Ο τόμος αυτός, που επιμελήθηκε η Αθηνά Συριάτου, μιλάει για την Βρετανική Αυτοκρατορία και τη διαμόρφωση της βρετανικής ταυτότητας κατά την αποικιακή, αλλά και μεταποικιακή περίοδο, και αποτελεί μάλλον την πρώτη συστηματική προσπάθεια να εκδοθεί κάτι σχετικό στην Ελλάδα με επίκεντρο την ιστοριογραφία.
επιμ. Αθηνά Συριάτου
εκδόσεις Ασίνη, 2018 | 560 σελίδες
Τα τελευταία χρόνια αγάλματα πολιτικών ηγετών, επιφανών εμπόρων και αποικιακών αξιωματούχων αποκαθηλώνονται σε Βρετανία, Βέλγιο και άλλες πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, με αποκορύφωμα τις κινητοποιήσεις κατά την μεγαλειώδη εξέγερση Black Lives Matter στις ΗΠΑ τον περασμένο Ιούνιο. Προγράμματα σπουδών στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ανανεώνονται σε αρκετά πανεπιστήμια στον κόσμο, με σκοπό την αποαποικιοποίηση της φιλοσοφικής σκέψης, της ιστορίας και της λογοτεχνίας. Σε αυτό το momentum συλλογικά έργα, όπως αυτό που επιμελήθηκε η Αθηνά Συριάτου για τις εκδόσεις Ασίνη (2018), μας προσφέρουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον αποικιακό, αλλά και μεταποικιακό κόσμο, να στοχαστούμε περισσότερο όχι μόνο γύρω από τις ιστορικές τομές, αλλά και τις ιστορικές συνέχειες.
Το βιβλίο αυτό είναι το βιβλίο που θα ήθελα να είχε βρεθεί στα χέρια μου, όταν ακόμα στη στροφή του 21ου αιώνα ήμουν φοιτήτρια πολιτικής επιστήμης και ιστορίας στην Ελλάδα κι ενδιαφερόμουν για τον κόσμο των αποικιακών αυτοκρατοριών. Τότε ελάχιστα σχετικά βιβλία κυκλοφορούσαν μεταφρασμένα στα ελληνικά, όπως η Μεταποικιακή Θεωρία του Robert Young με πρόλογο της Ιωάννας Λαλιώτου (Εκδόσεις Πατάκη, 2007). Τα περισσότερα προγράμματα σπουδών στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες δεν φιλοξενούσαν -και συνεχίζουν να μην φιλοξενούν- μαθήματα σχετικά με την αποικιακή ιστοριογραφία.
Τουλάχιστον τώρα φαίνεται να υπάρχει ένα πιο έντονο εκδοτικό ενδιαφέρον για βιβλία ιστορίας και θεωρίας που μας εισάγουν σε έναν λιγότερο ελληνοκεντρικό κόσμο και μας φέρνουν πιο κοντά σε φαινομενικά μακρινές και ξένες πραγματικότητες της Αφρικής και της Ασίας, που ήταν όμως καθοριστικές για την πορεία ολόκληρης της Ευρώπης αλλά και την εξέλιξη συνολικά του νεωτερικού και μετανεωτερικού κόσμου. Το 2016 η Νήσος εκδίδει τον συλλογικό τόμο «Αποδομώντας την αυτοκρατορία. Θεωρία και πολιτική της μετααποικιακής κριτικής» (επ. Αθηνά Αθανασίου) με κείμενα από τέσσερα διαφορετικά γνωστικά πεδία: την κοινωνική ανθρωπολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνική κριτική και τη φεμινιστική θεωρία.
Ο παρών συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε η Αθηνά Συριάτου είναι μάλλον η πρώτη συστηματική προσπάθεια να εκδοθεί κάτι σχετικό στην Ελλάδα με επίκεντρο την ιστοριογραφία και όχι την ανθρωπολογία, την λογοτεχνία, τις σπουδές φύλου ή από την άλλη πλευρά τις διεθνείς σχέσεις (βλ. Σωτηρόπουλος, Χουλιάρας, Ρούσσος και Σκλιας, Ο τρίτος κόσμος. Πολιτική, κοινωνία, οικονομία, διεθνείς σχέσεις, 2005). Ο τόμος αυτός μιλάει για την Βρετανική Αυτοκρατορία και τη διαμόρφωση της βρετανικής ταυτότητας κατά την αποικιακή, αλλά και μεταποικιακή περίοδο. Έχει ως σημεία αναφοράς την ιστορία της εκπαίδευσης (Hall), της εργασίας και του εργατικού κινήματος (Hyslop), της σεξουαλικότητας και του φεμινισμού (Levine), τις αναπαραστάσεις της αυτοκρατορίας στον κινηματογράφο (Webster) και στο θέατρο (Burton) κ.ά.
Το εισαγωγικό κεφάλαιο της επιμελήτριας για τις πολλαπλές «ιστορίες» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, από την εθνική και παραδοσιακή ιστοριογραφία μέχρι τους νέους ιστορικούς και τη μεταποικιακή θεωρία, καθώς και άλλα ενδιάμεσα ρεύματα, συνιστά μια κατατοπιστική χαρτογράφηση και μια διεισδυτική ματιά στο πεδίο των «Σπουδών για τον Τρίτο Κόσμο». Δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες για τα μεθοδολογικά και ιστοριογραφικά ντιμπέιτ των τελευταίων δύο αιώνων, χωρίς να απευθύνεται αποκλειστικά σε ειδικό κοινό. Ολόκληρος ο τόμος μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και από μη ειδικούς που ενδιαφέρονται στοιχειωδώς για τα ζητήματα αυτά.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς δεν είναι στριφνή, ακατανόητη, προσβάσιμη μόνο από μυημένους. Αντιθέτως, κάποια κεφάλαια και ιδιαιτέρως αυτά που αφιερώνονται στη μικρο-ιστορία και τις βιογραφίες, στα έργα και τις ημέρες συγκεκριμένων προσωπικοτήτων (βλ. τρίτο κεφάλαιο της Catherine Hall για την εκπαίδευση στην εποχή της αυτοκρατορίας) διαβάζονται απνευστί, σαν ανεκδοτολογικά ντοκουμέντα. Αυτό από μόνο του είναι -κατά την γνώμη μου- πολύ σημαντικό, θεμελιώδες. Ο Αμερικανός ιστορικός Ντέιν Κένεντι έχει επισημάνει πόσο «ειρωνικό είναι το γεγονός ότι οι κριτικοί λογοτεχνίας προσπαθούν να «απελευθερώσουν», όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, τους ανθρώπους μέσα από τη γλώσσα, απευθυνόμενοι σε αυτούς μέσα από ακατανόητα κείμενα», αναφερόμενος στο παράδειγμα της Σπίβακ (βλ. σελ.73). Ο τόμος αυτός αποφεύγει σίγουρα αυτόν τον κίνδυνο.
Όταν ξεκίνησα την ανάγνωση (έναν χρόνο πριν), επηρεασμένη από τα τότε διαβάσματά μου (βλ. Chibber, Postcolonial Theory and the Specter of Capital, 2013) είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να ασκήσω κριτική στις στρεβλώσεις μιας μεταμοντέρνας θεώρησης, σύμφωνα με την οποία η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σύνολο αναπαραστάσεων και συμβόλων στο επίπεδο του λόγου. Με την πρώτη ευκαιρία, ήμουν έτοιμη να επικαλεστώ την παραίνεση του μεγάλου Βρετανού ιστορικού Α.Τζ. Χόπκινς να επιστρέψει η παγκόσμια ιστορία στα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα (στα «συμβεβηκότα» του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, θα συμπλήρωνα), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπ’ αυτήν την οπτική η ιστορία είναι απλώς μια σειρά γεγονότων (γεγονοτολογία). Σύμφωνα με τον Χόπκινς, οι μεταποικιακοί θεωρητικοί έχουν στραφεί σε τέτοιο βαθμό στα πολιτισμικά ζητήματα που έχουν αντικαταστήσει «τα μέσα παραγωγής με τα μέσα συζήτησης» (βλ. σελ.74). Κρίσιμα ζητήματα όπως η φτώχεια τείνουν να γίνουν αποκλειστικό αντικείμενο μελέτης των οικονομολόγων, ενώ οι ιστορικοί θορυβωδώς απουσιάζουν.
Δεν χρειάστηκε όμως να «ακονίσω τα μαχαίρια μου», καθώς ο εν λόγω τόμος λαμβάνει εξαρχής υπόψη του τα κύρια σημεία αυτής της κριτικής και υιοθετεί μια διαλεκτική -ακόμα και αυτοκριτική- ματιά. Αυτό φαίνεται όχι μόνο κατά την ανάγνωση της εισαγωγής αλλά και μέσα από την επιλογή των συγκεκριμένων συγγραφέων και των κειμένων τους. Οι συγγραφείς προσφέρουν πληθώρα θεωρητικών επιχειρημάτων, ιστοριογραφικών εργαλείων και μεθοδολογικών προσεγγίσεων, με τα οποία πραγματεύονται και αποδομούν όχι μόνο τρέχουσες στερεοτυπικές αντιλήψεις που επικρατούν στη δημόσια σφαίρα αλλά και τις «ιδρυτικές αρχές» διαφόρων σχολών σκέψης, που μπορεί ακόμα και να ασπάζονται.
Με αυτήν την έννοια, η διαλεκτική επεξεργασία εννοιών, ντοκουμέντων και γεγονότων είναι κεντρική μέριμνα αυτού του συλλογικού έργου. Οι συγγραφείς συζητούν, προβληματίζονται και προβληματίζουν. Εφαρμόζουν στην πράξη τη λεγόμενη «νέα αρχαιολογία του αρχείου», μια νέα αντίληψη για την αξιοποίηση του διαθέσιμου αρχειακού υλικού, στην προκειμένη σχετικού με την αυτοκρατορία. Τα αρχεία «δεν θεωρούνται πια ως τόποι όπου συσσωρεύονται πληροφορίες έτοιμες να τις επεξεργαστεί ο ερευνητής, αλλά ως τόποι παρατήρησης, οι οποίοι δεν εμπεριέχουν συνεκτικά κείμενα, αλλά αποσπάσματα πάνω στα οποία πρέπει να στοχαστεί ο ιστορικός» (σελ.103).
Οι συγγραφείς δεν προπαγανδίζουν εμμονικά ούτε διατείνονται ότι έχουν βρει το μαγικό κλειδί που ξεκλειδώνει όλα τα μυστικά της ανθρώπινης ιστορίας και της ιστορίας των κοινωνιών, των εθνών ή των αυτοκρατοριών. Ο Bill Schwarz μοιράζεται τις σκέψεις του πάνω στη μετα-αποικιακή θεωρία κι εξαρχής μας μιλάει για την εσωστρέφεια, την αυτοαναφορικότητα, μέχρι και την κοινοτοπία μιας πληθώρας μελετών που βασίστηκαν στη σύγκλιση του μεταδομισμού και των κριτικών της αποικιοκρατίας στην ύστερη νεωτερικότητα (βλ. σελ.110-113), σε μια προσπάθεια να αποαποικιοποιηθεί η ιστορική αφήγηση και να έρθει σε ρήξη με τον γνωσιολογικό ορθολογισμό της δυτικής σκέψης. Μας παρουσιάζει τις ιδέες και τα επιχειρήματα σημαντικών και καινοτόμων στοχαστών, όπως ο Σαϊντ και ο Φανόν, εντοπίζοντας το σπέρμα της κριτικής στο ίδιο τους το έργο.
«Το έργο του Φανόν έχει ως κύριο στόχο να υποχρεώσει την ευρωπαϊκή μητρόπολη να αναλογιστεί την ιστορία της παράλληλα με την ιστορία των αποικιών» (Said, 1989, σελ.223), καθώς η ίδια η Ευρώπη είναι κυριολεκτικά δημιούργημα του Τρίτου Κόσμου (Walter Rodney, 1972). Συγχρόνως «ο Φανόν αρνήθηκε να υιοθετήσει έναν απλοϊκό -αυτοχθονιστικό- εθνικισμό που, όπως πίστευε, αναπαρήγαγε την πολιτιστική και πνευματική απομόνωση των αποικιοκρατούμενων πληθυσμών (βλ. σελ.117). Ήθελε να δραπετεύσει από το αδιέξοδο μιας μεταφυσικής Αφρικής ή της μαύρης ταυτότητας μέσα από την ανακάλυψη ενός προαποικιακού παρελθόντος και μια φολκλορική αντίληψη γι’ αυτό (σελ.123-4).
Στο ίδιο μήκος κύματος, αντηχεί ένα κεντρικό ερώτημα στο έργο του Σαΐντ για τον ορθό λόγο του Διαφωτισμού: είναι άραγε η φιλοσοφική αιτία κάθε μορφής υποδούλωσης ή το μόνο αντίδοτο στην βαρβαρότητα; (σελ.128). Όπως γλαφυρά απαντάει ο Γιανγκ, οι υπέρμαχοι του μεταδομισμού «παραμένουν δέσμιοι των επιστημολογικών συστημάτων που επιθυμούν να αποδομήσουν, καθώς δεν νοείται χώρος έξω από αυτά όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί κριτική». Η λειτουργία της αποδόμησης των ιστορικών αφηγήσεων ως κατασκευών συμπίπτει με την έναρξη της κριτικής (σελ.144). Τέλος, επισημαίνει ο Schwarz στο δεύτερο κεφάλαιο και με αφοπλίζει οριστικά: Καθώς γινόμαστε διαφορετικοί -και το κοινωνικό περιβάλλον μας αλλάζει κι αυτό- αλλάζει και η σχέση που έχουμε με το παρελθόν και καθίσταται αναγκαία η δημιουργία νέων ιστοριογραφικών αφηγήσεων. Αυτό είναι κάτι προφανές. Όμως αυτή η βαθύτατη ενδεχομενικότητα της ιστορικής γνώσης είναι που, από μόνη της, θα έπρεπε να αντιτίθεται σε κάθε είδους αυταρχισμό (σελ.148).
Όλα τα κεφάλαια αυτού του τόμου αξίζει να διαβαστούν και να μνημονευτούν, αλλά βάσει καθαρά υποκειμενικών προτιμήσεων, θα ήθελα ενδεικτικά να σταθώ σε ακόμα δύο. Στο έκτο κεφάλαιο ο Jonathan Hyslop μας μιλάει για την εργατική τάξη σε Βρετανία, Αυστραλία και Νότιο Αφρική καθώς και για τον λευκό εργατισμό πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα ο συγγραφέας μας παρουσιάζει εδώ την ιστορία ή μάλλον τις πολλαπλές ματιές πάνω στο άκρως ενδιαφέρον «γεγονός» της αλληλεγγύης των Βρετανών συνδικαλιστών και σοσιαλιστών στον αγώνα των λευκών εργατών στη Νότιο Αφρική. Μετά τη γενική απεργία των λευκών εργατών στο Γιοχάνεσμπουργκ (1913), εννέα ηγετικά στελέχη απελάθηκαν στην Βρετανία. «Οι απελαθέντες ανήκαν σε σωματεία που διεκδικούσαν τον αποκλεισμό των μαύρων και των ασιατών από θέσεις ειδικευμένης εργασίας» (σελ.300).
Ο Hyslop, επικαλούμενος την επισκόπηση της αποικιακής ιστοριογραφίας από τους Stoler και Cooper, επιχειρεί μια αποτίμηση του εν λόγω κινήματος αλληλεγγύης βάσει δύο επιχειρημάτων. Σύμφωνα με το δεύτερο: Τα κινήματα που προέρχονταν από αυτήν την αυτοκρατορική εργατική τάξη παρήγαγαν και διέδιδαν μια κοινή ιδεολογία λευκού εργατισμού. Στην ιδεολογία αυτή, η κριτική της εκμετάλλευσης και ο ρατσισμός ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα. […] Οι τάσεις αυτές όμως συνυπήρχαν με την αντίληψη ότι οι εργοδότες επιχειρούσαν να υπονομεύσουν την οργανωμένη δύναμη των λευκών εργατών διεθνώς μέσα από τον ανταγωνισμό της φτηνής εργατικής δύναμης των Ασιατών (σελ.301). Το κεφάλαιο αυτό συμβάλλει διαφωτιστικά σε μια συζήτηση που είναι ακόμα επίκαιρη.
Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο «Σεξουαλικότητα και Αυτοκρατορία» η Philippa Levine μας εισάγει στα καθεστώτα σωματικής πειθάρχησης που παρήγαγε η αυτοκρατορία και στην κληρονομιά που αυτά άφησαν στη μεταποικιακή εποχή. Ξεκινάει με την ιστορία των γυναικών από τη Νότια Ασία που φτάνοντας στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 υπήρχε η πιθανότητα να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση, ώστε να διαπιστωθεί εάν είχαν ήδη σεξουαλικές σχέσεις. Οι γυναίκες αυτές έρχονταν στη Βρετανία ως αρραβωνιαστικές / μέλλουσες νύφες ήδη εγκατεστημένων Νοτιοασιατών και στόχος των τεστ παρθενίας ήταν να αποκλειστούν οι «ανειλικρινείς» μετανάστριες… Χάρη στην κινητοποίηση των γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων, αυτό το μέτρο σύντομα εγκαταλείφθηκε. Τέτοια φαινόμενα έχουν τις ρίζες τους στις ελεγκτικές πρακτικές των Βρετανών και άλλων αποικιοκρατών, ενώ τώρα ιχνηλατείται σιγά-σιγά το ιστορικό βάθος τους.
Στο πλαίσιο της έρευνάς μου στα αποικιακά αρχεία της Μοζαμβίκης, «συνάντησα» αρκετά τέτοια παραδείγματα λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένων προσπαθειών να πειθαρχηθούν οι γυναίκες. Όταν π.χ. οι «ιθαγενείς» άνδρες αναγκάζονταν να μεταναστεύουν για να δουλέψουν στα χρυσωρυχεία του Τράνσβααλ (σημερινή Πρετόρια) -κυκλική μετανάστευση την οποία είχαν επισήμως θεσμοθετήσει η Πορτογαλία και η Νότιος Αφρική- οι γυναίκες άρχισαν να εντάσσονται στην παραγωγή με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς, λόγω έλλειψης εργατικών χεριών. Άρχισαν λοιπόν να εργάζονται στις φυτείες, να αμείβονται και να ανεξαρτητοποιούνται οικονομικά από τους άνδρες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα διαζύγια. Θυμάμαι πόσο είχα εντυπωσιαστεί από τις απανωτές διοικητικές αναφορές αποικιακών αξιωματούχων, που είχαν θορυβηθεί ιδιαιτέρως από την εξέλιξη αυτή και έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στους ανωτέρους τους στη μητρόπολη.
Αποτιμώντας συνολικά τον τόμο που μας πρόσφεραν οι εκδόσεις Ασίνη, να ξαναπώ ότι είμαι σχεδόν συγκινημένη που επιτέλους αυτές οι συζητήσεις ζωντανεύουν στην Ελλάδα. Το μόνο αρνητικό σημείο, στο οποίο θα μπορούσα να ασκήσω κριτική σε ένα θεωρητικό επίπεδο είναι κάτι που αφορά πολλά συλλογικά εγχειρήματα: δεν υπάρχει απαραίτητα ένα συνεκτικό επιχείρημα που να συνδέει όλα τα κεφάλαια, σαν κεντρικός άξονας αναφοράς (overarching argument). Παρ’ όλ’ αυτά τα κεφάλαια δένουν αρμονικά. Η εισαγωγή σίγουρα βοηθάει σε αυτό -αυτός είναι άλλωστε ο ρόλος της. Αλλά και το πρώτο κεφάλαιο της Συριάτου λειτουργεί ως μόνιμος σελιοδοδείκτης, που η αναγνώστρια μπορεί να συμβουλευτεί ξανά και ξανά για να «τοποθετήσει» και να ταξινομήσει γεγονότα κι έννοιες στον ιστορικό χρόνο.
Η δική μου γενική θέση είναι ότι η οπτική της μεταποικιακής θεωρίας μπορεί να συνδυαστεί με και μάλιστα να επωφεληθεί σε έναν βαθμό από την ιστοριογραφική έρευνα και εμπειρική ανάλυση, ποιοτική και ποσοτική. Τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερα κρατικά και ιδιωτικά αρχεία έρχονται στο φως κι οι σχετικές βιβλιοθήκες ανοίγουν τις πόρτες τους για τους/τις ερευνητές/ριες σε όλο τον κόσμο (τουλάχιστον πριν το ξέσπασμα της πανδημίας). Ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα επανεξετάζονται συστηματικά, ώστε να δοκιμαστούν παλαιότερες και νέες θεωρίες σχετικές με κλασικές θεματικές, όπως η συγκρότηση των αποικιακών κρατών και το ιμπεριαλιστικό εμπόριο, αλλά και άλλα, πιο «μετανεωτερικά» πολιτισμικά ζητήματα.
Είναι μια μοναδική ευκαιρία, κατά την γνώμη μου, να γεφυρωθούν χάσματα και να σπάσουν τα στεγανά όρια ολόκληρων κλάδων, «πειθαρχιών» αλλά και πιο ειδικών επιστημολογικών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Η διεπιστημονικότητα και διαθεματικότητα μπορούν να παράγουν εντυπωσιακά αποτελέσματα ως προς την διερεύνηση της «αγίας τριάδας» του φύλου (gender), της φυλής (race) και της κοινωνικής τάξης (social class) σε αποικιακό και μεταποικιακό πλαίσιο, σε αμφότερες τις πρώην αποικίες και στις μητροπόλεις. Το δίλημμα μεταξύ ενός κακώς εννοούμενου εκλεκτικισμού και μιας απόλυτης θεωρητικής περιχαράκωσης δεν είναι μονόδρομος.
Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
ΠΗΓΗ:Blogger: Αναρτήσεις
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου