταλήξαμε σε μια θετική συμφωνία: να διοργανωθεί στις 21 Φεβρουαρίου 2014 ένα Στρογγυλό Τραπέζι στο πλαίσιο του Σεμιναρίου Ιστορίας της Κηφισιάς με τη συμμετοχή των Βασίλη Μεϊχανετσίδη, Λάμπρου Μπαλτσιώτη, Δημήτρη Χριστόπουλου, Χριστίνας Κουλούρη και εμού, που θα συζητήσει τα «επίμαχα» ζητήματα….
Το «κείμενο αντίκρουσης» που έγραψα είναι το εξής:
Γενοκτονία, Πόντιοι, Μικρά Ασία:
η σκοτεινή πλευρά του νεοελληνικού μας κόσμου
.
«Οι πόντιοι άρχισαν να καταφθάνουν μετά τους βαλκανικούς πολέμους
και, κυρίως, μετά την λεγόμενη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οι τελευταίοι μας ήρθανε από την Σοβιετική Ένωση το 1940,
σαν ένα πεσκέσι του Στάλιν.
Δηλαδή, οι πόντιοι είναι επήλυδες, είναι ξενόφερτοι, είναι πρόσφυγες.
Οι ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες….
Οι πόντιοι κατέληξαν να είναι ο ύστατος στόχος
των ελλαδικών ρωμιών.»
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Οι Πόντιοι», περ. Σχολιαστής, 1987)
Το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Λάμπρου Μπαλτσιώτη[1], δίνει την ευκαιρία για αναστοχασμό πάνω σε κρίσιμα και αδιερεύνητα ζητήματα της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας και κοινωνίας. Ζητήματα που είτε ανήκουν στο χώρο της κοινωνίας (νεοπρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση) είτε στο χώρο της ιστορίας, σχετιζόμενα με το μεγάλο γεωπολιτικό και κοινωνικό-οικονομικό μετασχηματισμό που συνέβη στην Εγγύς Ανατολή την περίοδο 1908 (κίνημα Νεότουρκων) έως 1923 (Συνθήκη Λωζάννης), αλλά και με το σοβιετικό πείραμα και ειδικότερα τη σταλινική του περίοδο.
Δίνει επίσης την ευκαιρία να εξεταστούν οι εικόνες που διαμορφώθηκαν στον ελλαδικό χώρο για τα θέματα αυτά, ο τρόπος πρόσληψης των γεγονότων εκείνων τόσο από την κυρίαρχη εξουσία (στη μοναρχική, στη δικτατορική και στη δημοκρατική της εκδοχή) όσο και από τη διανόηση (καθεστωτική και μη), τους ιστορικούς κ.λπ. Όπως επίσης να τεθεί υπό το φως της κριτικής η «οριενταλιστική» ματιά για τα θέματα αυτά, που κυριαρχεί σε ένα σημαντικό τμήμα Νεοελλήνων ιστορικών.
Το «κενό»
Η έλλειψη κοινά συμφωνημένου αφηγήματος για τα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά θέματα δημιούργησε ένα ερμηνευτικό «κενό», που το αντιλαμβάνονται άμεσα όλοι όσοι ασχολούνται μ’ αυτά, είτε ως ερευνητές είτε ως φορείς κοινωνικής αλληλεγγύης προς πάσχοντες πληθυσμούς (νέο-πρόσφυγες από την τ. ΕΣΣΔ). Απόρροια αυτού του «κενού» υπήρξε και ο εξαιρετικά ενδιαφέρον τρόπος που οι κυρίαρχες πολιτικές αλλά και ιδεολογικές δυνάμεις, δεξιά κι αριστερά, αντιμετώπισαν τα νέα αιτήματα και ζητήματα του προσφυγικού χώρου, και ειδικότερα:
-τη δημόσια κατάθεση της ιστορικής τους άποψης ότι υπήρξαν θύματα οργανωμένης Γενοκτονίας (1914-1923) από τον τουρκικό εθνικισμό,
-την αναφορά στις διώξεις που υπέστη στην ΕΣΣΔ από το σταλινισμό η ελληνική μειονότητα μετά το 1937-38.
Παράλληλα, και μ΄ έναν παράξενο τρόπο, η πανούργα Ιστορία «χάρισε» στους Νεοέλληνες και μια άλλη εμπειρία: Να «υποδεχτούν», από την εποχή της Περεστρόικα, με το γνωστό άξενο τρόπο, δεκάδες χιλιάδες ομοεθνείς πρόσφυγες και μετανάστες από την καταρρέουσα/εύσασα ΕΣΣΔ. Πρόσφυγες που σε μεγάλο μέρος τους, ήταν ένα παράδοξο κατάλοιπο της Μικρασιατικής Καταστροφής, εγκλωβισμένοι στη Σοβιετική Ένωση και υφιστάμενοι τις συνθήκες του «σοσιαλιστικού θερμοκηπίου» που κράτησε 70 και κάτι χρόνια, καλυπτόμενοι από τη Συνθήκη Ανταλλαγής των πληθυσμών της Λωζάννης του 1923. Περί τις 250.000 «νεο-πρόσφυγες» εισήλθαν στο νεοελληνικό κράτος τις δύο τελευταίες δεκαετίες, κουβαλώντας στις αποσκευές τους παλιές ιστορίες και εκκρεμότητες, τις οποίες η ελλαδική κοινωνία και οι πολυποίκιλες πολιτικές και κρατικές της εκφράσεις είχαν/έχουν προσπαθήσει ματαίως να ξορκίσουν.
Οι νέοι αυτοί πρόσφυγες βρέθηκαν στο κέντρο του κυκλώνα που σάρωσε την Ανατολική Ευρώπη τη δεκαετία του ’80 και του ’90, αφού λίγες δεκαετίες πριν, από το 1937-38, είχαν υποστεί την αντιμειονοτική πολιτική του σταλινισμού (μαζί με τους πολιτικούς φυγάδες από την Ελλάδα, μέλη και φίλους του ΚΚΕ[2]). Μόλις 2,5 δεκαετίες πριν την έναρξη των σταλινικών διώξεων, υπήρξαν θύματα της πολιτικής της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξε ο τουρκικός εθνικισμός (Νεότουρκοι+Ατατούρκ) για να επιλύσει το εθνικό «πρόβλημα».
Υπήρξαν επίσης και θύματα ενός εθνικού-κράτους, μιας «μητέρας-πατρίδας», το οποίο ποτέ δεν τήρησε προς αυτούς τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά αντιθέτως προσπάθησε με κάθε τρόπο να τους «αποκρύψει», είτε εξαφανίζοντάς τους από τις διπλωματικές υποχρεώσεις, είτε απαγορεύοντάς τους να έρθουν στην Ελλάδα.[3] Είτε -όταν αυτό ήταν αναπόφευκτο- τους έστελνε στις φαβέλες του υπολοίπου της Αττικής και προσπαθούσε να τους χρησιμοποιήσει εργαλειακά για ίδιον κρατικό όφελος, κάτι που έκανε συστηματικά από το 1922. Μόνο που η πολιτική της «εξαφάνισης» του πληθυσμού αυτού -καθώς και του ιστορικού φορτίου που έφερε- δεν ήταν μόνο πολιτική του κράτους, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς, η οποία ακόμα και το νέο προσφυγικό ζήτημα το αντιμετώπισε σαν να ήταν αντίστοιχο με αυτό των «Πακιστανών στη Βρετανία»[4]….
Όλα αυτά τα ζητήματα, ουδέποτε τα αντιμετώπισε η νεοελληνική ιστοριογραφία. Και αυτό υπήρξε απόρροια της παραδοσιακής της στάσης απέναντι στην ιστορική εμπειρία του προσφυγικού πληθυσμού. Στην ουσία, για επτά δεκαετίες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν επιτράπηκε στους πρόσφυγες του ’22 να επαναδιαπραγματευτούν τη συλλογική ιστορική αφήγηση στο κοινό έθνος-κράτος, ώστε να συμμετάσχουν και αυτοί στο εθνικό αφήγημα. Αυτή η άρνηση είχε ορισμένα ανελαστικά χαρακτηριστικά και πήρε ιδιαίτερα έντονες μορφές, οι οποίες δε συνάδουν με τον παραδοσιακό τρόπο διαμόρφωσης της συλλογικής εικόνας.
Η σχετικά πρόσφατη αμφισβήτηση του ιστορικού γεγονότος της Γενοκτονίας από τμήμα της Αριστεράς, που καταλήγει σε Άρνηση (negotiationism), συμβαδίζει χρονικά και ποιοτικά με το Δεξιό αναθεωρητισμό που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση των υπαιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής και: «…ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων, μια σύγκρουση που έχει καθορίσει την προσφυγική μνήμη, καθώς και το αίσθημα αποκλεισμού της προσφυγικής μνήμης από την επίσημη ιστορία.»[5]
Κατ’ αρχάς: ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ;
Ένα από τα ζητήματα που διχάζουν την κοινότητα των ιστορικών είναι το αν οι εθνικές εκκαθαρίσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τους Νεότουρκους (1914-1918) και τον Μουσταφά Κεμάλ πασά (1920-1923) μπορούν να χαρακτηριστούν με το νομικό όρο «Γενοκτονία». Ο όρος αυτός, ανεξαρτήτως των ενστάσεων που μπορεί να διατυπώσει ελευθέρως ο καθένας, ορίστηκε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο από τον ΟΗΕ και εισήχθη έτσι στο διεθνές δικαιϊκό σύστημα. Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης κάνει μερικές χρήσιμες παρατηρήσεις στο κείμενό του για την κατάχρηση του όρου και για την τάση πολλών κακοποιημένων λαών και εθνοτήτων να ενταχθούν στην προνομιούχο κατηγορία των πληθυσμών που υπέστησαν Γενοκτονία, ελπίζοντας στην ευμένεια των ισχυρών του πλανήτη για τουλάχιστον ηθική δικαίωση και, ίσως, αποζημίωση για τα δεινά που υπέστησαν.
Ήδη αναπτύσσονται διεθνώς –πλην Ελλάδας- οι αντίστοιχοι τομείς της επιστημονικής έρευνας για «το έγκλημα της Γενοκτονίας», πραγματοποιούνται σημαντικές έρευνες και κοινοποιούνται ιδιαιτέρως χρήσιμες ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις. Επίσης έχει δημιουργηθεί το International Association of Genocide Scholars (IAGS) ως ένας διεθνής επιστημονικός θεσμός που εξειδικεύεται στη μελέτη του εγκλήματος της Γενοκτονίας και παρακολουθεί τις περιπτώσεις παραβίασης των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Όσον αφορά της Έλληνες της Ανατολής [Μικρά Ασία (Ιωνία, Πόντος, Βιθυνία, κ.ά) και Ανατολική Θράκη] κατά την περίοδο του οριστικού γεωπολιτικού μετασχηματισμού της Εγγύς Ανατολής και την είσοδο της περιοχής στην εποχή του έθνους-κράτους, έχουν γραφτεί πολλά[6]. Ο απροκατάληπτος πολίτης μπορεί να ενημερωθεί πλήρως από την υπάρχουσα –και στα ελληνικά- βιβλιογραφία.[7] Ένα σημείο που προκαλεί πολλές συγκρούσεις και παρανοήσεις επ’ αυτής της ιστορικής διαδικασίας, σχετίζεται με την εμμονή πολλών Νεοελλήνων ιστορικών να συνδέουν απολύτως τις ενδοοθωμανικές διεργασίες, τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις ταξικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –τις οποίες εξαφανίζουν από το ερευνητικό πεδίο- με την Ελλάδα και τις μεγαλοϊδεατικές της ονειρώξεις. Η εμμονή αυτή μαζί με τη μεταφυσική αντιδιαλεχτική σκέψη και τα κληρονομημένα στερεότυπα για τα μικρασιατικά γεγονότα -που έχουν προέλθει από τις σχετικά παρόμοιες αναπαραστάσεις της Δεξιάς (μεταξικής-μοναρχικής-χουντικής) και της Αριστεράς (Μπεναρόγια-Πουλιόπουλος, Νίκος Ζαχαριάδης)- είναι η αιτία πολλών «δεινών», καθώς και της αδυναμίας επικοινωνίας. Το πραγματικό ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα το φαινόμενο του μετασχηματισμού της Εγγύς Ανατολής το περιγράφει πολύ καλά ο Enzo Traverso αναφερόμενος στο αρμενικό ζήτημα: «Λόγω του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού τους ρόλου στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι αποτελούν ένα εμπόδιο στην πορεία της διαδικασίας εθνικής ομογενοποίησης, η οποία προωθείται από το κίνημα των Νεότουρκων. Πρόκειται για την πρώτη γενοκτονία που διαπράττεται στο όνομα του νεωτερικού εθνικισμού, ως πράξη γέννησης ενός έθνους-κράτους δυτικού τύπου στη θέση της παλιάς πολυεθνικής αυτοκρατορίας».[8]
Πάντως, ανεξάρτητα από τις δημόσιες τοποθετήσεις και τις ιδεολογικές συγκρούσεις, το IAGS έχει τοποθετηθεί ξεκάθαρα από το Δεκέμβρη του 2007. Στην εισαγωγή του αναφέρει: «The International Association of Genocide
Scholars (IAGS) has voted overwhelmingly to recognize the genocides inflicted on Assyrian, Greek, Armenian and other Christian and religious minority populations of the Ottoman Empire between 1914 and 1923. The resolution passed with the support of over eighty percent of IAGS members who voted. The resolution (full text below) declares that “it is the conviction of the International Association of Genocide Scholars that the Ottoman campaign against Christian minorities of the Empire between 1914 and 1923 constituted a genocide against Armenians, Assyrians, and Pontian and Anatolian Greeks.”
It “calls upon the government of Turkey to acknowledge the genocides against these populations, to issue a formal apology, and to take prompt and meaningful steps toward restitution….”[9]
Η θέση αυτή συμβαδίζει με θεωρήσεις σημαντικών Τούρκων ιστορικών, οι οποίοι συμβάλλουν στους προβληματισμούς και καταθέτουν νέες απόψεις. Είναι ενδιαφέρουσα η προσέγγιση του Halil Berktay (με αναφορά μόνο στην ποντιακή υποπερίπτωση μιας και απαντούσε σε αντίστοιχη ερώτηση): «Η αλήθεια δεν είναι διαπραγματεύσιμη, όμως μπορεί να διδαχθεί. Τα τελευταία 10 χρόνια η συμπεριφορά γύρω από την Γενοκτονία έχει μαλακώσει… Ωστόσο η κατάχρηση της λέξης «Γενοκτονία», την αποδυναμώνει και προκαλεί αγανάκτηση. Ο όρος είναι δύσκολος και επικίνδυνος. Πιστεύω ότι υπήρχε μόνο μία Γενοκτονία και δεν εννοώ ότι αυτό που συνέβη στον Πόντο δεν ήταν Γενοκτονία. Αντίθετα, λέω ότι οι Ενωτικοί, δηλαδή η ηγεσία της «Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος», κυρίως δε ο Ταλαάτ, είχαν ένα μαζικό σχέδιο για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας. Και αυτό εφαρμόστηκε στους Αρμενίους, τους Ποντίους και τους Ασσυρίους. Προτιμώ να το βλέπω ως ένα ενιαίο σχέδιο, που και το κάνει και πιο εύκολα συζητήσιμο και κατανοητό»[10].
Το ιστορικό γεγονός της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής[11] (με τους Αρμένιους και τους Ασσσυροχαλδαίους, σε μια ενιαία ιστορική κατηγορία) είναι πλέον αποδεκτό από εξωελλαδικούς ακαδημαϊκούς κύκλους που μελετούν το έγκλημα της Γενοκτονίας όπως αυτό ορίζεται στο Διεθνές Δίκαιο.[12] Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι για το ζήτημα του μετασχηματισμού της Ανατολής από Αυτοκρατορία σε έθνος-κράτος και τους μηχανισμούς μετάβασης (Γενοκτονίες), υπάρχουν σήμερα δύο σχολές σκέψης, με μεγάλες εσωτερικές αποχρώσεις η κάθε μία. Από τη μια η παραδοσιακή, που είναι και κυρίαρχη, και από την άλλη η «προσφυγική», της οποίας η θεώρηση για τις εθνικές εκκαθαρίσεις είναι λίγο πολύ ταυτόσημη με αυτή του Βerktay, του Dundar, του Aksam και άλλων σημαντικών μελετητών και θέτει, σε γενικές γραμμές, ως βάση των ερμηνευτικών της προσεγγίσεων την απόφαση του I.A.G.S.[13]
Διαιώνιση και μετασχηματισμός του Τραύματος
Το Τραύμα του ’22 ενυπήρχε και εκφραζόταν έως τότε με ποικίλους τρόπους. Είχε διατηρηθεί για δεκαετίες ως «υπόγειο τραύμα» στις προσφυγικές κοινότητες, οι οποίες, όσον αφορά τις πολιτικές ερμηνείες της ιστορικής τους εμπειρίας, ζούσαν ιδεολογικά αποκλεισμένες. Τόσο εξαιτίας των κρατικών επιλογών της «μητέρας-πατρίδας», όσο και της ελλαδικής της αντιπολίτευσης.
Η διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης εξωσυστημικής ερμηνείας είχε ήδη συμβεί από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τότε, σημαντικοί λογοτέχνες και ερευνητές, προσφυγικής καταγωγής, είχαν περιγράψει και αποτυπώσει με εξαιρετική ενάργεια και λεπτομέρεια τους μηχανισμούς μετάβασης από την πολυεθνική Αυτοκρατορία στη Νέα Εποχή του έθνους-κράτους και τις δραματικές επιπτώσεις τους στις ελληνικές κοινότητες της Ανατολής. Χαρακτηριστικά είναι τα κείμενα του Ηλία Βενέζη, του Εμμ. Εμμανουηλίδη, της Διδώς Σωτηρίου, του Στρατή Δούκα, του Αντώνιου Γαβριηλίδη, του Χρύσανθου Τραπεζούντος, του Δημήτριου Κουτσογιαννόπουλου, του Χριστόφορου Τσέρτικ, του αρχ. Παν. Τοπαλίδη κ.ά. Τα κείμενα αυτά, λογοτεχνικά και ιστορικά, περιγράφουν με μεγάλη λεπτομέρεια τον πολύμορφο γεωγραφικό χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής, όπου οι χριστιανικές ομάδες υπέστησαν την εθνική εκκαθάριση. Η αποτύπωση των γεγονότων θα συνεχιστεί και μεταπολεμικά. Ο μετασχηματισμός του Τραύματος από ψυχολογικό σε πολιτισμικό, θα οδηγήσει κάποιες ομάδες διανοουμένων να συνδέσουν ερμηνευτικά εκείνα τα γεγονότα με τις νέες απόψεις που διαμορφώθηκαν στη διεθνή κοινότητα ως απόρροια της ναζιστικής φρίκης. Έτσι, ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης (1959), ο Χαρ. Λυσσαρίδης (1964), ο Γεώργιος Λαμψίδης (1969) θα θέσουν τις βάσεις της ερμηνείας των γεγονότων σε σχέση με το διεθνές δίκαιο. Τότε θα περιγραφούν, για πρώτη φορά, οι εθνικές εκκαθαρίσεις της περιόδου 1914-1923 με το νέο νομικό όρο «Γενοκτονία».
Στο κυρίαρχο σύστημα, η προσφυγική Μνήμη αντιμετωπίστηκε εξ αρχής ως άχθος και εμπόδιο στην εξωτερική, αλλά και στην εσωτερική πολιτική.[14] Υπάρχουν χαρακτηριστικές συμπεριφορές κάποιων πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής του Μεσοπολέμου -όπως ο Ελ. Βενιζέλος[15], ο Ιωάννης Μεταξάς[16], ο Νίκος Ζαχαριάδης[17]– που «αποκαλύπτουν» μια παρόμοια αντίληψη, η οποία κληρονομήθηκε και υπήρξε η ψυχολογική και ιδεολογική βάση του φαινομένου της Άρνησης της Γενοκτονίας.[18]
Η πολιτική του ελληνικού κράτους αποσκοπούσε οριστικά στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων του ’22 και στην απεμπόληση των ιδιαίτερων ιστορικών εμπειριών τους. Η στάση αυτή επιβλήθηκε και στο χώρο της νεοελληνικής ιδεολογίας αλλά και της επίσημης και »ανεπίσημης» ιστοριογραφίας. Την ίδια μοίρα θα έχουν και οι πολυάνθρωπες ελληνικές κοινότητες του Εύξεινου Πόντου, που διασώθηκαν στα σοβιετικά παράλια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ακόμα και σε ιστοριογραφικό επίπεδο θα αποτελούν μια από τις λιγότερο μελετημένες ομάδες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Μέχρι τότε οι αναφορές στο συγκεκριμένο τμήμα της ελληνικής διασποράς, ήταν περιορισμένες. Απουσίαζαν από τη βιβλιογραφική και ερευνητική παραγωγή, μελέτες σχετικά με την εμπλοκή τους στα ιστορικά γεγονότα της Ρωσίας και την πορεία των ελληνικών κοινοτήτων τη σοβιετική περίοδο. Θέματα όπως η μεσοπολεμική άνθηση, oι σταλινικές διώξεις και η μετασταλινική περίοδος αποτελούσαν terra incognita. Επίσης δεν υπήρχαν μελέτες που να τοπoθετούν την ιστορία των ελληνικών κοινοτήτων στο ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, όπως αυτό εκφράστηκε από την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία και την παράλληλη επικράτηση του τουρκικού εθνικισμού στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα μεγάλα κενά στην ελληνική ιστοριογραφία, τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως «λευκές σελίδες της ελληνικής ιστορίας».
‘Όμως η «αντι-μνήμη», δηλαδή ο χώρος της μνήμης που διαμορφώνεται από τα κάτω, άρχισε να αμφισβητεί από τη δεκαετία του ’80 τα κυρίαρχα αφηγήματα. Με το αίτημα που διατυπώθηκε από τις προσφυγικές οργανώσεις για την αναγνώριση της Γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό την περίοδο 1914-1923, αλλά και με την κριτική που άσκησαν, τόσο προς τις ελλαδικές ελίτ για την αρνητική τους στάση, όσο και προς το σταλινισμό για τη μεταχείριση αυτών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, αμφισβήτησαν το σύνολο των κυρίαρχων ιδεολογημάτων και την απαίτηση για επιλεκτική λήθη.
Οι πρόσφυγες στην Μεταπολίτευση!
Στο κείμενο του Μπαλτσιώτη αποτυπώνεται η εικόνα που έχει ένα τμήμα των ιστορικών του σήμερα, ή καλύτερα μια σχολή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, για τα νέα φαινόμενα που εμφανίστηκαν μετά τη Μεταπολίτευση, και σχετίζονται με το φαινόμενο που διαπραγματευόμαστε. Και η εικόνα αυτή περιγράφεται με τρεις λέξεις: «αμηχανία», «απαξίωση» και «κινδυνολογία».
Ας δούμε πoια κατάσταση υπήρχε στον προσφυγικό χώρο την εποχή της Μεταπολίτευσης, ποιες νέες συνθήκες είχαν δημιουργηθεί και τι παρήχθη τελικά από την κίνηση της ίδιας της κοινωνίας.
Η Μεταπολίτευση (αρχίζει το 1974) απέχει μόλις 52 χρόνια από το ’22. Η πρώτη γενιά ζει ακόμα, η δεύτερη μεγάλωσε μέσα στη δεκαετία του ’40 και η τρίτη μόλις ξεμύτισε από το αντιδικτατορικό κίνημα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στο πρόσωπο των εγγονών των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, η αποκλεισμένη προσφυγική Μνήμη συναντήθηκε με την αριστερή πολιτικο-ϊδεολογική και οργανωτική εμπειρία,. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά είχε κληρονομήσει τη γνώση της ιστορικής εμπειρίας και τα συναισθήματα, μέσω της άμεσης συνάφειας με τους φορείς του φυσικού Τραύματος, εντελώς αδιαμεσολάβητα. Ευνοήθηκε από την εμφάνιση της Κοινωνίας των Πολιτών ώστε να μεταφέρει στο δημόσιο χώρο το Τραύμα, που έως τότε αναπαραγόταν αυθόρμητα στην οικογένεια και στους προσφυγικούς συλλόγους. Παράλληλα μπόρεσε να εκφράσει και να δημοσιοποιήσει τις αποκλεισμένες και απαγορευμένες έως τότε από την εξουσία, πολιτικές ερμηνείες για τα όσα συνέβησαν στην Ανατολή. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 –και με απόλυτη πρωτοβουλία της Αριστεράς- εμφανίστηκαν στο δημόσιο χώρο ιδέες που αρχικά συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση της τότε Δεξιάς και κατατέθηκαν «αιρετικές» ιστορικές ερμηνείες, σε σχέση πάντα με την επίσημη εκδοχή. Η δεκαετία του ‘80 απείχε μόλις 20 χρόνια από τη δεκαετία του ’60, όταν για πρώτη φορά ξεκίνησε η πολιτική ανασυγκρότηση του προσφυγικού χώρου, την οποία σταμάτησε η Δικτατορία.
Οι εκφραστές αυτών των «νέων» ερμηνειών, που ανήκαν στη δεύτερη και στην τρίτη γενιά των ελλαδικών Ποντίων, επί της ουσίας ήταν φορείς δύο επάλληλων Τραυμάτων:
-του Τραύματος της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής και
-του Τραύματος της ήττας της Αριστεράς και των ματαιωμένων δημοκρατικών προσδοκιών.
Στο πλαίσιο αυτό εμφανίστηκαν κινηματικές συμπεριφορές που άμεσα συνδέονταν με τα πολιτικά κινήματα της Μεταπολίτευσης, δημιουργήθηκαν νέες οργανωτικές εκφράσεις, οργανώθηκαν συμβολικές αναπαραστάσεις με μνημεία και τελετές μνήμης, υπήρξαν κατακτήσεις με θεσμικές αποκρυσταλλώσεις (αναγνώριση Γενοκτονίας, Ημέρες Μνήμης, δικαίωμα διδασκαλίας της ποντιακής γλώσσας κ.λπ.)
Όλο αυτό το φαινόμενο ενισχύθηκε αποφασιστικά –έως καθοριστικά- από το μεγάλο μεταναστευτικό-προσφυγικό κύμα των ομογενών Ελλήνων, κυρίως Ποντίων, που προήλθε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όποιος μελετά τα προσφυγικά συνέδρια γνωρίζει ότι μέχρι τα μέσα –έως και τέλος- της δεκαετίας του ‘80 οι (δυτικο)Μικρασιάτες (μαζί με τους Καππαδόκες) ήταν πολύ καλύτερα οργανωμένοι από τους Πόντιους, διέθεταν πλουσιότερους συλλόγους και είχαν πληρέστερη πολιτική πλατφόρμα που εμπεριείχε ακόμα και την «επιστροφή στην πατρίδα» (μικρασιατικό συνέδριο του ’84)[19]. Επί πλέον και οι Πόντιοι, μέσω των συλλόγων τους, συμμετείχαν έως τότε σε κοινά δευτεροβάθμια όργανα, αναγνωρίζοντας τον ενιαίο χαρακτήρα των προσφυγικών συμφερόντων.
Γιατί όμως τελικά θα προηγηθούν οι Πόντιοι, απ’ όλες τις προσφυγικές ομάδες του ΄22, δημοσιοποιώντας τους προβληματισμούς, καταθέτοντας την πολιτική τους ερμηνεία, διατυπώνοντας στόχους που αναιρούσαν τη μέχρι τότε κυρίαρχη ιδεολογία και οργανώνοντας ένα δυναμικό πολιτικό κίνημα;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: Υπήρξαν τέσσερεις λόγοι που επέτρεψαν στην ποντιακή υποομάδα της μικρασιατικής προσφυγιάς να προηγηθεί στη δημόσια έκφραση ενός αυτόνομου πολιτικού λόγου:
–Πρώτα, σε κοινωνικό επίπεδο και εξαιτίας του διαρκούς προσφυγικού κύματος από την Σοβιετική Ένωση, οι Πόντιοι υπήρξαν οι μόνοι από τις προσφυγικές ομάδες που διέθεταν συνεχώς «νέο αίμα» και νεαρή πρώτη γενιά. Τα μεγάλα μεταναστευτικά-προσφυγικά κύματα του ’39, του ’56, του ’65, του ’75 και εν τέλει το πρόσφατο που ξεκίνησε την εποχή της Περεστρόϊκα και μετετράπη σε ανθρώπινο χείμμαρο μετά το ’89, είχαν ως αποτέλεσμα την επανεργοποίηση και του παλιού ενσωματωμένου ποντιακού χώρου. Αυτός ήταν ο πραγματικός καταλύτης για τη ριζοσπαστικοποίηση της ποντιακής εκδοχής του προσφυγικού κινήματος.
–Κατόπιν, η εποχή της Μεταπολίτευσης συνδέθηκε με την ανάδυση της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή διεύρυνε τις δυνατότητες των από κάτω να διεκδικήσουν αυτό που θεωρούσαν ότι τους αναλογούσε στο εθνικό επίπεδο
–Τρίτον, η παραδοσιακή άρνηση της Δεξιάς να επιτρέψει την κριτική προς τον τουρκικό εθνικισμό είχε υποχωρήσει και οι ιδιαίτερα καλές σχέσεις που είχαν αναπτύξει από την εποχή της Συνθήκης της Λωζάννης με τις νικήτριες τουρκικές εθνικιστικές ελίτ είχαν διαταραχθεί μετά το ΄74 και την ανακίνηση των ζητημάτων κυριαρχίας στο Αιγαίο, και
–Τέταρτον, υπήρξε ένα διακριτό ρεύμα Ποντίων αριστερών, που ανήκαν στην τρίτη προσφυγική γενιά και προερχόταν από δύο κυρίως πολιτικές τάσεις, τους μαοϊκούς και τους «Ιταλούς» του Πασόκ. Αυτοί αξιοποίησαν την πολύ μεγάλη βιβλιογραφική παραγωγή της πρώτης και δεύτερης γενιάς των προσφύγων και ερμήνευσαν τα ιστορικά γεγονότα με τα πολιτικά εργαλεία που διέθεταν.
Χρήσεις και καταχρήσεις της Γενοκτονίας
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από την πρώτη γενιά των διανοούμενων Ποντίων, των οποίων η εγκύκλια μόρφωση, ήταν ιδιαιτέρως υψηλή, είχαν καταγραφεί με λεπτομέρεια τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στον Πόντο από την εποχή που η νεοτουρκική εξουσία άρχισε να εφαρμόζει τα σχέδιά της.[20] Από τα πρώτα χρόνια της υποχρεωτικής εγκατάστασης στο βαλκανικό Νότο, οι πρόσφυγες οργανώνουν συστηματικές εκδηλώσεις Μνήμης για τα θύματα των διώξεων. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία που εκφώνησε ο Γιώργος Μαυρομματόπουλος το 1925, στο μνημόσυνο που έγινε στη Νεάπολη της Κοζάνης, «υπέρ των σφαγιασθέντων Ποντίων εν Τουρκία»[21], ενώ από το 1925 ο Γεώργιος Βαλαβάνης μεταφέρει στους “Πόντιους επιγόνους”, την ευχή για ιστορική δικαίωση[22]. Οι διασωθέντες θα οργανώσουν τους συλλόγους τους, στα καταστατικά των οποίων αποτυπώνεται η ιστορική προέλευση και εμπειρία.[23] Τις παραμονές της δικτατορίας θα εμφανιστεί ένα δυναμικό κίνημα ιστορικής Μνήμης στη Θεσσαλονίκη.
Με την κατάρρευση της Χούντας ξεκίνησε η αποδόμηση συγκεκριμένων στερεοτύπων, που είχαν διαμορφωθεί καθ’ όλη την περίοδο που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Μεταπολίτευση και η ανάδυση της κοινωνίας των πολιτών θα επιτρέψει τη «δημόσια εμφάνιση» αυτού του τραύματος με τη μορφή ενός διεκδικητικού κινήματος. Για πρώτη φορά από το ΄22, το Τραύμα της καταστροφής διαμόρφωσε ένα κίνημα αμφισβήτησης και κατέθεσε πολιτικές προτάσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του αυτόνομου και ακηδεμόνευτου σε πρώτη φάση κινήματος ήταν η πολυμορφία και η διαμόρφωση των ενδοπροσφυγικών σχέσεων με βάση τις αντιλήψεις των πρωταγωνιστών. Εφόσον η ανασύσταση του παρελθόντος διαμορφωνόταν από τις παρούσες συνθήκες, η επιλογή των βασικών στοιχείων της ανασύστασης καθοριζόταν από τις πολιτικές και ιδεολογικές θεωρήσεις των δυνάμεων εκείνων που προωθούσαν τη ριζοσπαστικοποίηση. Θα εμφανιστεί η ποικιλία των απόψεων που ενυπήρχαν στον προσφυγικό χώρο, αλλά και των διαφορετικών προσλήψεων των ιστορικών γεγονότων, που σχετίζονταν με τις διαφορετικές εντάξεις. Σε αρκετές περιπτώσεις οι σχέσεις αυτές έλαβαν συγκρουσιακές μορφές, τόσο ανάμεσα στην επιμέρους προσφυγική κοινότητα, όσο και μεταξύ των προσφυγικών υποομάδων.
Ο οργανωμένος ποντιακός χώρος αντέδρασε αρχικά έντονα στις νέες αυτές προσεγγίσεις. Η άποψη των δεξιών Ποντίων, ως απόρροια της γενικής αντίληψης της Δεξιάς, ήταν ότι δεν έπρεπε να τεθεί ζήτημα γενοκτονίας. Κορυφαία στελέχη αμφισβήτησαν το ίδιο το ιστορικό γεγονός.[24] Οι μεγάλες παραδοσιακές οργανώσεις των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, όπως η Παναγία Σουμελά και η Εύξεινος Λέσχη, αλλά και στην Αθήνα, όπως οι Αργοναύτες-Κομνηνοί και η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, ήταν αρχικά αρνητικές, φοβούμενες την εκ νέου περιθωριοποίηση από τις κυρίαρχες ελλαδικές ελίτ. Η θετική μεταστροφή τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική επιρροή των υψηλόβαθμων στελεχών του Πασόκ, που εξέφραζαν μια από τις τάσεις που πρωτοστάτησε στη ριζοσπαστικοποίηση. Στη συνέχεια όμως, η αρχική αντίδραση του συντηρητικού ποντιακού χώρου θα υποχωρήσει και στο Β’ Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού το 1988, ο στόχος της πρόταξης του αιτήματος για αναγνώριση της Γενοκτονίας θα γίνει αποδεκτός απ’ όλους.[25] Η ερευνητική παραγωγή θα αυξηθεί και θα υπάρξει και έντονη παρέμβαση μέσω του Τύπου για τη γνωστοποίηση των άγνωστων αυτών ιστορικών στιγμών. Η βαθμιαία αύξηση της δυνατότητας των πολιτών να παρεμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή, να συνδιαμορφώνουν τα ιδεολογικά και κοινωνικά πρότυπα και να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις, θα επιτρέψει στον οργανωμένο ποντιακό χώρο να προωθήσει τις απόψεις του και τα αιτήματά του. Το Φεβρουάριο του 1994 θα αναγνωριστεί ομόφωνα από την ελληνική Βουλή η Γενοκτονία στον Πόντο και θα καθιερωθεί η 19η Μαϊου ως επίσημη Ημέρας Μνήμης.[26]
Η θεσμοθέτηση των Ημερών Μνήμης για τις γενοκτονίες μπορεί να θεωρηθεί ως οριστική μεταβολή του φυσικού τραύματος, όπως διαιωνίστηκε μέσα από τις αφηγήσεις της πρώτης γενιάς, σε πολιτισμικό τραύμα. Δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε μια διαδικασία κοινωνικής νοηματοδότησης, που κάνει το «τραύμα» γενικά αποδεκτό. Εφεξής το πολιτιστικό-κοινωνικό τραύμα ορίζεται ως «κοινή θέση» και επηρεάζει πλέον τα συστήματα αναφοράς της ποντιακής κοινότητας κατ’ αρχάς, αλλάζοντας κατεστημένους ρόλους, διαμορφώνοντας κοινούς κανόνες και διατυπώνοντας δημόσια κοινές αφηγήσεις. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας πραγματικότητας ορίζει και τον επόμενο στόχο, που δεν είναι άλλος από την ευρύτερη αποδοχή του πολιτιστικού τραύματος από την υπόλοιπη, περιβάλλουσα, κοινωνία. [27]
Ο τοπικισμός υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό στις ποντιακές οργανώσεις και γι αυτό δεν έγινε κατορθωτό να διαμορφωθεί ένα ενιαίο παμπροσφυγικό αφήγημα.. Η θεωρητική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου 1914-1923, απέκοβε πλήρως την ιστορική εμπειρία των Ποντίων από την εμπειρία του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού. Ο Πόντος παρουσιαζόταν σαν κάτι ξεχωριστό και σίγουρα ξεκομμένο από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο. Η εμπειρία της γενοκτονίας προβαλλόταν ως μοναδική εμπειρία των Ποντίων και αποκρυπτόταν επιμελώς ότι γενοκτονία είχαν υποστεί και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας. Μοναδική πρωτοτυπία ήταν και παραμένει το γεγονός ότι μια τοπική ομάδα διεκδίκησε την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστη, εκτός των ορίων του έθνους που ανήκει, ανακατασκευάζοντας με αυθαίρετο τρόπο την ιστορική πραγματικότητα. Η προσπάθεια αποκοπής των Ποντίων από τον υπόλοιπο προσφυγικό ελληνισμό του ΄22 -που αποτελούσαν το φυσικό τους κοινωνικό χώρο- θα ιδεολογικοποιηθεί.[28]
Φορέας της τοπικιστικής καθήλωσης του ποντιακού χώρου υπήρξε η ομάδα των «Ιταλών».[29] Η ομάδα αυτή θα πάψει να υπάρχει οργανωτικά κατά την πρώτη 5ετία του νέου αιώνα. Θα παραμείνει όμως ως ρεύμα, έχοντας διαμορφώσει στερεότυπα και αντιλήψεις σε οργανωτικά ενεργοποιημένους πολίτες. Στη συνέχεια, οι συγκρούσεις εντός του ποντιακού χώρου θα πάψουν να έχουν ιδεολογική αφετηρία και θα μετατραπούν σε διεκδίκηση επιρροής και εξουσίας. Θα καθοριστούν από την έντονη αντίθεση των δύο κέντρων που είχε δημιουργήσει η ποντιακή ελίτ στη Θεσσαλονίκη: του Ιδρύματος Παναγία Σουμελά που είχε υπό τον έλεγχό της την ομώνυμη μονή στο Βέρμιο και την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης. Η Παναγία Σουμελά ήλεγχε επίσης και μια απ΄ τις μεγάλες δευτεροβάθμιες οργανώσεις των Ποντίων (ΠΟΠΣ). Η Εύξεινος Λέσχη θα προσπαθήσει να ανταγωνιστεί την ισχύ της Παναγίας Σουμελά συσπειρώνοντας την πλειονότητα των ποντιακών συλλόγων Αυτό θα γίνει κατορθωτό με τη δημιουργία ενός νέου δευτεροβαθμίου οργάνου (ΠΟΕ) το οποίο θα αποκτήσει μεγάλη επιρροή μετά την απόφαση της αθηναϊκής ποντιακής ομοσπονδίας να αυτοδιαλυθεί (ΟΠΣΝΕ) και να ενταχθεί στη νέα οργάνωση. Όπως φαίνεται, οι εκπρόσωποι των Αθηνών δεν είχαν κατανοήσει το βάθος της σύγκρουσης στη Θεσσαλονίκη, ούτε είχαν υποψιαστεί ότι πίσω από το νέο οργανωτικό πείραμα βρίσκονταν προσωπικά αλλά και συλλογικά συμφέροντα Θεσσαλονικέων Ποντίων.
Η συντηρητικοποίηση του νέου δευτεροβαθμίου οργάνου και η διοικητική συγκεντροποίηση θα κυριαρχήσουν μετά τις εκλογές του 2010. Θα εδραιωθεί η τοπικιστική αντίληψη και θα υπάρξει μια διαχείριση του τραύματος της Γενοκτονίας, που περισσότερο συνδεόταν με τις προσπάθειες πολιτικής αναπαραγωγής της κυρίαρχης ομάδας, παρά με την ουσιαστική προσέγγιση του ιστορικού φαινομένου. Η στάση αυτή εμπεριείχε το στοιχείο της συνειδητής προσπάθειας περιθωριοποίησης και απομονωτισμού της ομάδας. Τέτοια πολιτική στάση, είχε ως βάση την προσπάθεια καταστροφής συναισθημάτων ενσυναίσθησης και συμπόνιας για τους υπόλοιπους που υπέστησαν τις ίδιες ακριβώς βίαιες πολιτικές. Η καλλιέργεια μιας μερικής αντίληψης και η προσπάθεια για αποτροπή διαμόρφωσης μιας συνολικής αντίληψης για το ιστορικό γεγονός, πρέπει να θεωρείται ότι έχει ως συνειδητό στόχο την χειραγώγηση της ομάδας. Η τοπικιστική καθήλωση, με τον περιορισμό της Γενοκτονίας μόνο στον Πόντο, θα είναι ιδιαιτέρως έντονη γιατί θα συνεχιστεί, ενώ είναι δεδομένη η ιστορική βάση της αναγνώρισης. Ουσιαστικά, η ιδεολογική πολιτική της ΠΟΕ παραβίαζε το Ψήφισμα του IAGS, παρότι ήταν γνωστό ότι η συνέχιση της προσπάθειας περιχαράκωσης αποκλειστικά στο δικό τους ιστορικό τραύμα, θεωρείται πλέον ως αρνητισμός.[30]
Ο οργανωμένος προσφυγικός χώρος (δηλαδή οργανώσεις που έχουν δημιουργηθεί ή επανδρώνονται από απογόνους των προσφύγων του ’22 και θέτουν ως καταστατικό στόχο τη διατήρηση της ιστορικής Μνήμης) είναι εκατοντάδες στην Ελλάδα, την πρώην ΕΣΣΔ και τη Διασπορά. Το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργοποίησης ανήκει στους προερχόμενους από τον Πόντο, με την ευρεία σημασία του όρου. Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες από 600 ποντιακές οργανώσεις, εκ των οποίων οι 60 περίπου, στο Λεκανοπέδιο και άλλες τόσες στη Θεσσαλονίκη. Η σημασία των οργανώσεων αυτών είναι ιδιαίτερη, σε σχέση με τις παραδοσιακές εθνικοτοπικές οργανώσεις, γιατί εκτός από τα λαογραφικά ενδιαφέροντα και τα ιστορικά που αφορούν την Μνήμη, υπάρχουν και πολιτικά αιτήματα, άλλα εκ των οποίων είναι οικονομικής φύσης (διεκδίκηση της «κλεμμένης» από το ελληνικό δημόσιο προσφυγικής περιουσίας, ήτοι της «Ανταλλάξιμης», υποστήριξη των «παλιννοστούντων») και άλλα άπτονται της εξωτερικής πολιτικής (διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας, στήριξη των ελληνικών κοινοτήτων στις μετασοβιετικές χώρες, στήριξη των προσπαθειών των ελληνοφώνων στην Τουρκία για διατήρηση και ανάδειξη του ποντιακού πολιτισμού, στήριξη των μεταναστών Ποντίων μουσουλμάνων από την Τουρκία κ.ά.).
Παράλληλα, με όλα αυτά, οι ποντιακές οργανώσεις αποτελούν και μια τεράστια δεξαμενή ψηφοφόρων. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος αυτού του μεγάλου κοινωνικού χώρου είναι στόχος κάθε πολιτικής δύναμης που υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο –πλην της ανορθολογικής Αριστεράς, βεβαίως. Ο χώρος αυτός ελεγχόταν παραδοσιακά από το Πασόκ, ως απόρροια μιας κυρίως εαμογενούς καταγωγής. Σήμερα η κατάσταση αυτή τείνει να αλλάξει και να λάβει πιο περίπλοκα χαρακτηριστικά. Η νεοδημοκρατική παρουσία είναι πλέον ισχυρή και ίσως να αποτελεί την πλειοψηφική κυρίαρχη δύναμη. Κατά περιοχές όμως συγκροτούνται παράξενες συμμαχίες με κύριο παράδειγμα το νοτιοελλαδικό χώρο, όπου κατά τις πρόσφατες εκλογές υπήρξε μια σύμπραξη μελών του ΚΚΕ με δυνάμεις που σχετίζονται με τη «βαθειά Δεξιά».[31]
Όπως και να’χει, η οργανωτική ζωή των Ποντίων είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ανεξάρτητα αν προκαλεί αμηχανία στο, εν τέλει, μονοπολιτισμικό ελλαδικό σύστημα.[32]
Ένα εντελώς καινούργιο στοιχείο των τελευταίων ετών, είναι η υιοθέτηση αυτών των αιτημάτων από το δεξιό μη προσφυγικό και μη ποντιακό χώρο. Ειδικά μετά την «περιπέτεια του βιβλίου της 6ης δημοτικού» φάνηκε ότι το δυνατό επιχείρημα των διαφωνούντων δεν ήταν το «Κρυφό Σχολειό» αλλά ο «συνωστισμός της Σμύρνης». Αυτό είχε ως εντυπωσιακό και πρωτοφανές αποτέλεσμα να υιοθετήσουν όχι μόνο τις ενστάσεις του προσφυγικού χώρου αλλά και τον ίδιο αυτούσιο τον προσφυγικό λόγο και να υπερθεματίσουν, επενδύοντάς τον και με αλυτρωτικά συνθήματα.[33] Για πρώτη φορά -και τόσο έντονα- άρχισαν ‘να θρηνούν γοερά’ (O tempora, o mores!) οι απόγονοι των πολιτικών εκείνων δυνάμεων που ευθύνονται για τη σφαγή της Σμύρνης, για την ολοκληρωτική εγκατάλειψη του Πόντου, για την εν ψυχρώ παράδοση του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού της Ιωνίας -αφοπλισμένου και αβοήθητου- στο έλεος των τσετών και των επιλογών του Νουρεντίν πασά. Βέβαια, οι ίδιες δυνάμεις με το άλλο χέρι προωθούσαν και εν τέλει επέβαλαν την ακροδεξιά αναθεώρηση με την ακύρωση της Δίκης των Εξ από τον Άρειο Πάγο.[34] Με την εξέλιξη αυτή, που την ενθάρρυνε ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς, το θέατρο του Νεοελληνικού παραλόγου έφτασε στην κορύφωση.
Παραναγνώσεις, παραδηλώσεις, προσβολές και αδιέξοδα
(…και η περίπτωση της Μακεδονίας)
Είναι βέβαιο ότι η εμφάνιση ενός «επικαιροποιημένου» προσφυγικού λόγου από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που αξιοποιούσε τις νέες συνθήκες και χρησιμοποιούσε τα ιδεολογικά και οργανωτικά εργαλεία της Μεταπολίτευσης προκάλεσε αμηχανία. Το φαινόμενο αγνοήθηκε εξαρχής και δυσφημίστηκε στη συνέχεια. Κυριολεκτικά κατασκευάστηκαν θεωρίες και εικόνες που λίγη σχέση είχαν με την πραγματικότητα. Θεωρίες που ξεκινούσαν από την αμηχανία, όπως περιγράφηκε, αλλά και από την αποφυγή ουσιαστικής συζήτησης με τους φορείς των νέων απόψεων. Η άρνηση διαπραγμάτευσης των παραδοσιακών στερεότυπων ερμηνειών, ήταν αυτή που οδήγησε στην απόρριψη των Ποντίων και στον εξοβελισμό τους από την political correct ιστοριογραφία.[35]
Το ποιοι ήταν αυτοί οι Πόντιοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι φανερό ότι αγνοείται εντελώς από την ιστοριογραφική τάση που σχολιάζουμε. Ποιοι ήταν στ’ αλήθεια; Έχει ενδιαφέρον μια ανταπόκριση του 1923 από Συνέδριο στο Κιλκίς, του ανταποκριτή του αθηναϊκού περιοδικού «Κοινότης» των Κ. Καραβίδα και Ντ. Μαλούχου: «Οι ρήτορες ήσαν κυρίως δημοδιδάσκαλοι με μόρφωσιν απολύτως πλατύτερη των ιδικών μας και ήσαν θαυμαστοί που, όλοι με μπαλώματα στα παλαιά παντελόνια τους και σγουρά γένια, εσηκώνοντο και ωμιλούσαν με διαυγή τετραγωνικά επιχειρήματα για ζητήματα της πρακτικής πολιτικής και της οργανώσεως του κράτους. Κυρίως όλοι έχουν υποστεί εξελιγμένους και χρησίμους πρακτικάς ρωσικάς επιρροάς. Και είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι το Συνέδριον αυτό του Κιλκίς, μου εφάνη ως κολοσιαίος λίθος κατατιθέμενος επί της Μακεδονικής γης».[36] Οι εμπειρίες που είχαν μεταφέρει από τη Ρωσία θα οδηγήσουν στη συγκρότηση του ισχυρού συνεταιριστικού κινήματος, στο οποίο θα πρωτοστατήσει ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής.
Η σημαντική πολιτική και πολιτιστική παρέμβαση των Ποντίων κατά το Μεσοπόλεμο αγνοήθηκε. Προβλήθηκαν στοιχεία περιθωριακά και μειοψηφικά, που αφορούσαν τη συνεργασία με την εξουσία, τη συμμετοχή στην τρία έψιλον, το ρόλο ως «το μακρύ χέρι του κράτους» κατά των Σλαβομακεδόνων, τη στελέχωση δωσιλογικών
οργανώσεων την Κατοχή κ.λπ. Αγνοήθηκε ότι οι Πόντιοι ήταν αυτοί που είχαν αναπτύξει το αριστερό κίνημα κατά το Μεσοπόλεμο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1929 τα μέλη του ΚΚΕ[37] μόνο στην περιοχή του Κιλκίς ήταν όσα διέθετε το κόμμα αυτό στην Αθήνα και στον Πειραιά μαζί[38]. Παράλληλα καλλιεργήθηκε η εντύπωση ότι οι Πόντιοι ήταν το πιο «αμόρφωτο» τμήμα των προσφύγων και κατά συνέπεια το πιο συντηρητικό και ότι σήμερα με την «αναδιάταξη» παίρνει την ιστορική του ρεβάνς.[39] Στα βολικά σύγχρονα στερεότυπα δεν χωρούσε η αλήθεια ότι υπήρχε μια διανοούμενη ομάδα, δημοκρατικών κυρίως φρονημάτων, που προερχόταν από την υψηλή εκπαίδευση που δινόταν είτε στο μικρασιατικό Πόντο (ενδεικτικά, Φροντιστήριον Τραπεζούντος) είτε στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας. Από την ομάδα αυτή προήλθαν εκατοντάδες πρωτοπόροι δημοκράτες και αριστεροί Πόντιοι με σημαντικότερους στην Ελλάδα τον Γιάννη Πασαλίδη, τον Κώστα Γαβριηλίδη, τον Μήτσο Παρτσαλίδη (πρώτο «κόκκινο» δήμαρχο) και στην ΕΣΣΔ τον Βλαδίμηρο Τριανταφύλοφ[40], ενώ από τους πρώτους αυτής της γενιάς που είχε βγει μέσα από τις ρωσικές επαναστάσεις (1905, 1917) ήταν ο Γεώργιος Σκληρός, ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής κοινωνιολογίας. Παραμένει ακόμα άγνωστο ότι το πρώτο ελληνικό αντικαπιταλιστικό θεατρικό έργο («Τα σκοτάδια» ή «Ο Λαζάρ-αγάς») γράφτηκε στην ποντιακή στο Βατούμι από τον εκπαιδευτικό Γεώργιο Φωτιάδη, στον απόηχο της αποτυχημένης εξέγερση του 1905[41].
Τα ψεύδη και οι πλαστογραφίες που παρουσιάστηκαν ως «ιστορικές αλήθειες» εξέφρασαν –ίσως και να εξυπηρέτησαν- απολύτως τους δεξιούς Πόντιους, καθώς επιβεβαίωναν μέσα από αυτές τις πολιτικές τους επιλογές και ενέγραφαν ταυτόχρονα μια ολική απεικόνιση του Ποντιακού χώρου στην ελλαδική του περιπέτεια, στα πλαίσια και στις προσδοκίες των δικών τους ιδεολογικών επιλογών. Έτσι λοιπόν -και ως άλλο ένα ενδεικτικό στοιχείο της νεοελληνικής παραδοξότητας- «ακούσιους» συμμάχους τους σ’ αυτόν τον αγώνα θα βρουν –οι δεξιοί Πόντιοι- την ελληνική αριστερή διανόηση, που για πολλά χρόνια δε θα κάνει τον κόπο να δει «πίσω από την κουρτίνα». Να δει και να μελετήσει την πληθωρική πολιτική άποψη και στάση των Ποντίων, την αριστερή τους -ουσιαστικά- παρέμβαση –και στη Μακεδονία- τα χρόνια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, που ήταν εμφανής και δημιουργούσε προβληματισμούς στον εθνικόφρονα κόσμο καθ’ όλη την παραπάνω περίοδο.
Αυτές οι παραπληρωματικές ιστορίες των Ποντίων προσφύγων δε θα τύχουν μέχρι και σήμερα μιας ιδιαίτερης μελέτης, αφήνοντας έτσι την εικόνας της ταύτισης του Πόντιου πρόσφυγα με τον συντηρητισμό, να ορίζεται ως μια ιστορική πραγματικότητα.
Ευτυχώς που τα τελευταία χρόνια –και στο πλαίσιο της «αναδιάταξης της θέσης των Ποντίων»– νέοι επιστήμονες θα αναδείξουν τις πραγματικές πολιτικές στάσεις των προσφύγων της Αθήνας[42], ενώ και κάποια πρωτόλεια μελετήματα από ερευνητές θα αναδείξουν νέα δεδομένα, για τον προσφυγικό πληθυσμό της Μακεδονίας (αρχικά για τις περιοχές Εορδαίας και Κιλκίς, αλλά και για τη Φλώρινα, την περιοχή της «κυριαρχίας» των σλαβοφώνων[43]), τα οποία πλέον δεν μπορούν και δεν πρέπει να αγνοηθούν, αλλά αντιθέτως πρέπει να αποτελέσουν το έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση και επανατοποθέτηση του ποντιακού προσφυγικού χώρου στις πραγματικές ιστορικές του διαστάσεις.
Η δεκαετία του ’90 διαμόρφωσε ακραίες καταστάσεις στο χώρο της ελληνικής Μακεδονίας, ως απόρροια των μεγάλων ανακατατάξεων στην Ανατολική Ευρώπη. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η δημιουργία νέων εθνικών κρατών οδήγησε σε σκληρούς πολέμους, εθνοκαθάρσεις και εμφάνισης ακραίων εθνικιστικών ιδεολογιών. Η δημιουργία του σλαβομακεδονικού κράτους με τον εξαρχής έντονο αλυτρωτικό και ρεβανσιστικό του λόγο και πρόθεση, προκάλεσε εύλογη ανησυχία στον πληθυσμό της ελληνικής Μακεδονίας με αποτέλεσμα την εμφάνιση φοβικών αμυντικών εθνικιστικών αντανακλαστικών, τα οποία οδήγησαν σε μια απεχθή κυριαρχία του εθνολαϊκισμού. Ενός εθνολαϊκισμού που βρήκε ευνοϊκό έδαφος και σε ποντιακούς συλλόγους, όπως ακριβώς σε κάθε σημείο της κοινωνίας. Όμως οι ποντιακοί σύλλογοι αντιμετωπίστηκαν ως κάτι ξεχωριστό και δαιμονοποιήθηκαν. Έτσι απορρίφτηκε κάθε κίνηση ιδεών που σχετιζόταν με την προσφυγική Μνήμη. Κάθε προσπάθεια επικοινωνίας με τις προσφυγικές οργανώσεις υπονομεύτηκε και ενοχοποιήθηκε από τον αντι-εθνολαϊκιστικό χώρο (βοηθούντος και του υπόγειου αντιπροσφυγικού συναισθήματος που υπήρχε σε μεγάλο μέρος των παλιών γηγενών,[44] καθώς και των μεταλλαγμένων μορφών ενός σλαβομακεδονικού εθνικισμού και αλυτρωτισμού). Θα εμφανιστούν και δημόσιες επιθετικές κινήσεις με έντονα ρατσιστικά και αντιπροσφυγικά χαρακτηριστικά.[45]
Τη σύγχυση θα επιτείνει η ανεμπόδιστη είσοδος της τουρκικής εθνικιστικής παραφιλολογίας σε τμήματα της ελληνικής Αριστεράς, όσον αφορά την αντίληψη των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν στην περιοχή της Βόρειας Μικράς Ασίας την περίοδο 1914-1923. Το πιο ήπιο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα είναι η επικράτηση αγνωστικιστικών θεωρήσεων γι αυτά τα ιστορικά ζητήματα και η παραίτηση από την προοδευτική τους διαπραγμάτευση. Γενικά, η Αριστερά αποσύρθηκε στους προστατευμένους ιδεολογικά χώρους της και αποδέχτηκε πλήρως την εκχώρηση των αιτημάτων που έθετε ο προσφυγικός χώρος στη συντηρητική διαχείριση και στους πάλαι ποτέ αντιπάλους των προσφύγων του ’22.
Φιλοπροσφυγική συμπεριφορά δεν εμφάνισε ούτε και ο αυτοαποκαλούμενος αντιρατσιστικός χώρος. Εύγλωττη είναι η ολοκληρωτική απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο προσφυγικό πρόβλημα των Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση από το χώρο αυτό, όπως και από τα «αντιρατσιστικά φεστιβάλ». Αντιθέτως διατυπώνεται ένας ιδιαιτέρως εχθρικός λόγος.[46] Αλλά και σε ιδεολογικά ζητήματα κάποιες ομάδες της «πόλης των προσφύγων» ήρθαν σε αντίθεση με το νέο προσφυγικό κίνημα, είτε για την ύπαρξη ή όχι Γενοκτονίας στην Ανατολή, τη φύση του κεμαλισμού και του ίδιου του Μουσταφά Κεμάλ πασά (μιλιταριστή και εθνικιστή), που είχε γεννηθεί στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, των Νεότουρκων και του κινήματος που προκάλεσε η ακροδεξιά τους τάση (Εμβέρ-Ταλαάτ-Τζεμάλ) το 1908 κ.λπ.
Με την προσέγγιση αυτή, η οποία είχε πολλές παραλλαγές, ενοχοποιήθηκε, πολιτικά και ιδεολογικά, το κίνημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας και τοποθετήθηκε στο χώρο του εθνικισμού και της Δεξιάς. Με την παράλληλη απόκρυψη του γεγονότος ότι οι δυνάμεις που οδήγησαν τον ποντιακό χώρο στη ριζοσπαστικοποίηση κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 προέρχονταν εξ ολοκλήρου από την Αριστερά. Καθώς και ότι το αίτημα για αναγνώριση της Γενοκτονίας συνάντησε στην αρχή την αντίθεση της τότε Δεξιάς, η οποία προσπαθούσε να αποτρέψει το γεγονός της αναγνώρισης. Θα προβάλλονται διαρκώς τα υπαρκτά προβλήματα που κληροδότησε στο προσφυγικό κίνημα μια υπερβολική και αναποτελεσματική διαχείριση του ιστορικού παρελθόντος, όπως αυτό συνέβη με την υπερεκτίμηση των πληθυσμιακών μεγεθών, καθώς και του αριθμού των θυμάτων. Όμως, ενώ το γεγονός αυτό της μεγέθυνσης των πληθυσμών και των απωλειών συναντιέται σε όλες τις ομάδες που έχουν υποστεί διώξεις και γενοκτονία, από τους Αρμένιους μέχρι τους Εβραίους, οι συγκεκριμένοι συγγραφείς το προβάλλουν ως αποκλειστική επιλογή των Ποντίων και το αναδεικνύουν σε πρωτεύον γεγονός. Το σημαντικότερο όμως, από μεθοδολογικής πλευράς, είναι ότι το ιστορικό υλικό χρησιμοποιείται με βάση την εξυπηρέτηση του προαποφασισμένου συμπεράσματος και οι «ενοχλητικές πηγές» που δεν το εξυπηρετούν παρακάμπτονται.
Διατυπώθηκαν αυθαίρετες εικασίες και διαχύθηκαν εκ νέου τα αρνητικά στερεότυπα. Το πρότυπο του γελοιοποιημένου αφελή Πόντιου των ρατσιστικών ανεκδότων αντικατέστησε ο «εθνικιστής Πόντιος», ο οποίος είναι φορτωμένος με αντιδραστικά γονιδιακά δεσμά. Σε μια από τις πιο ακραίες εκδοχές της εις βάρος τους ρατσιστικής προκατάληψης –που διατυπώθηκαν εύκολα και ακόπως και χωρίς καμιά αντίδραση- οι Πόντιοι συλλογικά χαρακτηρίστηκαν ως «queer έθνος»[47]. Διατυπώθηκε ανοιχτά η άποψη ότι ο καθένας τους ξεχωριστά κουβαλάει, γονιδιακώ τω τρόπω, ένα σύνολο αρνητικών χαρακτηριστικών, κρύβοντας μέσα του ένα μικρό Πανίκα Ψωμιάδη. Δηλαδή ομοφοβικό, κουτοπόνηρο, απατεωνάκο και άλλα πολλά αντίστοιχα[48]. Έτσι, χωρίς κανείς να αντιδράσει (ελλείψει κριτηρίων και αντιρατσιστικών αντανακλαστικών;), η Άρνηση της Γενοκτονίας και η γενικευμένη απόρριψη οδήγησε στον εγκλωβισμό των Αρνητών σε σχήματα επηρεασμένα από το λόγο της Νέας Δεξιάς, Και έτσι, εύκολα κι απλά, έλαβε υπόσταση –με «ελευθεριακό αριστερό» πρόσημο- ο ηγεμονεύων ρατσιστικός λόγος.[49]
Aυτή η στάση, οδήγησε στη δημόσια κατάθεση της διαπίστωσης ότι μια νέα «φοβία» ήρθε να προστεθεί στις υπόλοιπες που ταλανίζουν την ελλαδική κοινωνία, η «ποντιοφοβία».[50] Η συμπεριφορά αυτή ερμηνεύτηκε από τον αριστερό ποντιακό χώρο ως εξής: «Η ρατσιστική επίθεση που δέχεται ο ποντιακός χώρος από ένα περίεργο σύνολο ανθρώπων -κυρίως διαμορφωμένων στο ιδιόμορφο θερμοκήπιο της Θεσσαλονίκης- μας υποχρεώνει να κατανοήσουμε τη βαθύτερη σημασία της και τα σκοτεινότερα κίνητρα. Το γεγονός ότι η επίθεση αυτή δεν προέρχεται από τον ακροδεξιό εθνολαϊκισμό -ο οποίος κατά το Μεσοπόλεμο εξέφρασε έντονα το αντιπροσφυγικό συναίσθημα- αλλά από το λεγόμενο “αντιρατσιστικό” χώρο, μας υποχρεώνει να ερευνήσουμε τις διαδικασίες εισόδου σ’ αυτόν των ρατσιστικών κριτηρίων. Οι Πόντιοι, ως η πλέον διακριτή προσφυγική ομάδα- αποτέλεσαν στόχο διακρίσεων κατά τις προηγούμενες δεκαετίες μέσα από τη γενικευμένη γελοιοποίησή τους. Με την έλευση των νέων προσφύγων από την πρώην ΕΣΣΔ το ρατσιστικό κλίμα θα αναζωπυρωθεί και ο “Ρωσοπόντιος“ θα γίνει ο νέος στόχος του Νεοέλληνα ανθρώπου (συμπεριλαμβανομένων και των παλαιών Ποντίων). Με αφορμή τον εθνολαϊκισμό που θα σαρώσει τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη λόγω των γιουγκοσλαβικών εξελίξεων και του σλαβομακεδονικού αλυτρωτισμού, ο νέος ρατσιστικός στόχος θα είναι εκ νέου οι Πόντιοι. Το φαινόμενο “Ψωμιάδη” θα χρεωθεί εξ ολοκλήρου στους Πόντιους από τους “χρήσιμους ηλίθιους”. Κανείς βέβαια δεν θα πει ότι και οι αντίπαλοί του, η Βούλα Πατουλίδου και ο Σαχίνης του ΚΚΕ ήταν επίσης Πόντιοι… Για να τα κατανοήσουμε όλα αυτά καλό θα ήταν να μάθουμε περισσότερα για το φαινόμενο του νεο-ρατσισμού. Βασικά εργαλεία αποτελούν τα κείμενα του Ταγκιέφ, μέσω των οποίων κατανοούμε ότι τα αντιποντιακά συναισθήματα που καλλιεργούνται ανήκουν στην ίδια ποιοτική κατηγορία με τα αντισημιτικά.»[51]
«Η νεοελληνική αμηχανία και η γεφύρωση του χάσματος»
Σε μια σχετική συζήτηση που έγινε στις σελίδες του περιοδικού «the books’ journal» με αφορμή την έκδοση του συλλογικού «Tο τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη» έγραψα ένα σχόλιο, από το οποίο παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα:
…η ιστοριογραφία μας είχε έως τότε επεξεργαστεί σχήματα που ερμήνευαν με διαφορετικό τρόπο τις συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Οι κυρίαρχες ερμηνείες αντιμετώπισαν τις περιόδους αυτές μέσα από δεδομένες εικόνες που διαμορφώθηκαν σε πολιτικά και ιδεολογικά θερμοκήπια, αγνοώντας ή παρακάμπτοντας συνειδητά κρίσιμες παραμέτρους. Αρνούμενοι να εφαρμόσουν τις διαλεκτικές μεθόδους που ανιχνεύουν τις ιστορικές εξελίξεις στον υπαρκτό κόσμο των κοινωνικών αντιθέσεων και όχι στον μεταφυσικό κόσμο των ιδεών που ενυπάρχουν στη σκηνή ενός ανύπαρκτου φανταστικού θεάτρου.
Μελετώντας την νεοελληνική ιστοριογραφία, τον τρόπο πρόσληψης της σύγχρονης ιστορίας και ειδικά του συγκεκριμένου ιστορικού μεταίχμιου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ελληνική εκδοχή του κεμαλικού ερμηνευτικού σχήματος. Στη νεοελληνική ιστοριογραφία δεν υπάρχει ρήξη μεταξύ οθωμανικού και τουρκικού χώρου, αλλά αντιθέτως υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη και ενιαία τουρκική εθνική κυριαρχία στη Μικρά Ασία και στην Ανατολία, την οποία έρχονται να αμφισβητήσουν έξωθεν οι Έλληνες. Δε συνειδητοποιείται η -ανεξάρτητη από το ελληνικό κράτος- ύπαρξη της παραμέτρου «Έλληνες της Ανατολής». Μια παράμετρος ουσιαστικότατη και ένας πληθυσμός υπαρκτός και πολυάριθμος, που διεκδικούσε είτε την συνύπαρξη με τους άλλους λαούς σ’ ένα κοινό δημοκρατικό πολυπολιτισμικό οθωμανικό κόσμο, είτε την αυτόνομη πολιτική του υπόσταση από τη στιγμή που οι Νεότουρκοι απέκλεισαν κάθε δυνατότητα δημοκρατικής μετέξελιξης. Η ανάλυση των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών που οδήγησαν στην υιοθέτηση από την πλευρά των Νεότουρκων συγκεκριμένων πολιτικών γενοκτονίας των μη αφομοιώσιμων οθωμανικών κοινοτήτων, δεν απασχόλησαν ποτέ την κυρίαρχη εκδοχή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Η αντίληψη που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ήταν απολύτως συμβατή με την επίσημη γραμμική καθεστωτική αντίληψη, που επικράτησε και στην ίδια την Τουρκία.
Για τις ηγεμονικές τάσεις της ιστοριογραφίας μας δεν υπάρχει γενοκτονία και οργανωμένο σχέδιο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Νεότουρκους, γιατί απλώς οι Νεότουρκοι αντιμετωπίζονται ως θετική δύναμη και η πολιτική τους θεωρείται «νόμιμη αντίδραση». Επίσης, δεν αναλύεται η επόμενη μέρα της οθωμανικής κατάρρευσης (Νοέμβρης ’18) ως ευκαιρία επίλυσης του εσωτερικού εθνικού ζητήματος, γιατί απλώς οι χριστιανικές κοινότητες δεν αντιμετωπίζονται ως συλλογικά υποκείμενα με πολιτικά δικαιώματα. Η νομιμοποίηση των εθνικών εκκαθαρίσεων που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε κοινός τόπος. Ως εξέλιξη της ίδιας πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί η αποσιώπηση και η απουσία κάθε ερευνητικής απόπειρας, για τις σταλινικές διώξεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης από το 1937.
Με την εμφάνιση της νέας ανάγνωσης του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος, η κυρίαρχη νεοελληνική ιστοριογραφία επέλεξε το δρόμο είτε της παραγνώρισης, είτε της περιφρόνησης, είτε της στείρας άρνησης. Έτσι, τα χρόνια αυτά διαμορφώθηκαν για τη μελέτη αυτών των εποχών δύο ασύμβατοι κόσμοι με μηδενικές δυνατότητες επικοινωνίας. Η «επίσημη» ιστοριογραφία («αριστερή» και «δεξιά» σε θαυμαστή συμφωνία) δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση για ανάπτυξη διαλόγου. Ένα από τα σημεία διαφωνίας που έχει λάβει πλέον χαρακτήρα συμβόλου, είναι εάν τα γεγονότα εκείνης της περιόδου μπορούν να χαρακτηριστούν «γενοκτονία» ή είναι απλώς συνήθη εγκλήματα πολέμου, με ίσως μεγαλύτερη ένταση. Στην αρνητική επιχειρηματολογία αντιτείνεται το σχόλιο ότι ο όρος «γενοκτονία» είναι απλώς ένας όρος του διεθνούς δικαίου ο οποίος ορίζεται με συγκεκριμένα και απολύτως σαφή κριτήρια. Αντί το ερώτημα να τεθεί στην πραγματική του βάση –δηλαδή εάν οι εθνικές εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησαν οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί εμπίπτουν στα κριτήρια αυτά- παρουσιάζεται o όρος με τρόπο τέτοιο, που δεν αντιστοιχεί στον πραγματικό νομικό ορισμό. Με μια έννοια, οι «αρνητές» συνειδητά αλλοιώνουν το περιεχόμενο του όρου «γενοκτονία», ακολουθώντας μια παρελκυστική πολιτική που αποσκοπεί στην υποβάθμιση των ιστορικών γεγονότων και στην εν τέλει αθώωση των εθνικιστικών εγκλημάτων. Αποσιωπούν παράλληλα σημαντικές αποφάσεις διεθνών οργανισμών, όπως αυτό της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars), που εντάσσει τη γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής στις μεγάλες γενοκτονίες του 20ου αιώνα.
Ήδη όμως η συζήτηση για όλα αυτά (Γενοκτονία, σταλινισμός, σοβιετική κατάρρευση, νέο προσφυγικό κύμα) άρχισε.
Το πραγματικό ζήτημα
Λίγοι στο χώρο της Αριστεράς έχουν αντιληφθεί το πραγματικό διακύβευμα, τόσο όσον αφορά το ηθικό μέρος, δηλαδή το σεβασμό της Μνήμης ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, όσο και τις πολιτικές συνέπειες μιας αντιδραστικής τοποθέτησης, ειδικά σε μια τέτοια εποχή κρίσης, ρευστότητας και κατάρρευσης των βεβαιοτήτων.[52] Επίσης, είναι μάλλον υπερβολική η ενόχληση που προκαλεί σε κάποιους κύκλους η προσπάθεια του συνόλου των προσφυγικών οργανώσεων –και όχι μόνο των ποντιακών- να συμμετέχουν και αυτοί στο συλλογικό αφήγημα (ή ακόμα και στον εθνικό μύθο) αυτού του εθνικού κράτους, με του οποίου τη μοίρα πραγματικά ή φαντασιακά έχουν συνδεθεί. Εξ άλλου, είναι γνωστό ότι η ελληνική εθνική ιστορία είναι αποτέλεσμα σύνθεσης διαφορετικών εμπειριών και θεωρήσεων και αρκετών συμβιβασμών, οι οποίοι, όπως έγραψε η Χρ. Κουλούρη: «επιτρέπουν σε όλες τις τοπικές κοινότητες… να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους».[53] Κατά συνέπεια, η προσπάθεια των προσφυγικών ομάδων -δηλαδή η προσπάθεια συμμετοχής στον κοινό «εθνικό μύθο» του ενός τετάρτου του σημερινού ελληνικού πληθυσμού- όχι απλώς δεν είναι κάτι το αρνητικό ή το πρωτότυπο, αλλά είναι απολύτως συμβατό με τη βιωμένη σχετική παράδοση.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι έχει ήδη εμφανιστεί μια νέα γενιά ιστορικών που κάνουν μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές για τα επίμαχα ζητήματα με έξοδα των συλλόγων ή των οικογενειών τους. Προσπαθώντας με τις περιορισμένες τους δυνάμεις, έξω από το σύστημα, απομονωμένοι πολλές φορές, να μαζέψουν τις ψηφίδες, να περιγράψουν τις κρυμμένες παραμέτρους, να κατανοήσουν το παλίμψηστο εκείνων των εποχών (1908-1923 και 1937-1949). Παράλληλα, προσπαθούν να δημιουργήσουν γέφυρες με την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Με ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες που μοιράζονται την ίδια αρνητική άποψη για τις επικρατούσες τάσεις, οι οποίες λειτουργούν ως θεραπαινίδες του συστήματος και των κυρίαρχων ελίτ, παραδοσιακών ή «εκσυγχρονιστικών».
Το μόνο πραγματικό ζήτημα που υπάρχει για το ζήτημα της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυροχαλδαίων), δυστυχώς δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό: Είναι η σωστή προσέγγιση και η τοποθέτηση του ζητήματος σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, ώστε να αποφευχθεί η ιδεολογική χρήση των πραγματικών ιστορικών γεγονότων από ακροδεξιούς, ρατσιστές, αλυτρωτιστές. Και αυτό είναι απολύτως εφικτό, αρκεί να γίνει κατανοητό και να σταματήσουν οι σκιαμαχίες, οι οποίες προσπαθούν να αμφισβητήσουν ή να μειώσουν τη σημασία μιας πραγματικά τραγικής σελίδας της σύγχρονης ιστορίας.[54]
———-
[1] «Ποιον ωφελεί η αναδιάταξη της θέσης των Ποντίων. Γενοκτονία, πολιτική και ιστορία», http://www.chronosmag.eu/index.php/lplss-p-fl-ex-ths-p.html
[2] Για την άγνωστη αυτή ιστορική σελίδα δες το αφιέρωμα: Μάριος Μαρκοβίτης-Βλ. Αγτζίδης, «Στάλιν Vs ΚΚΕ….. Αναζητώντας τους χαμένους κομμουνιστές» που έγινε με αφορμή την περίπτωση του Μάρκου Μαρκοβίτη: http://goo.gl/NP1HqF (προσβ. 6-11-13)
[3] Μια συμβολική και αποκαλυπτική εικόνα για το πώς η ελληνική Δεξιά αντιμετώπισε τους Έλληνες ομογενείς της Σοβιετικής Ένωσης κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων, προέρχεται από τη σύσκεψη που έγινε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το Σεπτέμβριο του 1949, μετά τις μαζικές βίαιες εκτοπίσεις των χιλιάδων Ποντίων του Καυκάσου (Ελλήνων υπηκόων) στην Κεντρική Ασία. Μια από τις ιδέες που κατατέθηκαν ως «Η μόνη πρακτική απομένουσα, οδός αύτη ενεργείας…» ήταν: «…δέον να καταβληθεί υστάτη προσπάθεια… παρά τη Γαλλική Κυβερνήσει ίνα χορηγήσει αύτη άδειαν να μεταφερθούν οι εις άλλας περιοχάς της Ρωσίας ευρισκόμενοι Έλληνες, εις Μαρόκον.»
[4] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της θεώρησης στο: Αντώνης Λιάκος, «Νέες Εποχές», εφημ. Το Βήμα, 22 Οκτωβρίου 2000.
[5] Χριστίνα Κουλούρη, «Η Δίκη των Εξι και ο Κολοκοτρώνης», εφημ. Το Βήμα, 14 Φεβρουαρίου 2010.
[6] Π.χ. «Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος», Ε-Ιστορικά, εκδ. Ελευθεροτυπία, Μάιος 2013, με κείμενα Τούρκων ιστορικών και κοινωνικών επιστημόνων όπως οι Taner Akçam, Fikret Baskaya, Ahmet Oral, Dogan Akanli, Attila Tuygan, Pervin Erbil) κάποια για πρώτη φορά (Fuat Dundar, Μehmet Akyol, Izmail Besiktzi, Sait Çetinoğlu, Sibel Ozbundan. Το δικό μου εισαγωγικό κείμενο έχει αναρτηθεί στο: https://kars1918.wordpress.com/2013/07/04/1908-1923-2/. Κάποια από τα κείμενα των Τούρκων μπορείτε να τα βρείτε στο «Δρόμο της Αριστεράς»: http://goo.gl/qunrkh. Την τεκμηρίωση του εγκλήματος της Γενοκτονίας, που αποφασίστηκε το 1911 στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη, οργανώθηκε συστηματικά στη συνέχεια και η υλοποίησή της άρχισε από το 1914, έχουν ήδη κάνει εξαιρετικοί Τούρκοι ιστορικοί με κορυφαίο και γνωστότερο τον Taner Aksam. Ο Τούρκος ιστoρικός Fuat Dundar εξέδωσε το διδακτορικό του με τίτλο «Ο Κώδικας της Σύγχρονης Τουρκίας» («ModernTurkiye’ninSifresi») με υπότιτλο: «Η Μηχανική των Εθνοτήτων της (οργάνωσης) Ένωσης και Πρόοδος (1913-1918» (εκδ. Iletisim, Κωσταντινούπολη) και ακολουθούν και αρκετοί ακόμα, οι οποίοι προσπαθούν να φωτίσουν με τις εργασίες τους μια ιδιαιτέρως σκοτεινή εποχή..
[7] Μια πρόσφατη (2012) έκδοση για το θέμα αυτό είναι η “The Genocide of the Ottoman Greeks: Studies on the State-Sponsored Campaign of Extermination of the Christians of Asia Minor (1912-1922) and Its Aftermath: History, Law, Memory.” όπου γράφουν πολλοί ιστορικοί και άλλοι επιστήμονες, κυρίως ξένοι, για το θέμα αυτό, όπως: Tessa Hofmann, Matthias Bjornlund, Israel W. Charny, Racho Donef, Matthew Stewart, Harry J. Psomiades, Vassileios Meihanetsides, Afred de Zayas, Ronald Levitsky, Michel Bruneau, Donald Wallace, Abraham D. Krikorian, EugeneL Taylor κ.α.
[8] Enzo Traverso, «Δια πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου 1914-1945», εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2013, σελ. 162-173.
[9] Ι.A.G.S. «Ottoman Genocide against Christian Minorities: General Comments and Sources», http://www.genocidetext.net/iags_resolution_supporting_documentation.htm (προσβ. 30-10-2013)
[10]Από τη συνέντευξη του Halil Berktay στον Αχ. Χεκίμογλου στην εφημερίδα «Το Βήμα», 30 Νοεμβρίου 2010. Ο Halil Berktay είναι ιστορικός και διδάσκει ιστορία και ιστοριογραφία του τουρκικού εθνικισμού στον 20ό αιώνα στο Πανεπιστήμιο Sabanci.
[11] Ένα ζήτημα που διχάζει είναι ο αριθμός των θυμάτων. Ακριβή στοιχεία δεν μπορούν να υπάρξουν για καμιά περιοχή της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Για την πρώτη περίοδο της εθνικής εκκαθάρισης (1914-1918) κάποια στοιχεία υπάρχουν στη «Μαύρη Βίβλο» που εξέδωσε το Πατριαρχείο το 1919. Για τα θύματα της δεύτερης περιόδου των διωγμών (1920-1923) δεν υπάρχουν στοιχεία. Υποθετικά μόνο μπορεί να υπολογιστεί το ύψος των απωλειών της ελληνορθόδοξης κοινότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψη δύο μεγέθη: το συνολικό πληθυσμό πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που ανερχόταν σε 2,2-2,3 εκατομμύρια περίπου (Ο Θ. Βερέμης δίνει τον αριθμό των 2,6 εκατομμ.) και τον αριθμό που προέκυψε στην Ελλάδα κατά την επίσημη απογραφή του 1928 οπότε ο προσφυγικός πληθυσμός καταμετρήθηκε σε 1,25 εκατομμ. Η αιτία αυτού του προβλήματος έγκειται και πάλι στην πολιτική που επέλεξε να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος. Κανένας θεσμός του, αλλά και κανείς άλλος οργανισμός, δεν φρόντισε να καταγράψει το ύψος των απωλειών. Οι δύο μοναδικές -σοβαρές αλλά μερικές- προσπάθειες, οφείλονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αφενός του Οκτάβιου Μερλιέ και της Μικρασιάτισας συζύγου του, οι οποίοι ίδρυσαν το 1930 το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και αφετέρου στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών που ίδρυσαν Πόντιοι διανοούμενοι το 1928 στην Αθήνα.
[12] Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε το επιστημονικό συνέδριο «The Ottoman Turkish Genocides of Anatolian Christians: A Common Case Study» στο Σικάγο τον Μάιο του 2013. Όπως αναφέρεται: «The largest academic conference ever held focusing on the Armenian, Assyrian and Greek Genocides concluded on Saturday, May 11, after two days of presentations by over a dozen scholars from Armenia, Australia, England and across North America. Attended by over 120 participants each day, the conference was filled to capacity with an enthusiastic and inquisitive audience. The conference, entitled, was organized by the Armenian National Committee of Illinois, The Asia Minor and Pontos Hellenic Research Center and the Assyrian Center for Genocide Studies, and was held at the prestigious Illinois Holocaust Museum and Educational Center in Skokie, IL, on May 10 and 11, 2013.» http://goo.gl/7pe2z3 (προσβ. 30-10-13)
[13] «Η γενοκτονία και η άρνησή της», http://goo.gl/liQMfk , και «Kεμαλισμός και νεοελληνική ιστοριογραφία» http://goo.gl/QH7GzM (προσβ. 30-10-13).
[14] Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιμετώπισης, είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις ούτε κατάσχεσαν αλλά ούτε και εμπόδισαν τα εμπορικά πλοία, κυρίως βρετανικά, τα οποία μετέφεραν για λογαριασμό Γάλλων επιχειρηματιών από Σμύρνη και Μουδανιά, ανθρώπινα οστά από την Τουρκία στη Γαλλία για «βιομηχανική χρήση». Να σημειωθεί ότι οι κεμαλικοί πούλησαν τα οστά των θυμάτων τους. Τα ανθρώπινα οστά χρησιμοποιήθηκαν από τους Γάλλους επιχειρηματίες για λιπάσματα, για ενισχυτικά πορσελάνης και, ίσως, για επεξεργασία της ζάχαρης. Μόνο το φορτίο του Δεκεμβρίου του 1924 από τη Μασσαλία περιείχε 400 τόνους ανθρώπινων οστών που αντιστοιχούσαν σε 50.000 άτομα. Δες, «Μικρασιατική Τραγωδία: Oι έμποροι Κεμαλιστές, οι αγοραστές Γάλλοι, οι μεταφορείς Βρετανοί», http://goo.gl/Di3QFI (προσβ. 30-10-13)
[15] Η υποβολή πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου προς την Επιτροπή του Νόμπελ για την βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων)- με το Νόμπελ Ειρήνης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που στάλθηκε στην Επιτροπή, στο οποίο ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: “πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης” http://nobelprize.org/nomination/peace/nomination.php?action=show&showid=2046
[16] Η αντιπροσφυγική στάση του Μεταξά, που θα αποτυπωθεί και συμβολικά το 1938, όταν θα δωρίσει στο τουρκικό κράτος το σπίτι όπου υποτίθετο ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ πασά και θα μετονομάσει την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ στην καρδιά της «πρωτεύουσας των προσφύγων», δηλαδή των θυμάτων του τουρκικού εθνικισμού. («Το πένθος δια τον θάνατον του Κεμάλ Ατατούρκ. Εκδηλώσεις ελληνικής θλίψεως», εφημ. Ελεύθερον Βήμα, 12-11-1938.)
[17] Η ξεκάθαρη αναφορά του Νίκου Ζαχαριάδη σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη δεκατρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επιβεβαίωνε μια δογματική πρόσληψη των ιστορικών γεγονότων: «Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του Ελληνικού λαού. Γι αυτό εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία μα και τη επιδιώξαμε» («Μια επιφύλαξη», εφημ. Ριζοσπάστης, 12 Ιουλίου 1935.) Για το κείμενο του Ζαχαριάδη δες: «O Νίκος Ζαχαριάδης για τη Μικρασιατική Καταστροφή», http://goo.gl/2B6dO8 (προσβ. 6-11-13).
[18] Η κοινή αντίληψη –σε συμβολικό επίπεδο- είναι ολοφάνερη από ενδιαφέροντες παραλληλισμούς που θέτουν τη Μικρά Ασία (και κατά συνέπεια τους Μικρασιάτες) εκτός των νεοελληνικών ορίων: η Μικρά Ασία υπήρξε για τον «Ιό» «το Βιετνάμ των Ελλήνων», για το Δίκτυο ’21 «η Κορέα των Ελλήνων», ενώ στο σκεπτικό του Αρείου Πάγου για «αθώωση» των υπευθύνων για τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Μικρά Ασία υπήρξε «η Ινδοκίνα των Ελλήνων». Η απόφαση του Αρείου Πάγου για ακύρωση της Δίκης των Έξ είναι χαρακτηριστική της αντιμικρασιατικής ιδεολογίας που παραμένει ζώσα στους κόλπους του πιο σκληρού συντηρητισμού (http://goo.gl/Qz2Jwj προσβ. 4-11-13) Δείτε το αφιέρωμα για τους πολέμους της Μνήμης που έγινε στην «Ελευθεροτυπία»: Βλ. Αγτζίδης-Γιώργος Κόκκινος, http://www.enet.gr/?i=plus.el.home&id=357478 (προσβ. 4-11-13)
[19] Το «Κείμενο Διακήρυξης των Προσφύγων Ελλήνων του 1922», όπως ψηφίστηκε στο Πανελλήνιο Προσφυγικό Συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη το 1984, δημοσιεύτηκε στο: Βάσος Καπάνταης, «Η ειρηνική παλιννόστηση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία», εκδ. Εστία, Αθήνα, 1992, σελ. 14-18.
[20] Ολοκληρωμενη μελέτη της πρώτης περιόδου των διώξεων (1914-1918) υπάρχει στο: Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918), Θεσσαλονίκη, έκδ. Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης, 1995.
[21] Βίκτωρ Νέτας, «Μία αυθεντική κατάθεση για τη Γενοκτονία των Ποντίων», εφ. Εφημερίδα των Συντακτών, 3 Ιουνίου 2013, http://www.efsyn.gr/?p=57012 (προσβ. 1-11-13)
[22] Γεώργιος Κ. Βαλαβάνης, Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου, ανατύπωση εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, σελ. 3-7.
[23] Το πλέον χαρακτηριστικό καταστατικό εκείνης της περιόδου είναι της «Αδελφότητος Αγωνιστών ‘ο Πόντος’» (Αθήνα, Ιούλιος 1924) που εκπροσωπούσε τους τουρκόφωνους πρόσφυγες αντάρτες. (Ζήτωσαν οι Πόντιοι Μουτζαχεντίν!
http://pontosandaristera.wordpress.com/2009/06/19/mutzahidler/ προσβ. 1-11-13).
[24] «Δεν ανταποκρίθηκαν με υπευθυνότητα. Οι απόψεις του κ. Λαυρεντίδη για τη γενοκτονία», συνέντευξη στον Παύλο Τσακιρίδη, εφημ. Δεσμός, όργανο Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων, αριθ. 36-37, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1992.
[25] Η διεθνής κινητοποίηση θα εγκαινιαστεί με την ενεργοποίηση των πρώτων ομάδων που οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση. Έτσι η πρώτη μεγάλης σημασίας και έκτασης παρέμβαση θα είναι η διοργάνωση σειράς εκδηλώσεων στο ευρωκοινοβούλιο με την κάλυψη και την ενίσχυση του Δημήτρη Φίλη που ως εκπρόσωπος του ενιαίου ΣΥΝ είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού («Η Οδύσσεια των Ελλήνων του Πόντου» εφημ. Νέα της Μόσχας, Ιούνιος, 1990, σελ. 22)
[26] Η εισηγητική έκθεση είχε κατατεθεί από 22 βουλευτές του Πασόκ τον Απρίλιο του 1992. Η επιτυχία του ποντιακού χώρου, που ήταν και η πρώτη πολιτική κατάκτηση των προσφύγων από το 1922, κινητοποίησε και τις υπόλοιπες μικρασιατικές οργανώσεις, οι οποίες με αιχμή τους σοσιαλιστές βουλευτές μικρασιατικής καταγωγής πέτυχαν να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στο σύνολο της Μικράς Ασίας και να καθιερώσουν ως επίσημη Ημέρα Μνήμης την 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα πυρπόλησης της Σμύρνης από τα τουρκικά στρατεύματα.
[27] Χρήσιμη θεωρητική ανάλυση που ταιριάζει στην περίπτωση των προσφύγων του 1922, υπάρχει στο άρθρο του Νίκου Δεμερτζή, «Ο Εμφύλιος πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα», στο Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα, επιμ. Δεμερτζής-Πασχαλούδη-Αντωνίου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2013.
[28] «Όσον αφορά τη σύνδεση της γενοκτονίας των Ποντίων με τη μικρασιατική πιστεύω ότι είναι έγκλημα η σύνδεσή της. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο.» (Δήλωση Μιχ. Χαραλαμπίδη στο αφιέρωμα για την ίδρυση της Παμποντιακής Ομοσπονδίας, εφημ. «Εύξεινος Πόντος», Οκτώβριος ’03..
[29] Για την ομάδα των «Ιταλών», τις ιδεολογικές βάσεις και τις οργανωτικές παρεμβάσεις, καθώς και τους «πολέμους για την Ιστορία» που έλαβαν (και λαμβάνουν) χώρα εντός του ποντιακού κινήματος, δες: «Η Ομάδα Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη και το ποντιακό κίνημα»,
https://kars1918.wordpress.com/2009/10/13/italoi/ (προσβ.1-11-13)
[30] Η ηγεσία της ΠΟΕ καταγγέλθηκε για τη στάση της αυτή: Νικόλαος Χλαμίδης, «Πόντιοι και η Γενοκτονία των Ελλήνων», http://mikrasiatis.gr/?p=2416 (προσβ. 20-5-13). Επίσης: “Why do Pontic Greeks seek separate recognition?” (http://goo.gl/N5HUhu , προσβ. 4-11-13 )
[31] Για τη νέα αυτή οργανωτική συνιστώσα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση στο: http://goo.gl/6BJV3U (προσβ. 5-11-13). Η υιοθέτηση αρκετών ποντιακών αιτημάτων από τους Νεοναζί λειτουργεί όπως ακριβώς και στην υπόλοιπη κοινωνία. Θεωρείται ότι έως τώρα, μόνο σε δύο συλλόγους (από τους 600) έχουν καταφέρει να διεισδύσουν. Για την μετάλλαξη ενός δημοκρατικού ιστορικού συλλόγου σε ακροδεξιού δες: «Η ριζοσπαστική-δημοκρατική (παλιά)Αργώ και η ρατσιστική-ακροδεξιά (νέα)Αργώ» http://goo.gl/rea9KZ (προσβ. 4-11-13)
[32] Να σημειωθεί ότι οι πολιτικές κατακτήσεις των προσφυγικών οργανώσεων ουδέποτε έγιναν αποδεκτές από το «ελλαδικό Βαθύ Κράτος», όπως τουλάχιστον εκφράζεται από τη γραφειοκρατία και τα λόμπι διαμόρφωσης πολιτικής που δρουν μέσα και πέριξ του υπ.Εξ. Αντιθέτως, υπήρξαν παρεμβάσεις αποτροπής της αναγνώρισης της «ποντιακής γενοκτονίας» σε διεθνές επίπεδο. Γνωστή έγινε η παρέμβαση της υπ.Εξ. Ντ. Μπακογιάννη σε προσπαθεια αναγνώρισης από τη Βουλή της Αρμενίας.
[33] Είναι ενδιαφέρον το στοιχείο ότι στις ποντιακές οργανώσεις δεν καλλιεργούνται αλυτρωτικά συναισθήματα. Αντιθέτως, η συνάφεια με τους μουσουλμάνους ελληνόφωνους του σημερινού Πόντου ενισχύει τις τάσεις για ειρηνική συνύπαρξη. Ακριβώς αυτό το γεγονός «θορύβησε» τον Καραμπελιά του «Άρδην», ο οποίος προσπάθησε με κείμενό του να καθοδηγήσει «αντι-νεοοθωμανικώς» τους όχι αρκούντως εθνικιστές –με βάση τη δική του θεώρηση- Πόντιους. Δες: Γιώργος Καραμπελιάς, «Ο Πόντος, η γενοκτονία και το ελληνικό δίλημμα», περ. Άρδην, τεύχ. 75, 2009, επίσης, « “Πατριωτική Αριστερά” και προσφυγικό κίνημα» http://goo.gl/oL3X5d (προσβ. 6-11-13)
[34] Το σύνολο των δικών μου άρθρων για την προσπάθεια ακύρωσης της Δίκης των Εξ υπάρχει εδώ: http://goo.gl/Yvh58Q (προσβ. 4-11-13)
[35] Δύο ενδεικτικά κείμενα:
-«Kεμαλισμός και νεοελληνική ιστοριογραφία»
https://kars1918.wordpress.com/2009/06/09/9-6-2009/
-«Η εκδίκηση των “αυτοχθόνων”»
https://kars1918.wordpress.com/2012/05/27/7647474/
[36] Περιοδ. Κοινότης, αριθμ. 47, Αθήνα, 1923.
[7] Τα μέλη του ΚΚΕ το 1929 ήταν περίπου 1.600, από τα οποία τα 170 στην Αθήνα, ενώ στον Πειραιά, στο μεγαλύτερο βιομηχανικό και εργατικό κέντρο της χώρας, το Κόμμα είχε μόνο 70 μέλη (Σολάρο Αντόνιο, Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Πλειάς, Αθήνα, 1975, σελ. 72.)
[38] Στις 19.3.1930 ο «Ριζοσπάστης» εξαίρει τις οργανώσεις του Κιλκίς και ανάμεσα στα άλλα επισημαίνει πως «σήμερα η αχτίδα Κιλκίς έχει τόσα μέλη του κόμματος όσα οι δύο οργανώσεις μαζί της Αθήνας και του Πειραιά». Αφορμή ήταν η ανταπόκριση για την αντιτσιφλικάδικη εξέγερση του ποντιακού χωριού Μεταλλικό (1929). Αναφέρθηκε επίσης στην ανταπόκριση στο αγροτικό συλλαλητήριο του Κιλκίς το Δεκ. του 1929, στο επεισόδιο ανάμεσα σε αγρότες και αστυνομία στο Μεσσιανό (Ιαν. 1930), στην εξέγερση της Μεταμόρφωσης (Μάρτιος 1930) και στα γεγονότα του γυμνασίου Κιλκίς το Μάρτιο του 1930. [Αναλυτική παρουσίαση των γεγονότων στο: Ανδρέας Αθανασιάδης, Τα γεγονότα του χωριού Μεταμόρφωση και του Γυμνασίου Κιλκίς-Κιλκίς, Μάρτιος 1930, Ποντοκώμη 2011, http://goo.gl/LDUhln (προσβ. 5-11-13)] Την ίδια εποχή, γενικός γραμματέας στο Κομμουνιστικό Κόμμα αναλαμβάνει ο Πόντιος (από το Σοχούμι) Ανδρόνικος Χαϊτάς.
[39] Στην εικόνα αυτή προστέθηκε και άλλη μια αυθαίρετη παραδοχή, η οποία προσαρμόζει το ιστορικό παρελθόν στις ανάγκες των σύγχρονων προκαταλήψεων: «Για πρώτη επίσης φορά το πολιτικό σύστημα «εμπλουτίζεται» με Πόντιους, όπως για παράδειγμα με τη μαζική εκλογή Πόντιων βουλευτών στη Βόρεια Ελλάδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Πόντιοι αποκτούν μια ιδιαίτερη θέση στην εθνική μυθολογία. Τη θέση της πολιτισμένης, εκλεπτυσμένης και μορφωμένης ομάδας την είχαν καταλάβει οι Μικρασιάτες όπως άλλωστε και της τεράστιας προσφοράς στην οικονομία της χώρας.» (Mπαλτσιώτης, όπ.) Τα διπλό αυτό σχήμα αποτελεί μια σύγχρονη κατασκευή, εφόσον μέχρι και τη δεκαετία του ’80 όλοι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες (Ίωνες, Πόντιοι, Καππαδόκες κ.λπ.) και οι πρωτοβάθμιες οργανώσεις τους, αναγνώριζαν ως κοινή και μοναδική δευτεροβάθμια έκφραση την ΟΠΣΕ (Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας με έδρα την Αθήνα). Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα καταγραφή των Μικρασιατών συγγραφέων από το περιοδικό που έβγαζε ο Γ. Βαλέτας «Αιολικά Γράμματα» τεύχος 69-70, 1982 -Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή. Όλοι οι ποντιακής καταγωγής συγγραφείς εκείνης της εποχής, συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο. Από τον κατάλογο λείπουν κάποια σημαντικά ονόματα, όπως ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Χρήστος Σαμουηλίδης, ο Βάλιας Σεμερτζίδης κ.ά. Όπως και οι ποιητές που γράφουν στη διάλεκτο. Ακόμα και στο τρίτομο Σολδάτος, Χ., Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του ελληνισμού της Μικράς Ασίας (1800-1922) (Αθήνα 1989), οι Πόντιοι συμπεριλαμβάνονται στην γενική κατηγορία «Μικρασιάτες».
Η οργανωτική αυτονόμηση των Ποντίων είναι πολύ πρόσφατο γεγονός. Επίσης, ποντιακής καταγωγής βουλευτές υπήρξαν από την «πρώτη μέρα» της προσφυγικής εγκατάστασης στην Ελλάδα και πάντα υπήρχε σημαντικός αριθμός βουλευτών ποντιακής καταγωγής. Σε περιοχές μεγάλης προσφυγικής εγκατάσταση (Νέες Χώρες, Β’ Αθηνών, Β’ Πειραιώς) υπήρχε πάντα αριθμός βουλευτών με προσφυγική καταγωγή. Αυτό που ξεχώρισε τους Πόντιους βουλευτές από τους υπόλοιπους Μικρασιάτες, ήταν η προσπάθεια της δεκαετίας του ’90 για να αναγνωριστεί η «ποντιακή γενοκτονία». Τότε -για πρώτη και τελευταία φορά- απέκτησαν οι Πόντιοι βουλευτές ξεχωριστό λόγο και κινήθηκαν ως οργανωμένο λόμπι.
[40] Γεννήθηκε στο Καρς του Καυκάσου. Υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ποντιακού ελληνισμού στην μπολσεβίκικη ιεραρχία. Το έργο του θεωρήθηκε ως το σημαντικότερο που υπήρξε έως τότε στη θεωρία του πολέμου. Η στρατιωτική του καριέρα άρχισε με τις σπουδές του σε ρωσική στρατιωτική ακαδημία, απ’ όπου αποφοίτησε το 1915. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον βαθμό του λοχαγού. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου αγωνίστηκε σε διάφορα μέτωπα και έφτασε στο βαθμό του διοικητή και κομισάριου ταξιαρχίας. Το 1923, ανέλαβε επικεφαλής των επιχειρήσεων του Κόκκινου Στρατού παίρνοντας τον τίτλο του στρατηγού και αναλαμβάνοντας το αξίωμα του υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου.Θεωρείται κορυφαίος θεωρητικός του πολέμου, σχετικά με την επιχειρησιακή στρατηγική. Χαρακτηρίστηκε ως «ο πατέρας της σοβιετικής στρατιωτικής τεχνικής», αναπτύσσοντας τη λεγόμενη «θεωρία των λειτουργιών και βαθιά μάχης».
Θεωρήθηκε ότι στο έργο του Τριανταφύλλοφ βασίστηκε η στρατηγική που ανάπτυξε κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο στρατάρχης Ζούκοφ, ελληνικής καταγωγής σύμφωνα με έγκυρες πηγές. Ο Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ έχασε τη ζωή του σε ηλικία 37 ετών σε αεροπορικό δυστύχημα. Θάφτηκε στην Κόκκινη Πλατεία, στη Νεκρόπολη τοίχων του Κρεμλίνου.
Σε υψηλότατη κομματική θέση έφτασε και ο ξάδελφός του Στυλιανός Τριανταφύλλοφ, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της NKVD. Κατά την περίοδο της σταλινικής τρομοκρατίας ο Στυλιανός εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου και εκτελέστηκε.(Βλ. Αγτζίδης, «Όταν οι Έλληνες κομμουνιστές πήραν την εξουσία», περ. Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 8, Φλεβάρης 2013, http://goo.gl/HA0Eb8 προσβ. 30-10-13)
[41] Συνέχεια αυτής της παράδοσης μπορεί να θεωρηθεί και ο κορυφαίος μεταπολεμικός λογοτέχνης Άρης Αλεξάνδρου, ο οποίος δεν ήταν απλώς Πόντιος, αλλά «ρωσοπόντιος»!
[42] Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2012 (http://goo.gl/lvTtES , 4-11-13)
[43] Βλ. ενδεικτικά, Ανδρέας Αθανασιάδης-Χρήστος Μιχαηλίδης, «Γεννηθείς εις Καύκασον Ρωσίας»,εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2010, τα άρθρα -στο: http://emfilios.blogspot.gr/ – του Α. Αθανασιάδη: «Τα γεγονότα του χωριού Μεταµόρφωση και του Γυμνασίου Κιλκίς, Κιλκίς- Μάρτιος 1930», « Η Κοκκινιά και η Ξηρόβρυση Κιλκίς στη δίνη του εμφυλίου πολέμου-Κιλκίς, Νοέμβριος 1946», «Ηδικτατορία Μεταξά, η αριστερά και οι πρόσφυγες της λωρίδας Εορδαίας-Σερβίων», και την αδημοσίευτη μελέτη του ιδίου: «Φλώρινα 1926-1946, Στη σκιά του “βουλγαρισμού”»
[44] Για τις σχέσεις ντόπιων-προσφύγων δες:
-«Πρόσφυγες του ’22 στη ‘μητέρα-πατρίδα’», http://goo.gl/KvWuYx
-«Κράτος και πρόσφυγες του ’22», http://goo.gl/Rmlq3Y (προσβ. 4-11-13)
[45] Η επιχειρηματολογία του Νακρατζά και της «Αντιεθνικιστικής Κίνησης» είναι πανομοιότυπη με αυτή που διατυπώνεται σε τουρκικά ακροδεξιά ιστολόγια και προέρχεται από την επίσημη και παρακρατική τουρκική παραγωγή για το ποντιακό ζήτημα, όπως π.χ. από το βιβλίο Pontus Meselesi. Το Νοέμβριο του 2009 ανακαλύφθηκε ότι ο τουρκικός στρατός διατηρούσε προπαγανδιστικό ιστότοπο για να προβάλει «τα εγκλήματα των Ελλήνων στον Πόντο». Ο τουρκικός στρατός στο πλαίσιο της παρακρατικής οργάνωσης «Εργκενεκόν», που οργάνωνε πραξικόπημα, είχε θέσει σε λειτουργία και διαχειριζόταν περίπου 42 ιστότοπους στο πλαίσιο των επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου με ειδικές αναφορές στα… «εγκλήματα» των Ελλήνων εις βάρος των Τούρκων στην Κύπρο, στη Μικρά Ασία και στον Πόντο (Νίκος Μελέτης, «Ηλεκτρονικός πόλεμος κατά της Ελλάδας από τον τουρκικό στρατό», εφημ. Έθνος, 28 Νοεμβρίου 2009) Μεταξύ των σάιτ που είχαν δημιουργήσει οι μυστικές υπηρεσίες βρίσκεται και ο ιστότοπος http://www.pontuslu.com, με απόψεις βασισμένες στις κλασικές τουρκικές εθνικιστικές θέσεις για το ποντιακό, αντίστοιχες των οποίων είναι αυτές του Νακρατζά.. Παρόμοιες θέσεις διατυπώνονται και στο: Νάσος Θεοδωρίδης, «Τα 7 ταμπού της ποντιακής ιστορίας», εφημ. «Trakya ΄nin Sesi», 3 Μαρτίου 2011.
[46] Μιχάλης Τρεμόπουλος, «Όχι στη Θράκη οι Πόντιοι», περ. Οικοτοπία, Μάρτιος 1990, σελ. 12, όπου η ελλ. Θράκη παραλληλιζόταν με τα κατεχόμενα της Κύπρου. Στη Θράκη τελικά εγκαταστάθηκαν περίπου 20.000 από το σύνολο των 250.000 που έφτασε στην Ελλάδα μέσα σε μια δεκαετία, από το 1989. Η πραγματική κατάσταση των Ποντίων που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Θράκη δε φαίνεται να είναι τόσο ζηλευτή.
[47] «Οι Πόντιοι ως queer έθνος, (παρουσίαση) Άκης Γαβριηλίδης» στο ‘’Queer φεστιβάλ”, Αθήνα, 2013. http://embrostheater.blogspot.gr/2013/05/4-days-stand-queer-festival-8-9-10-11.html (πρ. 30-10-13)
[48] «ΠΟΕ: Είναι και οι 19 “ανωμαλιάρηδες”;» http://goo.gl/BA0y5X (προσβ. 30-10-13) Γράφτηκε ως απάντηση σε κείμενο το Ά. Γαβριηλίδη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Container” υπό τον τίτλο: «Η ποντιακότητα ως queering. Η αρρενωπότητα στα όρια της αυτοπαρωδίας», 6-6-11 . H αποδοχή τέτοιων προσεγγίσεων από ομάδες και περιοδικά (Container, Ένεκεν), δείχνει τον φορμαλισμό που επικρατεί και την έλλειψη σαφών κριτηρίων σε σχέση με το ρατσιστικό φαινόμενο.
[49] Η δική μου κριτική στο φαινόμενο αυτό είναι: «Ποιός τελικά είναι queer? _ ή _ “συζητώντας” με τον Άκη», https://kars1918.wordpress.com/2011/07/28/agtzidis-gabriilidis/ (προσβ. 30-10-13)
[50] Σε μια επεξήγηση (σχόλιο 8) σε ηλεκτρονικό δημοσίευμα (http://goo.gl/UZkyrf) αναγράφηκε εξής επιχειρηματολογία:
«Ο όρος “-phobia” χρησιμοποιείται να περιγράψει το φόβο που προκαλείται σε μια ομάδα ή σε άτομα για έναν “κίνδυνο” ο οποίος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Πολλές φορές η στάση αυτή βασίζεται σε στερεότυπα ριζωμένα από χρόνια και σε προκατασκευασμένες αρνητικές εικόνες. Κάποια προχείρως μαζεμένα:
-Η για χρόνια αρνητική στάση των αστυνομικών απέναντι στους Πόντιους πρόσφυγες από την πρώην ΕΣΣΔ, που έχει οδηγήσει σε βιαιοπραγίες εναντίον τους ακόμα και σε θάνατο (μια απ’ αυτές τις βίαιες πράξεις οδήγησε στην καταδίκη της Ελλάδας από διεθνές δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων).-Ποντιοφοβικό κλίμα καλλιεργήθηκε σε όλες τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν ή επιχείρησαν να εγκατασταθούν οι Πόντιοι πρόσφυγες από την πρώην ΕΣΣΔ (Μακεδονία, Μενίδι, Ασπρόπυργο κ.ά.)
-Το αρνητικό συναίσθημα που καλλιεργείται σήμερα από σλαβομακεδόνες αλυτρωτιστές και εθνικιστές στη δυτική Μακεδονία κατά των Ποντίων, και που ενισχύθηκε από δημοσιογραφικές ελλαδικές παρέες και διάφορους queer τύπους,
-η καλλιέργεια της άποψης ότι η εγκατάσταση των Ποντίων και των άλλων προσφύγων στην (ελλ.) Μακεδονία είναι αντίστοιχο με την εγκατάσταση των εποίκων στα Κατεχόμενα της Κύπρου,
-η παραδοσιακή αρνητική στάση που είχαν οι δεξιές ελίτ στη Θεσσαλονίκη π.χ. κατά των Ποντίων (που βαθμιαία άλλαξε μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την κοινωνική αναβάθμιση των Ποντίων), χαρακτηριστικά είναι τα κείμενα του Χαραλάμπους στο σχετικό βιβλίο για τη Θεσσαλονίκη,
-η αντίστοιχη στάση κάποιων Νεοελλήνων ασχολούμενων με το Ολοκαύτωμα, που ενοχοποιούν ομαδικά τους πρόσφυγες και τους Πόντιους, είτε για παθητική στάση κατά τη διάρκεια της βίαιης ναζιστικής πράξης στην Κατοχή, είτε για το πογκρόμ στο Κάμπελ,
-η άρνηση να γίνει αποδεκτό το ιστορικό γεγονός της Γενοκτονίας και η αναφορά των συγκεκριμένων κύκλων στους Πόντιους ως εθνικιστές,
-η συμπεριφορά ακραίων, περιθωριακών και μειοψηφικών κύκλων (π.χ. νέα Αργώ-Σοφιανίδης) ως ενδεικτική της στάσης και των αντιλήψεων όλης της κοινότητας,
-τα κείμενα του Τ. Κωστόπουλου, του Γ. Νακρατζά, του Νάσου Θεοδωρίδη που έχουμε κατά καιρούς σχολιάσει καλλιεργούν εντέχνως αυτό το φόβο,
-ακόμα και η αναδημοσίευση ενός προφανούς ρατσιστικού, ψευδούς και αντιποντιακού κειμένου του Νακρατζά από διάφορους κύκλους ανήμερα της επετείου ( May 19th, 2013 | Author: Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό”) κ.λπ.»
[51] http://pontosandaristera.wordpress.com/2011/06/30/pier-antre-tagief/ (προσβ. 20-5-2013).
[52] «Και γι’ αυτό το ζήτημα, δηλαδή της ιστορικής εμπειρίας των Ελλήνων της Ανατολής, ένα κομμάτι της προοδευτικής ιστοριογραφίας και διανόησης στην χώρα μας κρατά μιαν αμήχανη απόσταση από την ουσιαστική εξέτασή του. Η επιδερμική του, δε, προσέγγιση, συνοδευόμενη ενίοτε από ειρωνική στάση στις εκδηλώσεις της ζωντανής μνήμης, φαντάζει, αν μη τι άλλο, ως φοβική αντίδραση απέναντι στην αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια εθνικιστική ρητορική για το θέμα αυτό. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι να υποβαθμίζει τα ιστορικά γεγονότα και ταυτόχρονα παραχωρεί «ελεύθερο χώρο» στις εθνικιστικές απόψεις που σε αυτά τα θέματα προσπαθούν να κυριαρχήσουν υποβοηθούμενοι από το βαθύ τροϊκανό χαντάκι που βρίσκεται σήμερα η χώρα.». [Στέργιος Θεοδωρίδης, «91 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εφημ. Δρόμος της Αριστεράς,, 14 Οκτωβρίου 2013, http://goo.gl/cjlUOF (προσβ. 4-11-13)]
[53] Χριστίνα Κουλούρη, «Η Δίκη των Έξι και ο Κολοκοτρώνης», εφημ. Το Βήμα, 14 Φεβρουαρίου 2010.
[54] Βλ. Αγτζίδης, «Aς μιλήσουμε ανοιχτά για τη Γενοκτονία», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 20 Μαϊου 2013 ( http://goo.gl/j9B4yg προσβ. 30-10-13)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου