Του Σπύρου Γεωργίου [Άρδην τ. 114]
Ὁ βίος ἑνός λαοῦ, ὁ οἰκονομικός, ὁ πολιτικός καί ὁ πνευματικός, προσδιορίζεται ἀπό τήν ἐσωτερική δυναμική τοῦ λαοῦ αὐτοῦ – ἀπό τό βάθος ἐμβιώσεως καί ἀπό τό βάθος ἐννοήσεως. Ἡ ἔλλειψη βάθους ἐμβιώσεως καί ἡ ἔλλειψη βάθους ἐννοήσεως συναρτῶνται μεταξύ τους. Δέν μπορεῖ ἡ σκέψη νά εἶναι βαθειά, ὅταν ὁ σκεπτόμενος ζεῖ στήν ἐπιφάνεια, δηλαδή ἀπερίσκεπτα.
Χρήστος Μαλεβίτσης
Νεοελληνική πνευματική δυσπραγία, ΕΥΘΥΝΗ 120,
Η οποιαδήποτε δοκιμή διερεύνησης ενός τόσο σύνθετου θέματος –όπως είναι αυτό για τη νεοελληνική ιδιοτυπία–δεν μπορεί παρά να εκτυλίσσεται στις ράγες της περιγραφής και της αξιολόγησης, με «κριτική διάθεση», επειδή ίσως μόνο έτσι μπορεί να γίνει αντιληπτή η σύστασή της που πολλοί την ταυτίζουν με μια «στρεβλή των πραγμάτων κατάσταση». Σε τούτο λοιπόν το πλαίσιο οι εναρκτήριες επισημάνσεις οι οποίες τίθενται είναι, ορισμένως, οι εξής: «(Η ιδιοτυπία μας) μαρτυρεῖ, καταρχήν, ἔλλειψη προσώπων, δηλαδή ἔλλειψη αὐτόνομης ἐσωτερικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἐκπτυσσόμενη δημιουργεῖ κι ἐπιτελεῖ τό ἔργο της. Μαρτυρεῖ (όμως κι έντονη) ροπή πρός τό συναισθηματικό (στις «ποικίλες εκφάνσεις της ζωής»), πρός τό ἀράθυμο καί ὄχι πρός τήν ψυχραιμία· (και καθώς όλα τούτα) εἶναι χαρακτηριστικά νοτίου λαοῦ ἰνδοευρωπαϊκοῦ τά κρατικά σχήματα –ὅπως (αυτά) μεταφυτεύθηκαν ἀπό τή Βαυαρία καί ἀπό τή Γαλλία– ἀποδείχτηκαν (σε ό,τι μας αφορᾶ) ἄγονα γιά τή δημιουργία μίας αὐθεντικής Πολιτείας»1.
Αλλά, με γνώμονα τούτες τις πρώτες επισημάνσεις είναι, μάλλον, αναγκαίο να αναφερθούν και κάποιες εξηγητικές (του θέματος) προσεγγίσεις – με τη διευκρίνιση βεβαίως ότι η εν λόγω αναφορά δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως μια δοκιμή διαλεύκανσηςενός περίπλοκου ζητήματος, το οποίο εξακολουθεί να (μας) κατατρύχει με (και μέσα από) τις πολυειδείς απολήξεις του.
***
Η μνεία ορισμένων γενικών παρατηρήσεων που διατύπωσαν –για τα καθ’ ημάς–διάφοροι ξένοι μελετητές (τις οποίες παραθέτει ο Απ. Ε. Βακαλόπουλος) συνιστά, τρόπον τινά, την πρώτη προσέγγιση:
Από το πλήθος των ξένων που κατέβηκαν στην Ελλάδα και έμειναν για αρκετό διάστημα, ώστε να γνωρίσουν κάπως τον λαό (μας), ξεχωρίζω τον Ιταλό περιηγητή Xavier Scrofani, θετικό παρατηρητή, που υπογραμμίζει ορισμένα κοινά σημεία, τη ματαιοδοξία, την ευστροφία, την κακοπιστία και την εκδικητικότητα, καθώς και τον περισσότερο αναλυτικό σύγχρονό του Γάλλο κλασσικό φιλόλογο J. B. d’ Anse de Villoison, που επισημαίνει την τάση για αδέσμευτη ελευθερία, την επιθυμία της αλλαγής, το «νεωτερίζειν», την εχθρότητα προς τους ομότεχνούς των, αλλά και προς τους συμπατριώτες τους.
Ο Σκώτος κριτής, ο Gordon, τονίζει την επίδραση των κλιματολογικών συνθηκών και γενικά του φυσικού και κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, στο οποίο αποδίδει και τη μεγαλύτερη σημασία ∙ «(…) υπάρχουν, γράφει, μέσα στο κλίμα, ή στο περιβάλλον των διαφόρων χωρών, κρυμμένες ορισμένες επιδράσεις που ασκούν ισχυρή επιρροή πάνω στον χαρακτήρα των εθνών, αλλά εκείνο που διαμορφώνει τους τρόπους που εμφανίζουν αυτόν τον χαρακτήρα είναι οι ευνοϊκές ή δυσχερείς πολιτικές περιστάσεις.
Ας σημειωθεί ότι τη δυνατή επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος σε οποιονδήποτε λαό, και στην προκείμενη περίπτωση ειδικά στον ελληνικό, υπογραμμίζει και ο Γερμανός ιστορικός του περασμένου αιώνα G. G. Gervinus (1805-1871). Γράφει:
“Επάνω στη θαυμαστά διαμορφωμένη αυτή χώρα που συνενώνει σε μικρογραφία όλα τα προτερήματα της Ευρώπης σε πεμπτουσία, που με τους ορεινούς της λαβυρίνθους και με τους άπειρους όρμους της μπόρεσε να χαράξει στους κατοίκους της τις έξοχες ιδιότητες ενός ορεινού και ναυτικού λαού, φαίνεται ν’ αναπαύεται ένας εγχώριος αγαθοδαίμονας (Genius), που και στους νεώτερους κατοίκους αυτού του εδάφους, όπως και στους παλιούς, ήταν πεπρωμένο να χαρίσει τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά του εθνικού βίου.”
Αλλά και ο βιογράφος του Α. Κοραή, Δ. Θερειανός, λέγει ότι η φύση των Ελλήνων είναι «αμετάλλακτος» προστρέχοντας στη μαρτυρία του μεγάλου Γερμανού φιλολόγου Ph. Aug. Boeckh (1785-1867) που σημείωνε:
Άδικοι, φιλοχρήματοι και υπερφίλαυτοι. Υπό της φιλαυτίας και της ιδιωφελείας οιστρηλατούμενοι, έπραττον πάντα, θεμιτά τε και αθέμιτα, όπως κορέσωσι τα πάθη των.
Το «αδέσμευτο, αυθαίρετο και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο εγώ» των Ελλήνων υπογραμμίζει και ο Ρωμαίος συγκλητικός Μενένιος Άπιος, καθώς κι ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, που γράφει ότι «οι Έλληνες δεν ανέχονται ούτε την ελευθερία ούτε και τη σκλαβιά».2
Ως επόμενη προσέγγιση θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αναφερθεί αυτή που εστιάζει στον νεοελληνικό πυρήνα ζωής. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν – με βάση αυτή την ερμηνεία: Στα χρόνια που διαμορφωνόταν ο νεοελληνικός πυρήνας ζωής, δρούσαν παραλλήλως και άλλες δύο πολιτιστικές δυνάμεις. Η λόγια παράδοση, που ξεκόρμισε από το Βυζάντιο, και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Με την απελευθέρωση του έθνους, ευρωπαϊκός πολιτισμός και λόγια παράδοση εκλήθησαν να καλύψουν τους χώρους που διάνοιξε το νεοπαγές ελληνικό κράτος· και εκεί συγκρούσθηκαν με τον νεοελληνικό πυρήνα ζωής. Από (αυτή) τη σύγκρουση βγήκε ηττημένος ο νεοελληνικός πολιτισμός γιατί βρισκόταν ακόμη στο στάδιο του «συλλογικού» (και) δεν είχε αναπτυχθεί τόσο ώστε να προβάλλει άτομα, όπως απαιτούσε η νέα οργάνωση του κράτους. (Με βάση λοιπόν όσα είχαν αποφασιστεί) Η νέα οργάνωση του έθνους (θα) έπρεπε επειγόντως να γίνει ομόλογη με την οργάνωση των σύγχρονων δυτικών ευρωπαϊκών εθνών, δηλαδή αστική. Προς τούτο (όμως) ο νεοελληνικός πολιτισμός δεν ήταν έτοιμος. Έτσι έχασε τη μάχη, όπως ήταν φυσικό, στο αστικό επίπεδο, ενώ η λόγια παράδοση και η ευρωπαϊκή ιδεολογία ήταν κατάλληλες για τις νέες αστικές απαιτήσεις (επιστημονική γλώσσα, νομοθεσία, διοίκηση, εξατομικευμένη διανόηση κ.α.) Και εφόσον η τάση της οικονομίας είναι (πια) αστικοποιητική, ο νεοελληνικός πυρήνας ζωής έμεινε στάσιμος και ο νεοελληνικός πολιτισμός, στη βάση του, παρέμεινε επαρχιακός. Βέβαια η οικονομική ανάπτυξη είναι απαραίτητη, γιατί είναι θέμα επιβιώσεως ανάμεσα στις σύγχρονες οικονομίες. Αυτή όμως η αναπόφευκτη λύση έφερε στο προσκήνιο άλλα προβλήματα, εξίσου σοβαρά, όπως αυτό της πνευματικής επιβίωσης του λαού3 – καθώς κι όλα όσα δυνητικά συναρτώνται με μια «στρεβλή κατάσταση των πραγμάτων».
Σε σχέση, πιο ειδικά, με τη φράση επιβίωση του λαού πρέπει να σημειωθεί ότι: Ὁ ὅρος λαός δέν νοεῖται στήν ἀφηρημένη σημασία ἑνός ἀνόργανου ἀθροίσματος ἀνθρώπων, ἀλλά στή συγκεκριμένη ὀργανική σημασία τοῦ «ἱστορικοῦ λαοῦ». Ὁ λαός (δηλαδή) συνιστᾶ ὀργανική ἑνότητα γενεῶν, τόπου, χρόνου, γλώσσας, παραδόσεως – και μέ αὐτή τήν ἔννοια μιλᾶμε γιά τόν «ἑλληνικό λαό», τόν «γερμανικό λαό», κλπ. Ἄν ὁ (εκάστοτε) «ἱστορικός λαός» περιοριστεῖ μόνο σ’αὐτό πού διασώζει ἡ παροῦσα μνήμη του τότε ἡ ἱστορικότητά του, ὡς αὐτοσυνειδησία τῆς ὑπάρξεώς του, ἐξαντλεῖται στά ὅρια τοῦ «λαϊκοῦ πολιτισμοῦ». Ἄν (όμως) ὁ ἱστορικός λαός μέ τήν ἐνέργεια τῆς παιδείας καί τῆς λογιοσύνης διευρύνει τή μνήμη του, ὥστε τούτη νά διαπλωθεῖ σέ ὅλο τό χρονικό βάθος του, τότε ἡ ἱστορικότητά του, ὡς αὐτοσυνειδησία τῆς ὑπάρξεώς του, ἐκτείνεται στά ὅρια τοῦ «ἐθνικοῦ πολιτισμοῦ».4 Τούτη ακριβώς η αὐτοσυνειδησία τῆς ὑπάρξεως πού ἐκτείνεται στά ὅρια τοῦ «ἐθνικοῦ πολιτισμοῦ» επιβεβαιώνει και μια διαμορφωμένη, στο διάβα του χρόνου, αλήθεια· την αλήθεια που σημαίνεται με τον όρο εσωτερικότητα του έθνους – ως «ιδιαίτερο πνευματικό βάθος» (του).
Εύλογα, βεβαίως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος αν η εσωτερικότητα του έθνους δύναται να θεωρηθεί «κοινή (μας) υπόθεση» – διά της οποίας θα συντελεστεί η «άρση της στρεβλής κατάστασης». Δύσκολο ερώτημα· και η απάντηση, προφανώς, δυσκολότερη εφόσον: Μόνον οἱ ἐπονομαζόμενες δημιουργικές συνειδήσεις –και μόνον αὐτές–θά διατηρήσουν σέ ἐγρήγορση τήν ἐσωτερικότητα τοῦ ἔθνους. Και μόνον ἔτσι, ὡς ζῶσες δημιουργικές πραγματοποιήσεις, θά τό ὁπλίσουν μέ τή δύναμη πού χρειάζεται γιά νά ἀντιμετωπίση τίς ἐπικίνδυνες προκλήσεις. Μόνον οἱ ζῶσες δημιουργικές συνειδήσεις, μέ τό πνευματικό ἔργο τους καί τήν παρουσία τοῦ ἤθους των, θά μεγαλύνουν τήν ἀλήθεια του καί θά ἀποτρέψουν τόν κίνδυνο νά μετατραπῆ σέ (μια) ἀδιάφορη καί πνευματικῶς ἀδρανῇ μᾶζα παραγωγῶν καί καταναλωτῶν.
Οἱ συνειδήσεις αὐτές ποιές εἶναι καί πῶς θά λειτουργήσουν δέν μπορεῖ νά καθοριστοῦν· θα «φυτρώσουν μόνες τους» ἀπό τόν πανάργαιο κορμό τοῦ ἔθνους (χωρίς αυτό να επιτρέπει οποιονδήποτε υπαινιγμό περί «μεσσιανισμού») – ὡς συνείδηση ἐλευθερίας.5
Ως τελευταία προσέγγιση δύναται να αναφερθεί αυτή η οποία εστιάζει σε τρεις, κρίσιμους κι αλληλένδετους, παράγοντες, που μπορούν, όντως, να χαρακτηριστούν σημαντικές παράμετροι του θέματός μας.
Αναλυτικότερα: Οι πελατειακές σχέσεις (απόρροια μιας νοσηρής νοοτροπίας / πρακτικής, το μιαρό κατάλοιπο της μακροχρόνιας διαβίωσης υπό τον τουρκικό ζυγό) ως στάση ζωής είναι η πρώτη (πολιτικής υφής) αιτία. Πολιτικοί και πολίτες – ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί αντίστοιχα – σε έναν αήθη μεταξύ τους εναγκαλισμό νόθευσαν, κατ’ εξακολούθηση, «τα πράγματα» (δρώντας «ατομικιστικά» η/και «συντεχνιακά») προξενώντας μύριες επιπτώσεις.
Δεύτερη (ψυχολογικής υφής) αιτία του ζητήματος είναι το γεγονός ότι η «αδέσμευτη ιδιοσυγκρασία» / το λεγόμενο «ατίθασο εγώ» των Ελλήνων εκδηλώνεται πιο φανερά (και ορμητικά) στον δημόσιο βίο της χώρας όπου κυρίαρχο είναι συνήθως το πάθος (με τίμημα τις ατέρμονες έριδες και την καταστροφική διχόνοια ) ενώ η σωφροσύνη φαντάζει άχρηστο αγγείο.6
Τέλος η επονομαζόμενη διχοστασία της Ελλάδας αποτελεί την τρίτη (πολιτισμικής υφής) αιτία. Σ’ αυτή τη διχοστασία, που ανακαλύπτεται και εδραιώνεται τον περασμένο αιώνα, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τον νόμο και το πάθος και εκφράζεται από το Απολλώνειο και το Διονυσιακό πνεύμα στηρίχθηκε η θεώρηση της σύγχρονης Ελλάδας και η αντιδιαστολή της προς την αρχαία. Η αντίθεση του Απολλώνειου – Διονυσιακού μετασχηματίζεται είτε σε αντίθεση Ευρωπαϊκού – Ανατολίτικου, είτε σε αντίθεση Ελληνικού – Ρωμέικου.(Ιδιαιτέρως γλαφυρά αναφέρθηκε σ’ αυτό ο Patrick Leigh Fermor (1915-2011) το 1966 διαγράφοντας το Ελληνο – Ρωμέικο δίλημμα, όπως το ονόμαζε.7 Με γνώμονα, μάλιστα, (κάποιες από) τις επισημάνσεις του P. L. Fermor: Ο (λεγόμενος) Ρωμιός εμπιστεύεται το ένστικτο ενώ ο Έλληνας τον κανόνα και τη λογική. Επίσης ο Ρωμιός χαρακτηρίζεται από προθυμία παράκαμψης του νόμου με ελιγμούς ή ευνοιοκρατία ενώ ο Έλληνας από δισταγμό παράκαμψής του για λόγους αρχής. Ακόμη στον Ρωμιό αποδίδεται ευστροφία αλλά και τυφλή – προσωπική αφοσίωση σε έναν ηγέτη ή ένα κόμμα ενώ στον Έλληνα αποδίδεται ευφυΐα και πολιτική κομματικοποίηση βασισμένη σε μια προσωπική εξέταση των πραγμάτων. Τέλος ο Ρωμιός πιστεύει στη σύντομη ανταπόδοση ενώ ο Έλληνας στη μακρινή προοπτική.8
Μέσα απ’ την οπτική των προσεγγίσεων (που προαναφέρθηκαν) όλα όσα μας αφορούν αποτυπώθηκαν, τρόπον τινά, ως αίτια και ως αιτιατά. Όλα όσα μας αφορούν δηλαδή διαπιστώθηκαν διττά – ως αιτιάσεις κι ως αποτελέσματα· ως «περίπλοκες πτυχώσεις / στρεβλώσεις», οι οποίες (ενδεχομένως) μπορούν να σημανθούν, συμπερασματικά, με (και μέσα) απ’ την εξής αφοριστική φράση: Εδώ, σε τούτο τον τόπο – δυστυχώς – τίποτα απολύτως – δεν είναι αυτονόητο!
Οπωσδήποτε έχουν γίνει πολλάστον τόπο μας∙ κανείς δεν αμφιβάλλει· μένουν όμως να γίνουν κι άλλα. Κι εκείνο που μάλλον προέχει είναι η εξάλειψη (διά παντός και από παντού) των «πελατειακών σχέσεων», οι οποίες παρεμποδίζουν την ανάδειξη της συλλογικής συνείδησης*– ως παγιωμένης κοινωνικής συνείδησης.
Φυσικά, δύσκολα θα διαφωνούσε οποιοσδήποτε ότι, πέρα από «κάθε πρόταγμα ή κάθε πρόταση», το κρίσιμο βήμα είναι η αναγνώριση της ευθύνης που μας αναλογεί – για τη νεοελληνική ιδιοτυπία. Μιας ευθύνης, πράγματι, τεράστιας, αλλά και «κατευθυνόμενης από το μέλλον», αφού οι συνέπειες των πράξεων ή των παραλείψεών μας (θα) αντανακλώνται, αναπότρεπτα, (και) στο μέλλον – στις επερχόμενες γενεές.
Αυτή λοιπόν η ευθύνη (μας) δεν πρέπει να αποσιωπηθεί· και οι ενθυμούμενοιότι μόνον «οἱ ζῶσες δημιουργικές συνειδήσεις, μέ τό ἔργο τους καί τήν παρουσία τοῦ ἤθους των, (είναι εκείνες που) θά ἀποτρέψουν τόν κίνδυνο μετατροπής (μας) σέ (αμετάκλητα) ἀδιάφορη καί πνευματικῶς (οριστικά) ἀδρανῇ μᾶζα παραγωγῶν καί καταναλωτῶν» χρειάζεται να λέγουν «τα πράγματα» με το όνομά τους.
***
Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, είναι αλήθεια πως δεν (μας) πρέπει η ολιγωρία· και γι’ αυτό ακριβώς είναι καίρια η απαίτηση για μια πολυσχιδή στρατηγική· μια πολυσχιδή στρατηγική η οποία, με όραμα, θα αποσκοπεί στον μετασχηματισμό της κοινωνίας μας σε σύγχρονο κι αξιόπιστο εθνοκράτος – με εμπεδωμένη, ασφαλώς, την ιδιοπροσωπία του στα μέλη που το απαρτίζουν και το στηρίζουν.
Και, βεβαίως, η εντελώς καθοριστική και θεμελιώδης προϋπόθεση για μια τέτοια στρατηγική είναι η πλήρωσή μας με (και μέσα από) «τό βάθος ἐμβιώσεως καί (κυρίως) τό βάθος ἐννοήσεως»- για τα καθ‘ ημάς.
* Συλλογική συνείδηση (collective consciousness): Η συνείδηση του κοινωνικού συνόλου που εκφράζεται μέσα από την συνείδηση των μελών του, την οποία και διαμορφώνει. Η «συνείδηση των συνειδήσεων» σύμφωνα με τον Εμίλ Ντυρκέμ. [Τσαούση Γ.Δ., Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας, εκδόσεις GUTENBERG, 1989, σ. 250]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Μαλεβίτσης Χρήστος, Τί είναι ελληνικότητα – Σε αναζήτηση ταυτότητας, ΕΥΘΥΝΗ 132, 12/1982, σ. 632-636
2.Βακαλόπουλος Ε. Απ., Ο χαρακτήρας των Ελλήνων – Γνώμες Δόκιμων ξένων μελετητών για τον χαρακτήρα των Νεοελλήνων, β’ έκδ., Θεσ/νίκη 1983, σ. 53-61
3.Μαλεβίτσης Χ. Χρήστος, Προοπτικές, β’ έκδ., Βιβλιοπωλείο «ΔΩΔΩΝΗ», Ε. Κ. ΛΑΖΟΥ, 1972, σ. 61-64
4.Μαλεβίτσης Χρήστος, Το σταυροδρόμι, ΕΥΘΥΝΗ 112, 4/1981, σ. 188-191
5.Μαλεβίτσης Χρήστος, Η τραγωδία της ιστορίας, 1973, σ. 110, 120-121
6.Βλάχος Σ. Άγγελος, Η ευθύνη των Ελλήνων, ευθύνη των ανθρώπων, ΕΥΘΥΝΗ, τχ.120, 1981, σ. 613
7.Τζιόβας Δημήτρης, Η δυτική φαντασίωση του ελληνικού και η αναζήτηση του υπερεθνικού στο: Έθνος-Κράτος-Εθνικισμός, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1995, σ. 342
8.Φέρμορ Λη Πάτρικ, Ρούμελη – Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα, μετάφραση. Λ. Κάσδαγλη, ΚΕΔΡΟΣ, 2009, σ.185-189
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου