Του
Γιάννη Παπαμιχαήλ
Στη μνήμη του Θύμιου Παπανικολάου
και
Στη μνήμη του Γιώργου Βλασσόπουλου
Μετά το γνωστό, αναπάντητο μάλλον ερώτημα: «γιατί ο ελληνικός λαός δεν αντέδρασε πιο συστηματικά στα απίστευτα, μνημονιακά μέτρα που ελήφθησαν ερήμην του και εναντίον του από το 2010;»- και ανεξάρτητα από την άποψη που έχει ο καθένας για το επίμαχο θέμα των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας από τα διάφορα κράτη, η πρόσφατη υγειονομική κρίση μοιάζει να επεκτείνει και να γενικεύει την παραπάνω «νεοελληνική» απορία με τους εξής πάνω κάτω όρους: Πώς ο μέσος δυτικός πολίτης, τόσο βέβαιος μέχρι χθες για τη μορφωτική του πρόοδο και την κοινωνική του αξιοπρέπεια, τόσο σίγουρος ότι διαθέτει πολλά κατοχυρωμένα και αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και απεριόριστες σχεδόν νομικές ελευθερίες, μπορεί εύκολα και μαζικά, υπό τη μορφή της «σιωπηλής πλειοψηφίας» του πληθυσμού, να μεταβληθεί σε μονάδα ενός μεγάλου κοπαδιού υπηκόων έτοιμων, όπως έδειξε η υγειονομική κρίση, να πειθαρχήσουν στα αυταρχικά μέτρα και στα κελεύσματα της εξουσίας, ακόμα και αν είναι αντιφατικά, απάνθρωπα και εξευτελιστικά για την ανθρώπινη προσωπικότητα;
Πώς τόσοι και τόσοι «μεταμοντέρνοι σχετικιστές» και αποδομιστές της διπλανής πόρτας, πειθαρχούν με τόσο δομημένο και απόλυτο τρόπο σε ό,τι τους υπαγορεύει το καθεστώς; Πώς τόσοι άνθρωποι, με σπουδές, πτυχία, γνώσεις και πεποιθήσεις εναρμονισμένες με το πνεύμα της εποχής, ξέχασαν τόσο γρήγορα τα χειραφετητικά τους ιδεώδη, τις ευαισθησίες τους στα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων ή τις επιτρεπτικές, αναρχο-φιλελεύθερες ιδεολογίες που συνόδεψαν βήμα-βήμα τον ηθικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό τους; Πώς σε μια κοινωνία ιδεοληπτικά επικεντρωμένη στην «ετερότητα» και στην ανεκτικότητα στις διαφορές, η καλλιέργεια του φόβου για τους «αόρατους εχθρούς των ιών και των μικροβίων», καθίσταται, πέραν κάθε μέριμνας για την ανάπτυξη της φυσικής ανοσίας, η λογική και ηθική βάση ενός αυτοαποκλεισμού, ενός κοινωνικού απομονωτισμού και μιας επιφύλαξης για τον Άλλο τόσο συστηματικής που μοιάζει να προέρχεται κυριολεκτικά από μια «κουλτούρα των ζόμπι»;