«Εις τούτον τον τόπον ουδεμία πράξις φιλοπατρίας δεν έμεινεν ατιμώρητος»
Εμμανουήλ Ροΐδης
Εμμανουήλ Ροΐδης
Το καλοκαίρι του 1834, η κατάσταση στην απελευθερωμένη χώρα απείχε πολύ από το να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υποφερτή για τον μέσο πολίτη, αυτόν που πολέμησε, υπέφερε, στερήθηκε, μάτωσε, έθαψε δικούς, είδε το σπίτι του και τη σοδειά του να καταστρέφονται, όμως με επιμονή και επιμονή κατάφερε, τελικά, να διώξει τον Τούρκο δυνάστη.
Όσοι πολέμησαν και θυσίασαν στην Επανάσταση, προσωπική ζωή, υγεία, οικογένεια μαζί με το φτωχικό βιός τους, ένιωθαν στο πετσί τους τον παραγκωνισμό και την απαξίωση, καθώς στο απελευθερωμένο κομμάτι της Ελλάδας, τις θέσεις ευθύνης και τα καίρια πόστα, αλλά και τις όποιες ευκαιρίες, που τους εξασφάλιζαν άνετη και πλούσια διαβίωση, τις νέμονταν μεταξύ τους Φαναριώτες, "Φιλέλληνες", Βαυαροί, τυχοδιώκτες και δουλοπρεπείς παρατρεχάμενοι της εξουσίας.
Για να έχουμε μια πραγματική εικόνα της κατάστασης, πρέπει να γνωρίζουμε πως μόνο το 1/6 των Ελλήνων είχε δική του γη και μόνο το 1/4 δικό του ζώο. Όσοι καλλιεργούσαν εθνική γη πλήρωναν ποσοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επί πλέον ένα 10% ως φόρο της δεκάτης, χωρίς να υπολογίσουμε τις αυθαιρεσίες των εισπρακτόρων.
Ο καλλιεργητής έδινε, επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό στον ιδιοκτήτη των ζώων και των εργαλείων καθώς και για τους σπόρους. Τελικά δεν του απέμενε ούτε το 30% της παραγωγής του! Αν, φυσικά, πήγαιναν όλα καλά και δεν πάθαινε σοβαρές ζημιές από τον καιρό και τις αρρώστιες. Είναι χαρακτηριστικός ο στίχος από το δημοτικό τραγούδι της εποχής:
ξήντα παράδες το σφαχτό,
δύο γρόσια το μοσχάρι
και τρία γρόσια τ' άλογο,
ποιος θε να υποφέρει;...
δύο γρόσια το μοσχάρι
και τρία γρόσια τ' άλογο,
ποιος θε να υποφέρει;...
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι ενέργειες του προτεστάντη Αντιβασιλέα Μάουρερ που ήταν αρμόδιος για τα εκκλησιαστικά, είχαν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις μέσα στην κοινωνία, που είχαν ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές, οι οποίες πήραν επικίνδυνες διαστάσεις, φτάνοντας στα όρια του διχασμού. Και με όλη αυτή την ερεβώδη κατάσταση να καταπλακώνει τις ψυχές και την καθημερινότητα των Ελλήνων, ήρθε και η καταδίκη "εις θάνατόν" των στρατηγών Θόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Πλαπούτα και ακολούθησε η από καιρού αναμενόμενη έκρηξη.
Ο ξεσηκωμός των Ντρέδων
Στις 29 Ιουλίου 1834, ημέρα Κυριακή, πεντακόσιοι Σουλιμοχωρίτες-Ντρέδες, με επικεφαλής τον καπετάνιο τους Γιαννάκη Γκρίτζαλη από το Ψάρι, αιφνιδίασαν τις αρχές της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς), που ήταν η πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας και αφού συνέλαβαν το Νομάρχη Δημήτριο Χρηστίδη, τον στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη και τον Δημόσιο Ταμία, τους οδήγησαν στο Πάνω Ψάρι, όπου τους φυλάκισαν.
Στη θέση των αρχών που καταργήθηκαν δημιουργήθηκε μια "Πατριωτική Επιτροπή", για να «αντιπροσωπεύσει τον λαόν της επαρχίας Τριφυλίας εις την περίστασιν ταύτην και ως πληρεξούσιοι αυτών διορίζονται να αναφέρωσιν όπως κρίνωσιν αρμοδιότερον τα παράπονα και τας ικεσίας του λαού τούτου, προς ανόρθωση των καταπατηθέντων αυτού δικαίων».
Την 31η Ιουλίου η "Πατριωτική Επιτροπή", εξέδωσε δύο προκηρύξεις, μετά από δημόσια συνέλευση, από τις οποίες η πρώτη, που υπογραφόταν από έντεκα επαναστάτες, απευθυνόταν στον ελληνικό λαό, ενώ η δεύτερη απευθυνόταν στον Όθωνα και υπογραφόταν από 71 έγκριτους πολίτες όλων των τμημάτων της Επαρχίας Τριφυλίας και του Τμήματος Ζούρτσας της Επαρχίας Ολυμπίας. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την πρώτη προκήρυξη:
«ο Λαός της Επαρχίας Τριφυλίας, αγανακτισμένος και απελπισμένος από τις καταχρήσεις των Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρει τα υπερβολικά βάρη και τον παράνομο τρόπο της εισπράξεως του περί αποδεκατώσεως φόρου, παραδειγματιζόμενος από την παράνομον και αυθαίρετον σύλληψιν και φυλάκισιν των συμπατριωτών ημών και φοβούμενοι καθ' εκάστην περί της ασφάλειας της προσωπικής του ελευθερίας, με αγανάκτησιν μας δε μαθόντες τον επηρεασμόν και την παράνομον επέμβασιν της εξουσίας εις το εν Ναυπλία δικαστήριον, υπό του οποίου άνθρωποι προσφιλέστατοι εις την πατρίδα δια υποθετικά και ανύπαρκτα εγκλήματα κατεδικάσθησαν εις την εσχάτην τιμωρίαν, απεφασίσαμεν να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού. Επί τούτου λαβόντες τα όπλα εις τας χείρας, συνελάβαμε τας διοικητικάς και λοιπάς Αρχάς τας εν τη πόλει της Κυπαρισσίας, συνεννοούμενοι κατά τούτο και με τας πλησιεστέρας επαρχίας, επί σκοπώ του να ζητήσωμεν επιμόνως την ανόρθωσιν των δικαίων ημών». Παρότρυνε δε τους πληρεξουσίους της «Πατριωτικής Επιτροπής» Τριφυλίας να προωθήσουν τη συνταγματική μοναρχία.
Ο ξεσηκωμός γενικεύεται – Μεσσηνία και Αρκαδία στο πόδι
Σαν φλόγα εξαπλώθηκε η επανάσταση και στους γύρω τόπους. Έτσι, την 29η Ιουλίου, στη Γαράντζα (Άνω Μέλπεια) ο 89χρονος στρατηγός Μητροπέτροβας, (πεθερός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη), με 96 Γαραντζαίους, έχοντας στο πλευρό του δεκαπέντε γιους και εγγόνια του κατευθύνθηκε προς την Ανδρούσα και την κατέλαβε. Προηγουμένως, έβαλε και κάψανε όλες τις θημωνιές με τα γεννήματά του, για να τονίσει ότι δεν ήταν το προσωπικό συμφέρον που τον ωθούσε να συμμετάσχει στην Επανάσταση.
Την ίδια μέρα, στο Ασλάναγα (Άρι) της Μεσσηνίας, ο Ανάστασης Τζαμαλής αιφνιδίασε και εξεδίωξε από το χωριό βαυαρική μονάδα αποτελούμενη από πενήντα άντρες. Οι Βαυαροί, όμως, επανήλθαν ενισχυμένοι και τον πολιόρκησαν. Προς βοήθειά του έσπευσε ο Μητροπέτροβας και λύθηκε η πολιορκία. Τζαμαλής και Μητροπέτροβας, ακολούθως, προέλασαν και κατέλαβαν το Νησί (Μεσσήνη).
Την 29η Ιουλίου, επίσης, ξεσηκώθηκε το Δερμπούνι (Λύκαιο Αρκαδίας) και οι Δερμπουνιώτες κίνησαν κατά της Μεγαλόπολης. Στις 30 Ιουλίου, ξεσηκώθηκαν τα ξαδέρφια του στρατηγού Δημητρίου Πλαπούτα, Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας, στη Βάνινα και την Παλούμπα Γορτυνίας και μαζί με τον ανιψιό του Κολοκοτρώνη Νικήτα Ζερμπίνη, κατευθύνθηκαν στη Ζάχα και στο Σκληρό. Στη συνέχεια, επικεφαλής δύναμης τετρακοσίων ανδρών κατέλαβαν την Ανδρίτσαινα και ξεσήκωσαν τα γύρω χωριά.
Μόλις έγινε γνωστός ο ξεσηκωμός στο Ναύπλιο, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης θέλησε να επωφεληθεί και να συνδέσει την "ανταρσία" με τους φυλακισμένους Στρατηγούς. Έτσι, έχοντας αυτό το γεγονός ως δικαιολογία, έσπευσε να υπογράψει δύο Διατάγματα. Με το πρώτο παρείχετο στη φρουρά του Παλαμηδίου, η εξουσιοδότηση να εκτελέσει τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα αν γίνονταν "ύποπτες κινήσεις" γύρω από το Παλαμήδι και με το δεύτερο να πράξει το ίδιο εάν ο Γκρίτζαλης "προχωρήσει ολίγον εμπρός", δηλαδή προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου.
Κακή πληροφόρηση
Στις 4 Αυγούστου, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης βάδισε κατά της Μεγαλόπολης, που την είχαν εγκαταλείψει οι αρχές και την κατέλαβε χωρίς μάχη. Στη συνέχεια, με δύναμη 400 ανδρών προχώρησε και κατέλαβε τη Στεμνίτσα και το Ζυγοβίτσι της Γορτυνίας και συναντήθηκε στη Ζάτουνα με τους Πλαπουταίους και τον Ζερμπίνη. Το επαναστατικό στράτευμα είχε τότε συνολική δύναμη 2.000 ανδρών και αφού δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την Δημητσάνα, την παρέκαμψαν και κατέλαβαν τα Λαγκάδια, τη Βυτίνα και το Χρυσοβίτσι.
Μετά το Χρυσοβίτσι, επόμενος στόχος ήταν η Τρίπολη. Όμως η χαλκευμένη πληροφορία που έφτασε στον Γκρίτζαλη μιλούσε για ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις που ήσαν ήδη εκεί. Έτσι, αντί για την Τρίπολη κίνησε για την Καρύταινα, περιμένοντας ενισχύσεις από τα Σουλιμοχώρια.
Με αυτή την αλλαγή στο σχέδιο, η κυβέρνηση του Κωλέττη πρόλαβε και έστειλε στην Τρίπολη ισχυρή δύναμη με επικεφαλής το Βαυαρό γενικό επιθεωρητή, στρατηγό Χριστιανό Σμαλτς, μαζί με τους συνταγματάρχες Χατζή Χρήστο και Θεόδωρο Γρίβα, ενώ από τη μεριά της Γορτυνίας κινούνταν κατά των επαναστατών ο Ανδρέας Λόντος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Σισίνης, με δύναμη άτακτων.
Οι κυβερνητικοί επικρατούν
Στο χωριό Σούλου, λίγο έξω από την Μεγαλόπολη, στον δρόμο προς Καρύταινα, γράφτηκε ο στρατιωτικός επίλογος της Επανάστασης. Οι κυβερνητικές δυνάμεις, υπέρτατες αριθμητικά των εξεγερμένων (4.000 Βαυαροί στρατιώτες και 1.000 ιππείς με 30 τηλεβόλα και 3.000 μισθοφόροι), κατόρθωσαν να τους νικήσουν. Κατόπιν, μπήκαν στο Ψάρι, όπου απελευθέρωσαν τους ομήρους, συλλαμβάνοντας τον Γκρίτζαλη και ανακατέλαβαν την Ανδρίτσαινα και την Κυπαρισσία. Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης επικηρύχθηκαν αντί του ποσού των 30.000 δραχμών ο καθένας. Αποφασίσθηκε, επίσης, ο αφοπλισμός των κατοίκων όσων χωριών πήραν μέρος στην εξέγερση.
Ακολούθως, ο Γρίβας συνάντησε τον Σμάλτς στους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας και με 12000 στρατιώτες (Βαυαρούς, άτακτους και Μανιάτες υπό τους Κατσάκο, Τζανετάκη και Γιατράκο) και 35 τηλεβόλα, κινήθηκαν προς το χωριό του Τζαμαλή, το Aσλάναγα (Άρις), όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Μητροπέτροβας και Τζαμαλής, με δύναμη 1.600 ανδρών. Η ήττα των επαναστατών ήταν συντριπτική και το χωριό πυρπολήθηκε. Όλοι οι επαναστάτες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν από το συνταγματάρχη Φέδερ στο Νιόκαστρο της Πύλου. Ο Μητροπέτροβας που κατέφυγε στην Γαράντζα, παρεδόθη στον Κανέλλο Δεληγιάννη.
Καταδίκη και εκτελέσεις
Μετά την ήττα τους η τύχη των πρωταιτίων εκ των επαναστατών ήταν προδιαγεγραμμένη. Συγκροτήθηκε το "κατά την Μεσσηνίαν και Καρύταιναν Έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριο", που συνεδρίασε στην Κυπαρισσία στις 15 Σεπτεμβρίου 1834, με πρόεδρο τον Θωμά Γκόρντον, αποτελούμενο από τους Π. Γιατράκο, συνταγματάρχη, Σπυρομήλιο, αντισυνταγματάρχη και τους δικαστές Φ. Φραγκούλη και Αν. Λόντο με τον Δ. Σούτσο βασιλικό επίτροπο (εισαγγελέα). Σημειωτέον πως ο Δ. Σούτσος ήταν γαμπρός του διαβόητου υπουργού Σχινά, και ένας από τους δικαστές που είχαν καταδικάσει σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης καταδικάσθηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Η ποινή μάλιστα, εκτελέσθηκε μέσα σε δυο ώρες από την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης, γεγονός που αχρήστευε και οποιαδήποτε διαδικασία για τη χορήγηση χάρης από το Όθωνα. «Αδέλφια, άδικα πεθαίνω. Γύρεψα τα δίκια των Ελλήνων», ήταν τα τελευταία του λόγια, δίνοντας ο ίδιος το παράγγελμα «πυρ» στο εκτελεστικό απόσπασμα!
Στη γυναίκα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, Γιαννούλα, δεν επέτρεψαν να πάρει το σώμα του νεκρού ήρωα, από φόβο μήπως κατά την ταφή προκληθούν μεγαλύτερες ταραχές. Η τραγική γυναίκα μάζεψε τα μυαλά του νεκρού άντρα της, που είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και στη συνέχεια κέρασε, σύμφωνα με το έθιμο, το εκτελεστικό απόσπασμα. Με τη Γιαννούλα Πέτροβα, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν λογοδοσμένος πριν το 1821 και φαίνεται ότι την παντρεύτηκε στην αρχή της επανάστασης. Είχαν δυο γιους, τον Δημήτρη και τον Γιώργη.
Στις 8 Οκτωβρίου 1834 το Στρατοδικείο, που συνεδρίασε πλέον στην Πύλο υπό άλλη σύνθεση, δίκασε τον Μητροπέτροβα και τον Αναστάση Τζαμαλή. Στην απολογία του ο Μητροπέτροβας, αγέρωχος, δήλωσε: «Λυπάμαι μονάχα που τώρα στα τελευταία μου δεν κατάφερα να ξεπαστρέψω τη λούβα και την ξένη αβδέλα που έκατσε στο σβέρκο του δυστυχισμένου ραγιά και του πίνει το αίμα». Η απόφαση ήταν "εις θάνατον".
Ο Τζαμαλής εκτελέσθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, όπως ο Γκρίτζαλης. Η ποινή του Μητροπέτροβα μετατράπηκε, τελικά, από τον Όθωνα σε ισόβια δεσμά «ως υπέργηρου και αγωνισθέντος υπέρ της πατρίδας», λες και των υπολοίπων η συμμετοχή στον Αγώνα ήταν αμελητέα. Οι Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας και ο Νικήτας Ζερμπίνης καταδικάσθηκαν σε 15 χρόνια πρόσκαιρα δεσμά και φυλακίσθηκαν στο Νιόκαστρο. Απελευθερώθηκαν, τελικά, στις 25 Μαρτίου του 1835, με τη γενική αμνηστία που εδόθη από τον Όθωνα.
Η εκ των υστέρων αναγνώριση
Για την απείθεια αυτή απέναντι στην κεντρική εξουσία, η Μεσσηνιακή Επανάσταση αφενός μεν αποσιωπήθηκε ευσχήμως από την επίσημη ιστοριογραφία –μαζί με τους εθνικούς αγώνες των Ντρέδων–, αφετέρου δε έγινε μεθοδευμένη προσπάθεια να υποτιμηθεί, με τον σκωπτικό, απαξιωτικό χαρακτηρισμό "Βλαχοεπανάσταση".
Κάποτε, ο Όθωνας, αφού είχε πληροφορηθεί την όλη αλήθεια για την εξέγερση, ζήτησε να μάθει ποια χάρη θέλει να κάνει στη χήρα γυναίκα τού Γιαννάκη Γκρίτζαλη. Αυτή, τότε, του ζήτησε μια καμπάνα, που δεν είχε η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο χωριό. Η καμπάνα αυτή σώζεται, μέχρι σήμερα, με την επιγραφή "Όθων Βασιλεύς των Ελλήνων". Προτομές του Γιαννάκη Γκρίτζαλη υπάρχουν στο Ψάρι, στην Κυπαρισσία, όπου και εκτελέστηκε και ολόσωμο μπρούτζινο άγαλμα, σε μικρό μέγεθος, στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Το 2010, έστω και αργά, ο Δήμος Καλαμών, με την υπ’ αριθμ. 518 απόφασή του, μετονόμασε την οδό Μακντόναλντ σε οδό Γιαννάκη Γκρίτζαλη. Κάλλιο αργά παρά ποτέ…
Η επέτειος της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834 τιμάται από τον λαό και την επίσημη Πολιτεία, κάθε χρόνο, στα τέλη Σεπτεμβρίου, με εκδηλώσεις στο Άνω Ψάρι.
Κύριες πηγές του άρθρου: Ιωάννου Αθ. Πιπιλή «Η Ζούρτσα και η Κίνησις κατά της Βαυαρικής Αντιβασιλείας», Γιάννη Κατσαμπάνη (πανηγυρικός 2004): Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 - Η πρώτη κοινωνική Επανάσταση στη νεώτερη Ελληνική Ιστορία.
ΠΗΓΗ:
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου